ΠΩΣ ΝΑ ΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΕΤΕ
Ένα από τα πιο συνηθισμένα προβλήματα που σχετίζονται με το σύγχρονο τρόπο ζωής είναι το υπερβολικό βάρος.
Η έντονη παχυσαρκίακαι το υπερβολικό βάρος αποτελούν βασικό παράγοντα κινδύνου για την ανάπτυξη πολλών χρόνιων νοσημάτων, όπως τα καρδιακά και αναπνευστικά νοσήματα, ο μη ινσουλινοεξαρτώμενος σακχαρώδης διαβήτης ή διαβήτης Τύπου 2, η υπέρταση και κάποιες μορφές καρκίνου, καθώς και για θανάτους σε νεαρή ηλικία.
Νέες επιστημονικές μελέτες και στοιχεία από ασφαλιστικές εταιρείες έχουν δείξει ότι οι κίνδυνοι του υπερβολικού σωματικού λίπους για την υγεία σχετίζονται με σχετικά μικρές αυξήσεις του σωματικού βάρους, και όχι απλώς με την έντονη παχυσαρκία.
Η παχυσαρκία και το υπερβολικό βάρος αποτελούν σοβαρά προβλήματα που θέτουν ένα τεράστιο και αυξανόμενο οικονομικό βάρος στους εθνικούς πόρους. Ωστόσο, οι παθήσεις είναι δυνατόν να προληφθούν σε μεγάλο βαθμό μέσα από εύλογες αλλαγές του τρόπου ζωής.
Τι σημαίνει παχυσαρκία και υπερβολικό βάρος;
Ως παχυσαρκία συνήθως ορίζεται απλά μια πάθηση μη φυσιολογικής ή υπερβολικής συσσώρευσης λίπους (λιπώδους ιστού) στο σώμα που επιφέρει κινδύνους στην υγεία. Η αιτία που βρίσκεται πίσω από αυτά είναι η ύπαρξη ενός θετικού ενεργειακού ισοζυγίου που οδηγεί στην αύξηση βάρους, δηλαδή όταν οι θερμίδες που προσλαμβάνονται υπερβαίνουν τις θερμίδες που καταναλώνονται.
Ο προσδιορισμός του υγιούς βάρους προκύπτει από μια απλή μέτρηση της σχέσης ανάμεσα στο βάρος και το ύψος του ατόμου και ονομάζεται Δείκτης Μάζας Σώματος (ΔΜΣ). Ο ΔΜΣ είναι ένα χρήσιμο εργαλείο που χρησιμοποιείται συνήθως από γιατρούς και άλλους επαγγελματίες του χώρου της υγείας για τον προσδιορισμό της έλλειψης ή του υπερβολικού βάρους και της παχυσαρκίας στους ενήλικες. Προκύπτει από το πηλίκο της διαίρεσης του βάρους ενός ατόμου σε κιλά με το τετράγωνο του ύψους του σε μέτρα (κ./μ.2). Για παράδειγμα, ένας ενήλικας που έχει βάρος 70 κ. και ύψος 1,75 μ., ο ΔΜΣ του είναι 22,9 κ./μ.2.
Το υπερβολικό βάρος και η παχυσαρκία προσδιορίζονται από τιμές του ΔΜΣ που ισοδυναμούν με ή υπερβαίνουν το 25 και το 30, αντίστοιχα. Συνήθως, ένας ΔΜΣ της τάξεως του 18,5 έως 24,9 θεωρείται «υγιής», αλλά ένα άτομο με ΔΜΣ της τάξεως του 25-29,9 θεωρείται ότι ανήκει σε ομάδα «αυξημένου κινδύνου» για την εμφάνιση σχετικών νοσημάτων και ένα άτομο με ΔΜΣ της τάξεως του 30 ή περισσότερο θεωρείται ότι ανήκει σε ομάδα «μεσαίου έως υψηλού κινδύνου» [1].
ΔΕΙΚΤΗΣ ΜΑΖΑΣ ΣΩΜΑΤΟΣ
<18,5 Ελλιποβαρής
18,5 – 24,9 Υγιές βάρος
25 – 29,9 Υπέρβαρος
≥30 Παχύσαρκος
Κατανομή λίπους: οι σωματότυποι «μήλο» και «αχλάδι»
Παρόλα αυτά, ο ΔΜΣ δεν μας δίνει πληροφορίες σχετικά με το συνολικό λίπος ή τον τρόπο που κατανέμεται στο σώμα μας, το οποίο συνιστά σημαντικό στοιχείο καθώς το υπερβολικό κοιλιακό λίπος πιθανόν να έχει επιπτώσεις με τη μορφή προβλημάτων υγείας.
Μια μέθοδος μέτρησης της κατανομής του λίπους είναι η περιφέρεια της μέσης [2]. Η περιφέρεια της μέσης δεν σχετίζεται με το ύψος και παρέχει μια απλή και πρακτική μέθοδο προσδιορισμού των υπέρβαρων ανθρώπων που διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο για παθήσεις σχετικές με την παχυσαρκία. Αν ένας άντρας έχει περιφέρεια μέσης μεγαλύτερη από 94-102 εκ. και μια γυναίκα μεγαλύτερη από 80-88 εκ., αυτό σημαίνει ότι έχουν υπερβολικό κοιλιακό λίπος, και επομένως, διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο εκδήλωσης προβλημάτων υγείας, ακόμα και αν ο ΔΜΣ τους είναι σε γενικές γραμμές σωστός [3, 4].
Με βάση την περιφέρεια της μέσης, οι άνθρωποι διακρίνονται σε δυο κατηγορίες: Άτομα με αρρενωπή κατανομή λίπους (συχνά ονομάζεται σωματότυπος «μήλο»), που σημαίνει ότι το μεγαλύτερο μέρος του σωματικού λίπους είναι ενδοκοιλιακό, κατανέμεται γύρω από το στομάχι και το θώρακα και τους τοποθετεί σε ομάδα μεγαλύτερου κινδύνου εκδήλωσης νοσημάτων που σχετίζονται με την παχυσαρκία. Άτομα με θηλυκή κατανομή λίπους (συχνά ονομάζεται σωματότυπος «αχλάδι»), που σημαίνει ότι το μεγαλύτερο μέρος του σωματικού τους λίπους κατανέμεται γύρω από τους γοφούς, τους μηρούς και τα οπίσθια και ανήκουν σε ομάδα μεγαλύτερου κινδύνου εκδήλωσης μηχανικών προβλημάτων (για παράδειγμα στις αρθρώσεις, τους μηρούς). Οι παχύσαρκοι άντρες είναι πιο πιθανό να ανήκουν στην κατηγορία του σωματότυπου «μήλο», ενώ οι γυναίκες είναι πιο πιθανό να ανήκουν στην κατηγορία του σωματότυπου «αχλάδι» [5].
3. Η δυναμική του ενεργειακού ισοζυγίου: το συμπέρασμα;
Η βασική αρχή του ενεργειακού ισοζυγίου είναι:
Αλλαγές στις αποθήκες ενέργειας (λίπους)
=
πρόσληψη ενέργειας (θερμίδων) – κατανάλωση ενέργειας
Το υπερβολικό βάρος και η παχυσαρκία επηρεάζονται από πολλούς παράγοντες, όπως η κληρονομική προδιάθεση, το περιβάλλον, η συμπεριφορά, η πάροδος του χρόνου και οι εγκυμοσύνες [6]. Είναι σαφές ότι η παχυσαρκία δεν προκύπτει πάντα από την αναζήτηση ικανοποίησης μέσα από την υπερβολική κατανάλωση πολύ εύγευστων φαγητών ή από την έλλειψη φυσικής δραστηριότητας. Ρόλο διαδραματίζουν, επίσης, οι βιολογικοί παράγοντες (ορμόνες, γενετική), το στρες, τα φάρμακα και η ηλικία.
Ωστόσο, διαιτητικοί παράγοντες και πρότυπα φυσικής δραστηριότητας επηρεάζουν δυναμικά την εξίσωση του ενεργειακού ισοζυγίου και αποτελούν επίσης σε μεγάλο βαθμό τροποποιήσιμους παράγοντες. Πράγματι, οι δίαιτες υψηλής περιεκτικότητας σε λίπος [7] και οι επεξεργασμένες τροφές [8, 9], αλλά και η καθιστική ζωή [10, 11] είναι τα χαρακτηριστικά που συνδέονται περισσότερο με την αυξημένη εξάπλωση της παχυσαρκίας σε όλο τον κόσμο. Αντίθετα, η απώλεια βάρους παρατηρείται όταν η πρόσληψη ενέργειας είναι χαμηλότερη από την κατανάλωση ενέργειας για μια εκτεταμένη χρονική περίοδο. Μια δίαιτα περιορισμένη σε θερμίδες που συνδυάζεται με αυξημένη φυσική δραστηριότητα αποτελεί συνήθως τη συμβουλή που δίνουν οι διαιτολόγοι για σταδιακή απώλεια βάρους [12].
Οι θαυματουργές δίαιτες ή οι δίαιτες αστραπή που περιορίζουν σημαντικά τις θερμίδες ή αποκλείουν οικογένειες τροφών θα πρέπει να αποφεύγονται, αφού συχνά αποκλείουν βασικά θρεπτικά συστατικά ή/και δεν πρέπει να συνεχίζονται για εκτεταμένες περιόδους. Εξάλλου, δεν διδάσκουν την υιοθέτηση σωστών διατροφικών συνηθειών και είναι πιθανό να έχουν σαν αποτέλεσμα το φαινόμενο της δίαιτας «γιο γιο» (την εναλλαγή φάσεων πρόσληψης και απώλειας βάρους που έπεται μιας περιόδου δίαιτας και την επακόλουθη υπερβολική κατανάλωση τροφών). Η επονομαζόμενη δίαιτα «γιο γιο» ίσως είναι επικίνδυνη μακροπρόθεσμα για τη φυσική και πνευματική υγεία. Η υπερβολική φιλοδοξία για την επίτευξη ενός στόχου πρέπει να αποφεύγεται, αφού η απώλεια και μόνο του 10% του αρχικού βάρους επιφέρει υπολογίσιμα οφέλη στην υγεία [13].
4. Ποιες είναι οι τάσεις στην παχυσαρκία και το υπερβολικό βάρος;
Η εξάπλωση του υπερβολικού βάρους και της παχυσαρκίας έχει αυξηθεί δραματικά σε όλο τον κόσμο και το πρόβλημα δείχνει να εξαπλώνεται ταχύτατα τόσο στα παιδιά όσο και στους ενήλικες.
Τα πιο διεξοδικά δεδομένα γύρω από την εξάπλωση της παχυσαρκίας παγκοσμίως έχουν την υπογραφή του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας και πιο συγκεκριμένα του προγράμματος μελέτης για την καταγραφή των τάσεων και των αιτιών των καρδιαγγειακών νοσημάτων με την ονομασία MONICA (MONItoring of trends and determinants in CArdiovascular diseases study) [14]. Σε συνδυασμό με πληροφορίες από εθνικές έρευνες, τα δεδομένα αποδεικνύουν ότι η εξάπλωση της παχυσαρκίας στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες έχει αυξηθεί σχεδόν κατά 10-40% τα τελευταία 10 χρόνια, με το ποσοστό να κυμαίνεται στο 10-20% για τους άντρες και στο 10-25% για τις γυναίκες [15]. Η πιο ανησυχητική αύξηση έχει παρατηρηθεί στη Μεγάλη Βρετανία, όπου στους υπέρβαρους ή παχύσαρκους συγκαταλέγονται περίπου τα δύο τρίτα των ενηλίκων ανδρών και περισσότερες από τις μισές ενήλικες γυναίκες [16]. Από το 1995 έως το 2002, στην Αγγλία, η παχυσαρκία διπλασιάστηκε στα αγόρια, με αύξηση από το 2,9% στο 5,7%, ενώ στα κορίτσια σημείωσε αύξηση από 4,9% σε 7,8% του πληθυσμού. Ένα στα 5 αγόρια και ένα στα 4 κορίτσια είναι υπέρβαρο ή παχύσαρκο. Στους άνδρες νεαρής ηλικίας, από 16 έως 24 ετών η παχυσαρκία σημείωσε αύξηση από 5,7% σε 9,3% ενώ στις νεαρές γυναίκες σημείωσε αύξηση από 7,7% σε 11,6% [17]. Τα δεδομένα της εξάπλωσης καταγράφονται από τη Διεθνή Ομάδα Εργασίας για την Παχυσαρκία (International Obesity Task Force) (www.iotf.org).
5. Ποιες είναι οι επιπτώσεις της παχυσαρκίας και του υπερβολικού βάρους στην υγεία;
Οι επιπτώσεις της παχυσαρκίας και του υπερβολικού βάρους στην υγεία είναι πολλές και ποικίλες, καθώς καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα, από τον αυξημένο κίνδυνο πρώιμου θανάτου έως διάφορα μη θανάσιμα αλλά εξουθενωτικά και ψυχολογικά παράπονα που ενδέχεται να έχουν δυσμενή επίδραση στην ποιότητα ζωής [18].
Τα βασικά προβλήματα υγείας που συνδέονται με την παχυσαρκία και το υπερβολικό βάρος είναι:
Σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2
Καρδιαγγειακά νοσήματα και υπέρταση
Αναπνευστικά νοσήματα (σύνδρομο υπνικής άπνοιας)
Μερικές μορφές καρκίνου
Οστεοαρθρίτιδα
Ψυχολογικά προβλήματα
Μια πτώση στην αντιληπτή ποιότητα ζωής
Ο βαθμός επικινδυνότητας επηρεάζεται, για παράδειγμα, από το σχετικό περιττό σωματικό βάρος, τον τόπο συσσώρευσης του σωματικού λίπους, το ποσοστό του βάρους που αποκτήθηκε κατά την εφηβική ηλικία και το ποσοστό της φυσικής δραστηριότητας. Τα περισσότερα από αυτά τα προβλήματα μπορούν να βελτιωθούν με μια σχετικά λογική απώλεια βάρους (10 έως 15%), ειδικά αν αυξηθεί, επίσης, και η φυσική δραστηριότητα.
5.1. Σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2
Από όλες τις σοβαρές παθήσεις, ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 (ο τύπος διαβήτη που συνήθως εκδηλώνεται στην εφηβεία και σχετίζεται με το υπερβολικό βάρος) ή μη ινσουλινοεξαρτώμενος διαβήτης (NIDDM) έχει την πιο σημαντική σχέση με την παχυσαρκία και το υπερβολικό βάρος. Πράγματι, ο κίνδυνος εμφάνισης σακχαρώδους διαβήτη τύπου 2 αυξάνεται όταν ο ΔΜΣ είναι αρκετά πάνω από το διακριτό όριο της παχυσαρκίας (ΔΜΣ 30). Οι παχύσαρκες γυναίκες είναι πάνω από 12 φορές πιο πιθανό να εμφανίσουν σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 από τις γυναίκες που έχουν υγιές βάρος. Ο κίνδυνος για σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 αυξάνεται με το ΔΜΣ, ειδικά για όσους έχουν οικογενειακό ιστορικό σακχαρώδους διαβήτη, και μειώνεται με την απώλεια βάρους [19].
5.2. Καρδιαγγειακά νοσήματα και υπέρταση
Στα καρδιαγγειακά νοσήματα (ΚΑΝ) συγκαταλέγονται η στεφανιαία καρδιακή νόσος (ΣΚΝ), το εγκεφαλικό επεισόδιο και η περιφερική αγγειοπάθεια. Αυτά τα νοσήματα ευθύνονται για ένα μεγάλο ποσοστό (περίπου το ένα τρίτο) των θανάτων σε άνδρες και γυναίκες στις περισσότερες βιομηχανοποιημένες χώρες και η συχνότητά τους αυξάνεται στις αναπτυσσόμενες χώρες.
Η παχυσαρκία υποβάλλει τον άνθρωπο σε μια σειρά καρδιαγγειακών κινδύνων, όπως είναι η υπέρταση και η αυξημένη χοληστερόλη στο αίμα. Στις γυναίκες, η παχυσαρκία είναι ο τρίτος πιο ισχυρός δείκτης καρδιαγγειακών νοσημάτων μετά την ηλικία και την πίεση του αίματος [20]. Ο κίνδυνος καρδιακής προσβολής για μια παχύσαρκη γυναίκα είναι περίπου τρεις φορές μεγαλύτερος σε σύγκριση με μια αδύνατη γυναίκα της ίδιας ηλικίας.
Τα παχύσαρκα άτομα είναι πιο πιθανό να έχουν αυξημένα τριγλυκερίδια στο αίμα (λιπίδια στο αίμα), χοληστερόλη χαμηλής πυκνότητας λιποπρωτεϊνών (ΧΠΛ) («κακή χοληστερόλη») και μειωμένη χοληστερόλη υψηλής πυκνότητας λιποπρωτεϊνών (ΥΠΛ) («καλή χοληστερόλη»). Αυτό το μεταβολικό προφίλ συναντάται συνήθως σε παχύσαρκα άτομα με υψηλή συσσώρευση ενδοκοιλιακού λίπους («μήλα») και έχει συνδεθεί με αυξημένο κίνδυνο για εκδήλωση ΣΚΝ. Με την απώλεια βάρους, τα επίπεδα τριγλυκεριδίων είναι αναμενόμενο να βελτιωθούν. Η απώλεια βάρους 10 κ. είναι δυνατόν να παράγει μείωση της τάξεως του 15% στα επίπεδα χοληστερόλης ΧΠΛ και 8% χοληστερόλης ΥΠΛ [21].
Η σχέση της υπέρτασης (υψηλής αρτηριακής πίεσης) με την παχυσαρκία έχει αναφερθεί αρκετές φορές και το ποσοστό της υπέρτασης που αποδίδεται στην παχυσαρκία έχει υπολογιστεί γύρω στο 30-65% στους δυτικούς πολιτισμούς. Για την ακρίβεια, η αρτηριακή πίεση αυξάνεται ανάλογα με το ΔΜΣ: για κάθε 10 κ. αύξησης βάρους, η αρτηριακή πίεση ανεβαίνει κατά 2-3mm Hg. Αντίστροφα, η απώλεια βάρους προκαλεί πτώση της αρτηριακής πίεσης και, τυπικά, με κάθε 1% μείωση του σωματικού βάρους, η αρτηριακή πίεση πέφτει κατά 1-2mm Hg.
Η εξάπλωση της υπέρτασης στα υπέρβαρα άτομα είναι σχεδόν τρεις φορές υψηλότερη σε σχέση με τον υπόλοιπο ενήλικο πληθυσμό και ο κίνδυνος υπέρτασης για τα υπέρβαρα άτομα ηλικίας 20-44 είναι σχεδόν έξι φορές μεγαλύτερος σε σχέση με τον υπόλοιπο ενήλικο πληθυσμό.
5.3. Καρκίνος
Παρά το γεγονός ότι δεν έχει αποσαφηνιστεί ακόμα η σχέση της παχυσαρκίας με τον καρκίνο, διάφορες έρευνες έχουν εντοπίσει έναν συσχετισμό ανάμεσα στο υπερβολικό βάρος και την εκδήλωση συγκεκριμένων μορφών καρκίνου, ειδικά τις ορμονοεξαρτώμενες και γαστρεντερικές μορφές καρκίνου. Σύμφωνα με καταγραφές, μεγαλύτερο κίνδυνο για καρκίνο του μαστού, του ενδομητρίου, των ωοθηκών και του τραχήλου διατρέχουν οι παχύσαρκες γυναίκες, ενώ υπάρχουν κάποιες ενδείξεις για αυξημένο κίνδυνο καρκίνου του προστάτη και του ορθού για τους άνδρες. Ο σαφέστερος συσχετισμός είναι εκείνος με τον καρκίνο του παχέος εντέρου, για τον οποίο η παχυσαρκία αυξάνει τον κίνδυνο κατά σχεδόν τρεις φορές τόσο στους άνδρες όσο και στις γυναίκες.
5.4. Οστεοαρθρίτιδα
Εκφυλιστικά νοσήματα των αρθρώσεων που φέρουν το βάρος του σώματος, όπως το γόνατο, αποτελούν πολύ κοινές επιπλοκές της παχυσαρκίας και του υπερβολικού βάρους [22]. Κατά κανόνα, το περιττό βάρος θεωρείται αιτία της μηχανικής βλάβης των αρθρώσεων. Επιπροσθέτως, η οσφυαλγία είναι πιο συνηθισμένη στα παχύσαρκα άτομα και ίσως είναι ένας από τους λόγους που συμβάλλουν στην απουσία από την εργασία λόγω παχυσαρκίας.
5.5. Ψυχολογικοί παράγοντες
Σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες η παχυσαρκία αποτελεί σημαντικό λόγο στιγματισμού με την έννοια τόσο της αντιληπτής ανεπιθύμητης σωματικής εμφάνισης όσο και των ελαττωμάτων του χαρακτήρα που υποτίθεται ότι υποδεικνύει. Ακόμα και παιδιά ηλικίας έξι ετών αντιλαμβάνονται τα παχύσαρκα παιδιά ως «τεμπέλικα, βρώμικα, ανόητα, άσχημα, ψεύτες και απατεώνες» [23].
Τα παχύσαρκα άτομα αναγκάζονται να αντιπαλέψουν τις διακρίσεις. Σύμφωνα με μελέτη, οι υπέρβαρες γυναίκες νεαρής ηλικίας στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής κερδίζουν σημαντικά λιγότερα χρήματα από τις υγιείς γυναίκες που δεν είναι υπέρβαρες ή από τις γυναίκες με άλλα χρόνια προβλήματα υγείας [24].
Η καταναγκαστική υπερφαγία συναντάται με αυξημένη συχνότητα στα παχύσαρκα άτομα και πολλά άτομα με αυτήν τη διατροφική διαταραχή έχουν μακρύ ιστορικό με αδηφαγικές διαταραχές και διακυμάνσεις βάρους [25].
6. Ποιες είναι οι οικονομικές επιπτώσεις της παχυσαρκίας και του υπερβολικού βάρους;
Διεθνείς μελέτες σχετικά με τις οικονομικές επιπτώσεις της παχυσαρκίας έχουν δείξει ότι αντιστοιχούν στο 2% και 7% των συνολικών δαπανών υγειονομικής περίθαλψης, με το ποσοστό να διακυμαίνεται ανάλογα με τον τρόπο που διεξήχθη η ανάλυση [15]. Στη Γαλλία, για παράδειγμα, οι άμεσες οικονομικές επιπτώσεις των νοσημάτων που σχετίζονται με την παχυσαρκία (όπως είναι οι δαπάνες για την προσωπική υγειονομική περίθαλψη, η νοσοκομειακή περίθαλψη, οι ιατρικές υπηρεσίες και τα φάρμακα για νοσήματα που έχουν καθιερωμένη σχέση με την παχυσαρκία) ισοδυναμούν με το 2% περίπου των συνολικών δαπανών υγειονομικής περίθαλψης [26]. Στην Ολλανδία, το συνολικό ποσοστό των δαπανών γενικής ιατρικής της χώρας που αποδίδονται στην παχυσαρκία και το υπερβολικό βάρος είναι περίπου 3–4% [27].
Στην Αγγλία, υπολογίζεται ότι οι ετήσιες οικονομικές επιπτώσεις της παχυσαρκίας είναι περίπου 0,5 δισεκατομμύρια λίρες Αγγλίας για τις Εθνικές Υπηρεσίες Υγείας και ο αντίκτυπος για την οικονομία υπολογίζεται περίπου στα 2 δισεκατομμύρια λίρες Αγγλίας. Ο εκτιμώμενος αντίκτυπος της παχυσαρκίας σε ανθρώπινο δυναμικό αντιστοιχεί σε 18 εκατομμύρια μέρες ασθενείας το χρόνο, 30.000 θανάτους το χρόνο, που οδηγούν σε 40.000 χαμένα χρόνια επαγγελματικής ζωής και μειωμένη διάρκεια ζωής περίπου εννέα χρόνια κατά μέσο όρο [28].
7. Ποιες ομάδες ανθρώπων ευθύνονται για την προώθηση του υγιεινού τρόπου ζωής;
Η προώθηση της υγιεινής διατροφής και των αυξημένων επιπέδων φυσικής δραστηριότητας για τον έλεγχο του υπερβολικού βάρους και της παχυσαρκίας πρέπει να συγκεντρώνει την ενεργή συμμετοχή πολλών ομάδων, όπως είναι οι κυβερνήσεις, οι επαγγελματίες του χώρου της υγείας, η βιομηχανία τροφίμων, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και οι καταναλωτές. Η κοινή ευθύνη τους έχει σχέση με την προώθηση υγιεινών διατροφικών μοντέλων που είναι χαμηλά σε λιπαρά, πλούσια σε σύνθετους υδατάνθρακες, ενώ έχουν μεγάλη περιεκτικότητα σε φρέσκα φρούτα και λαχανικά.
Απαιτείται μεγαλύτερη έμφαση στις βελτιωμένες ευκαιρίες φυσικής δραστηριότητας, ειδικά με την αυξανόμενη αστικοποίηση, τη γήρανση του πληθυσμού και την παράλληλη αύξηση του χρόνου που αφιερώνεται σε καθιστικές ενασχολήσεις.
Βιβλιογραφία
World Heath Organisation, Physical status: the use and interpretation of anthropometry. Report of a WHO Expert Committee. WHO Technical Report Series, No 854, 1995.
Han, T.S., et al., The influences of height and age on waist circumference as an index of adiposity in adults. International Journal of Obesity, 1997. 21: p. 83-89.
Lean, M.E.J., T.S. Han, and C.E. Morrison, Waist circumference as a measure for indicating the need for weight management. British Medical Journal, 1995. 311: p. 158-161.
Lean, M.E.J., T.S. Han, and J.C. Seidell, Impairment of health and quality of life in people with large waist circumference. Lancet, 1998. 351: p. 853-856.
Lemieux, S., et al., Sex differences in the relation of visceral adipose tissue accumulation to total body fatness. American Journal of Clinical Nutrition, 1993. 58: p. 463-467.
Martinez, J.A., Body-weight regulation: causes of obesity. Proceedings of the Nutrition Society, 2000. 59(3): p. 337-345.
Astrup, A., et al., Low fat diets and energy balance: how does the evidence stand in 2002? Proceedings of the Nutrition Society, 2002. 61(2): p. 299-309.
Stubbs, R.J., et al., Covert manipulation of dietary fat and energy density: effect on substrate flux and food intake in men eating ad libitum. American Journal of Clinical Nutrition, 1995. 62: p. 316-329.
Bell, E.A., et al., Energy density of foods affects energy intake in normal weight women. American Journal of Clinical Nutrition, 1998. 67: p. 412-420.
DiPietro, L., Physical activity in the prevention of obesity: current evidence and research issues. Medicine and Science in Sports and Exercise, 1999. 31: p. S542-546.
Fogelholm, M., N. Kukkonen, and K. Harjula, Does physical activity prevent weight gain: a systematic review. Obesity Reviews, 2000. 1: p. 95-111.
American College of Sports Medicine, Appropriate intervention strategies for weight loss and prevention of weight regain for adults. Medicine and Science in Sports and Exercise, 2001. 33: p. 2145-2156.
Glenny, A., et al., A systematic review of the interventions for the treatment of obesity, and the maintenance of weight loss. International Journal of Obesity and Related Disorders, 1997. 21: p. 715-737.
WHO MONICA Project, Risk factors. International Journal of Epidemiology, 1989. 18 (Suppl 1): p. S46-S55.
World Heath Organisation, Obesity:preventing and managing the global epidemic. WHO Technical Report Series 894. 2000: Geneva.
Ruston, D., et al., National Diet and Nutrition Survey: adults aged 19 to 64 years. Volume 4, Nutritional status (anthropometry and blood analytes), blood pressure and physical activity. 2004, TSO: London.
Sproston, K. and P. Primetesta, Health Survey of England 2002. Volume 1, The health of children and young people. 2003, The Stationery Office: London.
Lean, M.E.J., Pathophysiology of obesity. Proceedings of the Nutrition Society, 2000. 59(3): p. 331-336.
Parillo, M. and G. Riccardi, Diet composition and the risk of Type 2 diabetes: epidemiilogical and clinical evidence. British Journal of Nutrition, 2004. In press.
Hubert, H.B., et al., Obesity as an independent risk factor for cardiovascular disease: a 26-year follow-up of participants in the Framingham Heart Study. Circulation, 1983. 67: p. 968-977.
Dattilo, A.M. and P.M. Kris-Etherton, Effects of weight reduction on blood lipids and lipoproteins: a meta analysis. American Journal of Clinical Nutrition, 1992. 56: p. 320-328.
Seidell, J.C., et al., Overweight and chronic illness – a retrospective cohort study, with follow-up of 6-17 years, in men and women initially 20-50 years of age. Journal of Chronic Diseases, 1986. 39: p. 585-593.
Wadden, T.A. and A.J. Stunkard, Social and psychological consequences of obesity. Annals of Internal Medecine, 1985. 103: p. 1062-1067.