Γερμανία
Γράφει ο Σωτήρης Χατζηγάκης, πρώην υπουργός*
Είναι γεγονός πως πάντοτε τα ευρωπαϊκά κράτη είχαν δισταγμούς και επιφυλάξεις -όχι παράλογες και αδικαιολόγητες- απέναντι στη Γερμανία.
Γιατί δεν μπορούσαν να παραβλέψουν ένα θεμελιώδες ιστορικό γεγονός: την κατακτητική διάθεση της Γερμανίας, η οποία εκδηλώθηκε -κατά τους τρεις τελευταίους αιώνες- είτε ως ιστορική νοοτροπία, είτε ως αρρωστημένη ιδεοληψία. Μεταπολεμικά, τα κατακτητικά βιώματα της Γερμανίας προβλήθηκαν μέσα στην ενωμένη Ευρώπη, οδηγώντας στην «υποταγή» της.
Το 1978, η Ευρώπη, έπειτα από πρόταση του Δυτικογερμανού καγκελάριου Χ. Σμιτ, προχώρησε στη σύσταση του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος με την καθιέρωση του ECU και με την εγγύηση της Bundesbank. Αυτό σήμαινε για την Ευρώπη αντικατάσταση του δολαρίου από το γερμανικό μάρκο. Ηταν μια πρώτη (οικονομική) νίκη των Γερμανών επί των άλλων κρατών της Ευρώπης μετά τις ήττες τους στους δύο Παγκόσμιους Πολέμους.
Επακολούθησε η επανένωση το 1990, με τη συναίνεση των Ευρωπαίων, παρ᾽ όλο που κατά βάθος ανησυχούσαν ιδιαίτερα. Ο Φρανσουά Μιτεράν, ωστόσο, με φιλάρεσκη βεβαιότητα και πλάνη οικτρή, διακήρυσσε τον Νοέμβριο του 1989: «Δεν είμαι υποχρεωμένος να κάνω οτιδήποτε για να εμποδίσω την επανένωση. Οι Σοβιετικοί θα το κάνουν για μένα. Δεν θα επιτρέψουν ποτέ τη μεγάλη Γερμανία ακριβώς απέναντί τους».
Ο Κολ, λοιπόν, «χρυσώνοντας το χάπι» στους Γάλλους με κάποιες οικονομικές παροχές (ιδιαίτερα στον αγροτικό τομέα), προχώρησε στην επανένωση της Γερμανίας. Ετσι, μια ενωμένη και ισχυρή Γερμανία, με τις γνωστές της ιδεοληψίες, ζωντάνεψε ξανά στο κέντρο της Ευρώπης.
Η τρίτη νίκη της Γερμανίας επί της Ευρώπης ήταν η Συνθήκη του Μάαστριχτ (1992), όπως εν συνεχεία αναμορφώθηκε από τη Συνθήκη του Αμστερνταμ, πέντε χρόνια αργότερα. Στη Συνθήκη του Μάαστριχτ καταργήθηκε η ρήτρα αλληλεγγύης, με το πρόσχημα να μην επιβραβεύονται οι αποτυχημένοι.
Συγχρόνως άρχισε η οικοδόμηση του ευρώ ως ακριβούς αντίγραφου του γερμανικού μάρκου. Παράλληλα οι Γερμανοί επέβαλαν δραστικά μέτρα για τη συμμετοχή των νότιων κρατών στο νέο νόμισμα, εξουσιοδοτώντας την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να επιβάλλει πρόστιμα στις απείθαρχες κυβερνήσεις.
[irp posts=”92706″ name=”Πούτιν: Μήνυμα στη Γερμανία για την επίθεση”]
Παραβάτες όμως των αρχών αυτών δεν ήταν μόνον οι «απείθαρχοι» Νότιοι, αλλά και οι Γερμανοί και οι Γάλλοι. Ετσι, το 2004, ο επίτροπος για την Ενιαία Αγορά, Ολλανδός Φριτς Μπόλκεσταϊν, διαπίστωνε προστατευτικές πολιτικές (ενισχύσεις και επιδοτήσεις) από τις νότιες χώρες προς ορισμένες εθνικές τους εταιρείες.
Την ίδια περίπου εποχή διαπιστώνεται πως Γερμανία και Γαλλία έχουν παραβεί τους όρους του Μάαστριχτ και η μεν Γαλλία εμφανίζει έλλειμμα 4,1%, η δε Γερμανία 3,9% του ΑΕΠ. Βέβαια, κανένα μέτρο κύρωσης δεν τέθηκε σε κίνηση. Γιατί η «προτεσταντική ηθική» εφαρμοζόταν πάντοτε μόνον στους «διεφθαρμένους» Νότιους!
Κατά τα τρία χρόνια που ακολούθησαν την επανένωση της Γερμανίας, τα συνολικά ποσά τα οποία μεταβιβάστηκαν ώς το τέλος του 2003 από τη Δυτική στην Ανατολική είχαν ύψος 1,3 τρισ. ευρώ, περίπου. Οι Γερμανοί αύξησαν τις κρατικές τους δαπάνες (για εργασία, παιδεία, υγεία, μεταφορές κ.λπ.), με αποτέλεσμα να εκτιναχθεί στα ύψη ο πληθωρισμός της ενωμένης πλέον χώρας.
Η Bundesbank αναγκάστηκε να αυξάνει σταθερά τα επιτόκια, για να σταματήσει τις πληθωριστικές πιέσεις. Στην πραγματικότητα, ο Κολ εξήγαγε το κόστος της επανένωσης και οι Ευρωπαίοι εταίροι της Γερμανίας υποχρεώθηκαν να μοιραστούν το φορτίο. Ηταν άλλη μια νίκη της Γερμανίας επί της Ευρώπης.
Η σημερινή Γερμανία, εφαρμόζοντας στην αρχή της κρίσης μια πολιτική υψηλών επιτοκίων δανεισμού, εκμεταλλεύτηκε το παγκόσμιο οικονομικό «τσουνάμι» σε βάρος κυρίως των ευρωπαϊκών λαών του Νότου. Η υποταγή βέβαια της Ευρώπης και ιδιαίτερα του Νότου ολοκληρώνεται με τα διαβόητα «πακέτα διάσωσης». Με αυτά η Γερμανία κάλυψε τα χρέη των δικών της τραπεζών (κατά το έγκυρο Bloomberg έφταναν το ύψος των 547 δισ.).
Με άλλα λόγια, οι τράπεζες του «συνετού» Βορρά και του «ηθικού προτεσταντισμού» -κατά βάση η Bundesbank, καθώς και οι άλλες μικρότερες γερμανικές- δάνεισαν περισσότερα απ’ όσα μπορούσαν να διαθέσουν εν γνώσει της αδυναμίας εκτελέσεως των υποχρεώσεών τους. Στη συνέχεια κάλυψαν τις δικές τους ζημιές και τα χρέη τους με τους εκβιασμούς και τις «αφαιμάξεις» που επέβαλαν σε βάρος των λαών υπό το πρόσχημα της «διάσωσής» τους.
Μπορεί, βέβαια, η Ευρώπη μεταπολεμικά να επιδίωκε τη συλλογική αμνησία, ακολουθώντας τη γνωστή παραίνεση του Ισοκράτη προς τους Αθηναίους στο τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου: «Ας κυβερνήσουμε συλλογικά, σαν να μη συνέβη κανένα κακό». Δεν θα έπρεπε ωστόσο οι λαοί και τα κράτη της Ευρώπης να παραβλέψουν πως οι Γερμανοί δεν απεμπόλησαν ποτέ μέχρι σήμερα τις κυριαρχικές τους αντιλήψεις, που είναι ριζωμένες βαθιά στη συλλογική τους συνείδηση.
Εφημερίδα των Συντακτών