Με μια διεισδυτική απάντηση στο γιατί δεν έχει τέλος το δράμα στη Συρία, επιχειρεί ο Μαξ Φίσερ των «New York Times».
Οι εμφύλιες συγκρούσεις αγγίζουν πλέον τον έκτο τους χρόνο και σχεδόν όλες τις παγκόσμιες και περιφερειακές δυνάμεις έχουν εμπλακεί σε αυτές.
Ολόκληρο το άρθρο:
Υπάρχει ένα βασικό στοιχείο του εμφύλιου πόλεμου της Συρίας που δεν φαίνεται να αλλάζει όσο και να περνά ο καιρός: Η ενδογενής τάση του να ματαιώνει κάθε απόπειρα επίλυσης του.
Παρά τις πολλές στρατιωτικές επιχειρήσεις, τις ειρηνευτικές συνομιλίες και τις ξένες επεμβάσεις, συμπεριλαμβανομένης της τουρκικής εισβολής αυτήν την εβδομάδα σε μια πόλη στα σύνορα των δύο χωρών, η μόνη ένδειξη που φαίνεται να αλλάζει -και αυτή προς το χειρότερο- είναι εκείνη που αντικατοπτρίζει την ταλαιπωρία και τον πόνο των Σύριων πολιτών.
Η ακαδημαϊκή έρευνα σχετικά με τους εμφύλιους πολέμους, στο σύνολό τους, αποκαλύπτει το γιατί. Η μέση τέτοια σύγκρουση διαρκεί συνήθως περίπου για μια δεκαετία, δύο φορές τον χρόνο που έχει διαρκέσει η εμφύλια διαμάχη στη Συρία μέχρι στιγμής. Αλλά υπάρχει μια σειρά παραγόντων που μπορούν να κάνουν τους πλέον βίαιους από αυτούς περίπου αδύνατον να σταματήσουν. Σχεδόν όλοι από αυτούς δείχνουν να ισχύουν στην περίπτωση της Συρίας.
Οι περισσότεροι σχετίζονται με τις ξένες επεμβάσεις που πραγματοποιούνται και ενώ αρχικά έχουν ως στόχο να σταματήσουν τον πόλεμο, ενσωματώνονται τελικά σε ένα αδιέξοδο όπου η βία ανατροφοδοτείται και οι συνήθεις δρόμοι για την ειρήνη κλείνουν ερμητικά. Το γεγονός ότι η βασική σύγκρουση δεν περιορίζεται ανάμεσα σε δυο αντιπάλους, αλλά αντιθέτως συμμετέχουν σε αυτή πολλά μέρη, λειτουργεί επίσης ενάντια στην όποια επίλυση.
Όταν ρώτησαν «ποιες άλλες συγκρούσεις στην ιστορία είχαν παρόμοια δυναμική», την Barbara F. Walter, μια καθηγήτρια του Πανεπιστήμιου του Σαν Ντιέγκο και κορυφαία επιστήμονα στο πεδίο των εμφύλιων πολέμων, εκείνη σιώπησε για λίγο για να σκεφτεί. Στην συνέχεια εγκατέλειψε την προσπάθεια: Δεν υπήρχε καμία παρόμοια συνθήκη.
«Αυτή είναι μια πραγματικά πολύ δύσκολη κατάσταση», είπε.
1. Σύγκρουση μέχρι εσχάτων
Οι περισσότεροι εμφύλιοι πόλεμοι τελειώνει όταν η μία πλευρά χάνει. Αυτή η ήττα προκύπτει είτε από μια στρατιωτική ήττα, είτε γιατί εξαντλεί τα όπλα του, είτε γιατί χάνει την λαϊκή υποστήριξη και αναγκάζεται να συνθηκολογήσει. Περίπου το ένα τέταρτο των εμφυλίων πολέμων καταλήγει σε μια ειρηνευτική συμφωνία, όταν και οι δύο πλευρές του έχουν εξαντληθεί.
Αυτό θα μπορούσε να συμβεί και στην περίπτωση της Συρίας: οι βασικοί αντίπαλοι – η κυβέρνηση και οι αντάρτες, που ξεκίνησαν την σύγκρουση τους το 2011 – έχουν ήδη φτάσει στα όρια τους και είναι και οι δύο πολύ αδύναμοι και, από μόνοι τους, δεν θα μπορούσαν να συντηρήσουν τον αγώνα τους για μεγάλο χρονικό διάστημα ακόμη.
Αλλά δεν είναι μόνοι τους! Κάθε πλευρά υποστηρίζεται από ξένες δυνάμεις – συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών, της Ρωσίας, του Ιράν, της Σαουδικής Αραβίας και τώρα και της Τουρκίας.
Οι παρεμβάσεις που έχουν δημιουργήσει ένα περιβάλλον στη Συρία που κυριαρχεί το χάος και η αταξία. Με άλλα λόγια, οι δυνάμεις που κανονικά θα παρεμπόδιζαν την διαμάχη από το να κλιμακώνεται απουσιάζουν, επιτρέποντάς της να συνεχίζεται για πολύ περισσότερο από ό,τι θα συνέβαινε σε κάθε άλλη περίπτωση.
Οι δυνάμεις της κυβέρνησης και των ανταρτών εξοπλίζονται και υποστηρίζονται από δυνάμεις στο εξωτερικό, πράγμα που σημαίνει ότι οι «εφεδρείες» τους δεν πρόκειται ποτέ να εξαντληθούν. Επίσης, η πολιτική υποστήριξη που λαμβάνουν από ξένες κυβερνήσεις τους κάνει να αποφεύγουν το πραγματικό κόστος του πολέμου, γεγονός που διαφορετικά θα μπορούσε να πιέσει προς την κατεύθυνση της ειρήνης να τελειώσει.
Αυτός είναι ο λόγος, σύμφωνα με τον James D. Fearon, καθηγητή του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ ο οποίος μελετά τους εμφύλιους πολέμους, που ευθύνεται για τη μακρά διάρκεια αυτής της σύγκρουσης. «Αν έχετε εξωτερική παρέμβαση και στις δύο πλευρές, η διάρκεια της εμφύλιας διαμάχης είναι σημαντικά μεγαλύτερη», υποστηρίζει.
Οι μάχες στο έδαφος περιλαμβάνουν επίσης τη συμμετοχή Κούρδων ανταρτών, οι οποίοι έχουν σημαντική υποστήριξη από ξένες δυνάμεις , καθώς και αυτή του Ισλαμικού Κράτους, το οποίο δεν στηρίζεται εμφανώς από κάποιο κράτος. Αλλά οι φιλοκυβερνητικές και οι αντιπολιτευόμενες δυνάμεις και οι χορηγοί τους αποτελούν την κεντρική σύγκρουση του πολέμου.
2. Κανείς δεν μπορεί να χάσει – Κανείς δεν μπορεί να κερδίσει
Οι ξένες δυνάμεις δεν έχουν απλώς εξαφανίσει κάθε μηχανισμό που θα οδηγούσε στην ειρήνη, αλλά έχουν εισάγει αυτό-τροφοδοτούμενους μηχανισμούς που εντείνουν το αδιέξοδο.
Κάθε φορά που μία πλευρά χάνει έδαφος, οι ξένες δυνάμεις παρεμβαίνουν δυναμικά, αυξάνοντας την παρουσία τους στο έδαφος στέλνοντας πολύτιμες προμήθειες και υποστηρίζοντας από αέρος τις επιχειρήσεις των «προστατευόμενων» τους, διαιωνίζοντας έτσι την πολεμική αντιπαράθεση.
Στη συνέχεια, όταν αυτή η πλευρά αρχίζει να επικρατεί, είναι η σειρά των ξένων δυνάμεων που υποστηρίζουν την αντίπαλη πλευρά να παρέμβουν ενισχύοντας τον φαύλο κύκλο της βίας. Κάθε κλιμάκωση είναι λίγο ισχυρότερη από αυτήν στην οποία έρχεται να προστεθεί, επιταχύνοντας έτσι το σπιράλ θανάτου και πλήττοντας την ισορροπία που ακόμη και ο πόλεμος έχει.
Αυτή είναι η αμετάβλητη ιστορία της εμφύλιας σύγκρουσης στη Συρία σχεδόν από το ξέσπασμα της. Στα τέλη του 2012, ο επίσημος στρατός της Συρίας υπέστη σημαντικές ήττες και τότε το Ιράν παρενέβη δυναμικά για λογαριασμό του. Στις αρχές του 2013, οι κυβερνητικές δυνάμεις ανέκαμψαν και τότε ήταν σειρά των πλούσιων κρατών του Κόλπου να παρέμβουν, πλημμυρίζοντας τους αντάρτες με όπλα και προμήθειες. Αρκετούς γύρους αντιπαράθεσης αργότερα, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ρωσία έχουν ενταχθεί πλέον για τα καλά στην σύγκρουση.
Αυτές οι ξένες δυνάμεις είναι αρκετά ισχυρές για να υποστηρίξουν σχεδόν κάθε κλιμάκωση της σύγκρουσης, όσο ακραία και αν είναι. Κανείς δεν μπορεί να αναγκάσει τον αντίπαλο του σε μια ολοκληρωτική ήττα, καθώς η αντίπαλη πλευρά διατηρεί πάντα εφεδρείες -και έτσι ο κύκλος της βίας συνεχίζεται σχεδόν από μόνος του. Ακόμη και οι πιο φυσικές διακυμάνσεις που παρατηρούνται στις γραμμές της μάχης, μπορούν να προκαλέσουν έναν νέο γύρο συμπλοκών.
Κατά τη διάρκεια του περασμένου έτους, για παράδειγμα, οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν υποστηρίξει ενεργά τους Κούρδους της Συρίας, στην μάχη τους εναντίον των δυνάμεων του ισλαμικού κράτους. Όταν όμως η θέσεις των Κούρδων ενισχύθηκαν σημαντικά, αυτό προκάλεσε την έντονη ανησυχία της Τουρκίας, η οποία πολεμά τη δική της κουρδική κοινότητα και καταπνίγει την εξέγερση της. Αυτή την εβδομάδα, η Τουρκία επενέβη στρατιωτικά για να καταλάβει την συριακή πόλη Jarabulus, υποστηριζόμενη από τις Ηνωμένες Πολιτείες, με σκοπό να προλάβει τους Κούρδους από το να την καταλάβουν πρώτοι. (Οι Ηνωμένες Πολιτείες υποστήριζαν και τους Κούρδους ταυτόχρονα σε αυτήν τους την προσπάθεια -ως σαν οι συμμαχίες να μην ήταν ήδη αρκετά περίπλοκες)
«Έχουμε την τάση να σκεφτόμαστε ότι η κατάσταση είναι τόσο κακή όσο θα μπορούσε να είναι», λέει ο καθηγητής Walter και προσθέτει: «Στην πραγματικότητα θα μπορούσε να γίνει ακόμη χειρότερη»!
3. Η δομή του πολέμου ενθαρρύνει τις θηριωδίες
Η σύγκρουση στη Συρία έχει χαρακτηρισθεί από επανειλημμένες, μαζικές και αδιάκριτες δολοφονίες αμάχων, από όλες τις εμπλεκόμενες πλευρές. Αυτό δεν οφείλεται απλά και μόνο στην «κακία» των αντίπαλων πλευρών, αλλά είναι περισσότερο συνδεδεμένες με κάτι ακόμη πιο ισχυρό και δομικό: την διάρθρωση των κινήτρων τους.
Στους περισσότερους εμφύλιους πολέμους, οι αντιμαχόμενες δυνάμεις εξαρτώνται από τη λαϊκή υποστήριξη για να πετύχουν τους στόχους τους. Αυτό αποτελεί το λεγόμενο «ανθρώπινο τοπίο», όπως εμπειρογνώμονες των εξεγέρσεων το αποκαλούν, προσφέροντας έτσι σε όλες τις πλευρές ένα ισχυρό κίνητρο για την προστασία των αμάχων και την ελαχιστοποίηση των φρικαλεοτήτων, κάτι που σε πολλες περιπτώσεις έχει αποδειχθεί καθοριστικό.
Σε έναν πόλεμο όμως όπως αυτός της Συρίας, στον οποίο και η κυβέρνηση και η αντιπολίτευση βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στις ξένες δυνάμεις για τη στήριξη τους, η ενθάρρυνση της ακριβώς αντίθετης συμπεριφοράς είναι συνήθως αυτή που επικρατεί, σύμφωνα με έρευνα των Reed M. Wood, Jacob D. Kathman και Stephen E. Gent, πολιτικοί επιστήμονες στα Πανεπιστήμια της Αριζόνα, της Νέας Υόρκης και της Βόρειας Καρολίνας, αντίστοιχα.
Επειδή οι μαχητές στην Συρία στηρίζονται σχεδόν εξ ολοκλήρου στην εξωτερική βοήθεια, αντί αυτής του τοπικού πληθυσμού, έχουν ελάχιστα κίνητρα για την προστασία των αμάχων. Στην πραγματικότητα, η δυναμική που επικρατεί καθιστά συχνά τον τοπικό πληθυσμό μια πιθανή απειλή και όχι έναν αναγκαίο πόρο για τα σχέδια τους.
Το κίνητρο να ωθήσουν τα πράγματα προς μια κατεύθυνση που θα «αξιοποιεί τη συλλογική βία και τον τρόμο ως παράγοντα διαμόρφωσης των συμπεριφορών του πληθυσμού», είναι πολύ ισχυρό όπως διαπιστώνουν οι ερευνητές. Οι εικόνες που βλέπουμε από νεκρές μητέρες και τα παιδιά τους είναι σκόπιμες και στοχευμένες. Διότι δεν σκοτώθηκαν από την τρέλα ή σκληρότητα του πολέμου απλώς, αλλά χρησιμοποιούνται ψυχρά, κάτω από την λογική της χειραγώγησης.
Στην πραγματικότητα, οι αδιάκριτες επιθέσεις κατά αμάχων μπορεί να φέρνουν βραχυπρόθεσμα κάποιους κινδύνους, αλλά «χαρίζουν» συγχρόνως και σημαντικά «οφέλη», καθώς διαταράσσουν τον έλεγχο ή την τοπική υποστήριξη του εχθρού, αποδυναμώνουν τις όποιες τυχόν απειλές και δίνουν το απαραίτητο έδαφος για να λεηλατηθούν πόροι.
ΟΙ φιλοκυβερνητικές δυνάμεις έχουν πραγματοποιήσει όντως τις περισσότερες επιθέσεις εναντίον αμάχων, αλλά και οι μαχητές της αντιπολίτευσης έχουν συμμετάσχει σε αντίστοιχες βαρβαρότητες. Μεταξύ των ανταρτών, κάποιες μεμονωμένες ομάδες που αρνούνται να επιτεθούν σε αμάχους, έχουν καταλήξει σε μειονεκτική θέση σε σύγκριση με τις ομάδες που επιλέγουν αυτόν τον τρόπο συμπλοκής.
4. Ο φόβος της ήττας παγιώνει ένα τρομερό στάτους κβο
Το παρόν αδιέξοδο υπαγορεύεται επίσης από την αβεβαιότητα για το μέλλον. Κανείς δεν είναι σίγουρος τι θα προκύψει σε μια μεταπολεμική Συρία, όπως και το πώς η χώρα θα φτάσει σε αυτό το σημείο.
Ο καθένας όμως μπορεί να φανταστεί μια ακόμα χειρότερη κατάσταση για το μέλλον. Αυτό δημιουργεί μια έντονη καχυποψία για την αλλαγή του status quo και έτσι οι μαχητές είναι περισσότερο ανήσυχοι για τη διατήρηση του, από το να διακινδυνεύσουν την αλλαγή του.
Όπως λέει και ο καθηγητής Fearon του Στάνφορντ: «Είναι πιο σημαντικό αυτή τη στιγμή να εμποδίσουν την αντίπαλη πλευρά από το να νικήσει, από ότι είναι το να κερδίσουν οι ίδιοι».
Κάθε ξένη δύναμη που εμπλέκεται στη διαμάχη έχει συνειδητοποιήσει ότι κανείς δεν μπορεί να κερδίσει σε αυτό το σημείο που έχει φτάσει η σύγκρουση, αλλά όλες φοβούνται την επικράτηση της άλλης πλευράς. Η Σαουδική Αραβία και το Ιράν, για παράδειγμα, βλέπουν τη Συρία ως ένα πεδίο μάχης για την επικράτηση τους ως περιφερειακές δυνάμεις εξουσίας τους και η οποία ήττα τους θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τα δικά τους καθεστώτα πίσω στις πατρίδες τους.
Ακόμα και αν ο πόλεμος της Συρίας είναι μακροπρόθεσμα μια επίπονη διαμάχη για όλες τις πλευρές, αυξάνοντας ακόμη περισσότερο τον εξτρεμισμό και την αστάθεια στην περιοχή, βραχυπρόθεσμα, ο φόβος της ήττας ωθεί όλες τις εμπλεκόμενες πλευρές στη διατήρηση μιας αέναης και αμφίρροπης μάχης.
Αυτό επιτείνεται ακόμη περισσότερο από τη δυναμική που επικρατεί στη λήψη των αποφάσεων και που χαρακτηρίζεται από την χαλαρή δομή των «συνασπισμών». Κάθε αντιμαχόμενη πλευρά αποτελείται από διάφορους παράγοντες, με εξωφρενικά διαφορετικές ατζέντες και προτεραιότητες. Συχνά, το μόνο στο οποίο μπορούν να συμφωνήσουν γρήγορα είναι ότι θέλουν να αποφύγουν πάση θυσία την ήττα. Είναι μια στρατηγική του «ελάχιστου κοινού παρονομαστή».
Υπάρχει λόγος να πιστεύουμε ότι η Ρωσία, για παράδειγμα, θα ήθελε τον Πρόεδρο Μπασάρ αλ-Ασαντ της Συρίας να παραιτείται, ή τουλάχιστον να κάνει κάποιες παραχωρήσεις για την επίτευξη της ειρήνη. Αλλά η Ρωσία δεν μπορεί να τον αναγκάσει να ενεργήσει, αλλά ούτε και μπορεί απλά να εγκαταλείψει τη Συρία, απεμπολώντας τα συμφέροντά της εκεί. Ο κ Άσαντ, εν τω μεταξύ, ίσως να επιθυμεί μια ακόμη πιο δυναμική επέμβαση από τη Ρωσία που θα του εξασφάλιζε τη νίκη, κάτι που όμως η Μόσχα δεν είναι πρόθυμη να του παράσχει.
Το αποτέλεσμα; Ο Άσαντ παραμένει στη θέση του και η Ρωσία παρεμβαίνει μόνο όσο χρειάζεται για να τον διατηρήσει στη θέση του.
5. Τα αντίπαλα μέρη στη διαμάχη στη Συρία δημιουργήθηκαν για να πολεμήσουν, και όχι να νικήσουν
Η συριακή κυβέρνηση και οι αντάρτες που την μάχονται είναι εσωτερικά αδύναμοι και δείχνουν να προτιμούν ένα αδιέξοδο, όσο τρομερό και αν είναι, παρά ένα βιώσιμο αποτέλεσμα.
Οι κορυφαίοι ηγέτες της Συρίας ανήκουν ως επί το πλείστον στη θρησκευτική μειονότητα των Αλεβιτών, η οποία αποτελεί ένα μικρό ποσοστό του πληθυσμού της χώρας, αλλά ένα μεγάλο μέρος των στελεχών των δυνάμεων ασφαλείας. Μετά από χρόνια πολέμου, οι Αλεβίτες φοβούνται ότι θα μπορούσαν να βρεθούν αντιμέτωποι με τη γενοκτονία τους, σε περίπτωση που ο Άσαντ δεν εξασφαλίσει μια ολοκληρωτική νίκη.
Αλλά μια τέτοια νίκη φαίνεται εξαιρετικά απίθανη, εν μέρει επειδή το καθεστώς της μειονότητας των Αλεβίτων «τους προσδίδει πολύ μικρή λαϊκή υποστήριξη για να αποκαταστήσουν την τάξη με κάθε άλλον τρόπο πάρα με τη βία. Έτσι, οι ηγέτες της Συρίας έχουν οδηγηθεί στο να πιστεύουν ότι το αδιέξοδο είναι ο καλύτερος τρόπος για να διατηρηθεί η ασφάλεια των Αλεβιτών ακόμη και σήμερα, παρ’ όλο που κάτι τέτοιο αυξάνει τους κινδύνους για το μακροπρόθεσμο μέλλον τους.
Η αντιπολίτευση της Συρίας από την άλλη είναι εξίσου αδύναμη, αλλά με έναν διαφορετικό τρόπο. Είναι πρώτα από όλα κατακερματισμένη, αποτελούμενη από πολλες διαφορετικές ομάδες, κάτι που συνήθως παρατείνει τις εμφύλιες συγκρούσεις και καθιστά την ειρηνική επίλυση τους σχεδόν αδύνατη.
Μια μελέτη των ειρηνευτικών προσπαθειών του ΟΗΕ από το 1945 και μέχρι σήμερα διαπίστωσε ότι αυτές κατάφεραν να επιλύσει σχεδόν τα δύο τρίτα των εμφύλιων πολέμων που ξέσπασαν σε αυτήν την περίοδο, αλλά μόνο το ένα τέταρτο αυτών χαρακτηριζόντουσαν ως «πολύπλευρες», όπως συμβαίνει στην περίπτωση της Συρίας.
Το πεδίο μάχης στην Συρία είναι ένα σύνθετο πολύγωνο, με μια σειρά από ομάδες ανταρτών που περιλαμβάνουν μετριοπαθείς ισλαμιστές, θυγατρικές της Αλ Κάιντα, συμμάχους του Ισλαμικού Κράτους, την λιβανέζικη σιιτική πολιτοφυλακή της Χεζμπολάχ και ξένους μαχητές που μετέχουν στο όνομα της τζιχάντ.
Κάθε μία από αυτές τις δυνάμεις έχει τους δικούς τους στόχους, οι οποίοι περιορίζουν σημαντικά τους όρους μιας ενδεχόμενης ειρηνευτικής συμφωνίας. Καθεμία από αυτές τις ομάδες έχει επίσης ισχυρό κίνητρο να πολεμήσει τις άλλες ομάδες για τους πόρους κατά τη διάρκεια του πολέμου και για τα κέρδη παραχώρησης, αργότερα, μετά τη λήξη του.
Αυτός είναι και ο λόγος που οι πολύπλευρες αυτές αντιθέσεις οδηγούν την όποια ειρηνευτική διαδικασία σε αποτυχία. Ακόμα κι αν κατάφερναν να ανατρέψουν την κυβέρνηση, αρχικός κοινός στόχος, ένας δεύτερος πόλεμος, αυτή τη φορά αναμεταξύ τους θα ήταν πιθανόν να ξεσπάσει.
6. Οι κίνδυνοι της επικράτησης
Ο μόνος σίγουρος τρόπος για να σπάσει ένα τέτοιο αδιέξοδο θα ήταν αν η μία από τις δυο πλευρές επικρατούσε περισσότερο από την άλλην. Επειδή όμως η σύγκρουση στη Συρία περιλαμβάνει πια τις δυο κορυφαίες στρατιωτικές μηχανές του κόσμου, αυτή της Ρωσίας και αυτή των Η.Π.Α., μόνο μια εισβολή πλήρους κλίμακας θα μπορούσε να οδηγήσει σε αυτό το αποτέλεσμα.
Στην καλύτερη περίπτωση, αυτό θα απαιτούσε μια μακρόχρονη εμπλοκή, κάτι σαν την αμερικάνικη εισβολή στο Ιράκ ή στο Αφγανιστάν. Στη χειρότερη, μια εμπόλεμη ζώνη με τόσες πολλες ξένες δυνάμεις παρούσες θα μπορούσε να οδηγήσει σε έναν ευρύ, περιφερειακό πόλεμο.
Μια άλλη εξέλιξη που θα μπορούσε να οδηγήσει σε επίλυση θα ήταν αν μια από τις ξένες δυνάμεις που εμπλέκονται, άλλαζε την εξωτερική της πολιτική και αποφάσιζε να απεμπλακεί. Αυτό θα επέτρεπε στην άλλη πλευρά να επικρατήσει με ευκολία και γρήγορα.
Αλλά στη Συρία, αυτό γίνεται ακόμη πιο περίπλοκο καθώς κάθε πλευρά δεν υποστηρίζεται από μόνο μια ξένη δύναμη και έτσι η αποχώρηση θα πρέπει να είναι ταυτόχρονη από πολλά διαφορετικά κράτη.
7. Ένα σημαντικό εμπόδιο για την ειρήνη: Δεν υπάρχουν ειρηνευτικές δυνάμεις
Οι ειρηνευτικές προσπάθειες συχνά πετυχαίνουν ή όχι αν μπορέσουν να απαντήσουν στο ερώτημα του ποιος θα ελέγχει τις στρατιωτικές δυνάμεις μετά τη λήξη της σύγκρουσης. Στη Συρία, αυτό μπορεί να αποτελεί μια ερώτηση χωρίς απάντηση.
Δεν είναι απλά θέμα απληστίας, αλλά περισσότερο ένα ζήτημα εμπιστοσύνης.
Μετά από έναν πόλεμο τόσο βίαιο όπως αυτός της Συρίας, κατά τη διάρκεια του οποίου περισσότεροι από 400.000 άνθρωποι έχουν σκοτωθεί, οι άνθρωποι που έχουν πάρει τα όπλα εύλογα φοβούνται ότι θα σφαγιαστούν σε περίπτωση που αντίπαλος τους εξασφαλίσει πολύ μεγάλη στρατιωτική δύναμη. Αλλά συγχρόνως, μια συμφωνία που θα έδινε στις αντίπαλες πλευρές ισότιμη στρατιωτική δύναμη θα δημιουργούσε έναν εξίσου υψηλό κίνδυνο υποτροπής σε πόλεμο. Το ίδιο ισχύει και αν επιτραπεί στους αντάρτες να κρατήσουν τα όπλα και την ανεξαρτησία τους – ένα μάθημα που ο κόσμος έμαθε από την περίπτωση της Λιβύη.
Ταυτόχρονα, θα πρέπει να υπάρχει ενός είδους ένοπλου σώματος που θα φροντίσει για την αποκατάσταση της ασφάλειας και την εκκαθάριση των πολιτοφυλακών που τώρα δρουν ανεξέλεγκτα.
Συχνά, η λύση δίνεται από έναν διεθνή οργανισμό, όπως είναι τα Ηνωμένα Έθνη, που στέλνει ειρηνευτικές δυνάμεις για να διατηρήσουν τη συμφωνία. Αυτές οι δυνάμεις ελέγχουν την κατάσταση κατά τη διάρκεια της μετάβασης της χώρας προς την ειρήνη και παρέχουν ένα βασικό επίπεδο ασφάλειας με τέτοιον τρόπο που δεν θα παρακινούσε τις δύο πλευρές να επανεξοπλιστούν.
Αλλά ποια χώρα θα προσέφερε εθελοντικά αυτή τη στιγμή στρατιώτες της για μια τέτοια αποστολή στη Συρία, επ ‘αόριστον, ιδιαίτερα μετά και την εμπειρία της εισβολής των ΗΠΑ στο Ιράκ;
Οποιαδήποτε ξένη δύναμη θα προσφερόταν θα αποτελούσε τον «καλύτερο» στόχο για τους τζιχάντιστες και τους τρομοκράτες και θα μπορούσε πιθανό να οδηγήσει σε μια ακόμη πιο βίαιη εξέγερση που θα μπορούσε να κρατήσει για χρόνια και να κοστίσει εκατοντάδες ή χιλιάδες ζωές.
8. Μια ενδογενής τάση προς την καταστροφή
Όπως λέει ο καθηγητής Fearon, απαριθμώντας τους λόγους για τους οποίους ο πόλεμος στη Συρία δεν μπορεί να τελειώσει, «στην καλύτερη περίπτωση, η μία πλευρά θα συρθεί αργά προς την έξοδο από τη συμπλοκή και μια πύρρειος νίκη που θα τη συνοδεύσει, θα υποβαθμίσουν τον πόλεμο σε μια εξέγερση χαμηλότερου επίπεδου, σε μια σειρά τρομοκρατικών επιθέσεων, ή κάτι αντίστοιχο».
Το χειρότερο σενάριο είναι κατά πολύ χειρότερο!
Σύμφωνα με ένα άρθρο που δημοσιεύθηκε το 2015 από τους καθηγητές Walter και Pollack, ειδικούς για τα θέματα της Μέσης Ανατολής, «η στρατιωτική νίκη σε έναν εμφύλιο πόλεμο έρχεται συχνά με ένα τρομακτικό τίμημα (ακόμα γενοκτονία) και τα επίπεδα της βίας ενάντια των ηττημένων, συμπεριλαμβανομένων των άμαχων πληθυσμών τους είναι πολύ υψηλά».
Μια τέτοια εξέλιξη θα μπορούσε να οδηγήσει σε έναν νέο γύρο συγκρούσεων στη Μέση Ανατολή, καθώς: «οι ομάδες που έχουν επικρατήσει σε έναν εμφύλιο πόλεμο συχνά στρέφουν τη δύναμη που έχουν αποκτήσει από αυτήν τους τη νίκη κατά γειτονικών κρατών, με αποτέλεσμα το ξέσπασμα διακρατικών πολέμων».
Αυτή δεν θα ήταν μια εξέλιξη που θα επιθυμούσε ο οποιοσδήποτε από τους εμπλεκόμενους στη Συρία, αλλά ίσως είναι το αναπόφευκτο αποτέλεσμα των ενεργειών πολλών εγχώριων και ξένων δυνάμεων που μετέχουν στη σύγκρουση στη Συρία και που ωθούν τη χώρα στις πιο σκοτεινές της μέρες… και ίσως αυτές δεν έχουν καν ακόμη φτάσει!