Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια των ευρωπαϊκών τραπεζών ανέρχονται στο 2,8% του συνόλου, σύμφωνα με τα στοιχεία του Ιουνίου, και έχουν αυξηθεί κατά 0,2 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το τέταρτο τρίμηνο του 2019.
Το σχέδιό της για να βοηθήσει τις τράπεζες να αντιμετωπίσουν τα κόκκινα δάνεια ευκολότερα και να συνεχίσουν να δανείζουν σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις παρουσίασε σήμερα η Κομισιόν.
Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια αναμένεται να αυξηθούν στην Ευρώπη το 2021, όταν λήγουν τα έκτακτα μέτρα του μορατόριουμ που εφαρμόζονται εξαιτίας της πανδημίας.
Ο επικεφαλής της τραπεζικής εποπτείας της ΕΚΤ, Αντρέα Ενρία, έχει προειδοποιήσει για ένα «τεράστιο κύμα» κόκκινων δανείων, που θα μπορούσε να ξεπεράσει τα 1,4 τρισ. δολάρια.
«Σήμερα προτείνουμε ένα πακέτο μέτρων τα οποία, ενώ προσφέρουν προστασία του δανειολήπτη, μπορούν να βοηθήσουν να αποτραπεί μία αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων παρόμοια με εκείνη που σημειώθηκε μετά την προηγούμενη χρηματοοικονομική κρίση», είπε ο επίτροπος Χρηματοοικονομικών Υπηρεσιών Μάρεντ Μακ Γκίνες.
Η Κομισιόν προτείνει τη δημιουργία ενός δικτύου bad banks, το οποίο θα στηρίζεται από μία κεντρικά βάση δεδομένων, προκειμένου να βελτιωθεί η διαφάνεια.
Πάντως, το σχέδιο δεν προτείνει τη δημιουργία μίας πανευρωπαϊκής bad bank, όπως έχει ζητήσει ο Ενριά, καθώς η επίτευξη συμφωνίας για κάτι τέτοιο θα σπαταλούσε «πολύτιμο χρόνο», σύμφωνα με Ευρωπαίο αξιωματούχο.
Εν καιρώ, οι bad banks θα χρειάζεται να χρησιμοποιήσουν ένα πρότυπο, για να διασφαλίσουν ότι τα στοιχεία για τα κόκκινα δάνεια είναι συγκρίσιμα σε όλη την Ευρώπη.
Οι Βρυξέλλες θέλουν επίσης μεγαλύτερη σύγκλιση ανάμεσα στα πτωχευτικά δίκαια των χωρών μελών και προτείνουν μία τράπεζα που αγοράζει κόκκινα δάνεια να μην χρειάζεται να βάλει στην άκρη περισσότερα κεφάλαια από τον πωλητή.
Η πρόταση της Κομισιόν αναφέρει επίσης ότι στις τράπεζες που ήδη αντιμετωπίζουν προβλήματα, δεν θα πρέπει να δοθεί κρατική βοήθεια για την αντιμετώπιση του οικονομικού σοκ του κορωνοϊού.
Οι δράσεις και οι τέσσερις στόχοι του σχεδίου
Προκειμένου να δοθούν στα κράτη μέλη και στον χρηματοπιστωτικό τομέα τα απαραίτητα εργαλεία για την αντιμετώπιση της αύξησης των μη εξυπηρετούμενων δανείων εγκαίρως, η Επιτροπή προτείνει μια σειρά δράσεων με τέσσερις βασικούς στόχους:
1) Περαιτέρω ανάπτυξη των δευτερογενών αγορών των NPLs: Αυτό θα επιτρέψει στις τράπεζες να “ξεφορτωθούν” τα NPLs από τους ισολογισμούς τους, διασφαλίζοντας παράλληλα την περαιτέρω ενίσχυση της προστασίας των δανειοληπτών. Ένα βασικό βήμα σε αυτήν τη διαδικασία είναι η έγκριση της πρότασης της Επιτροπής για τους διαχειριστές και τους αγοραστές πιστώσεων, η οποία συζητείται επί του παρόντος από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο. Αυτοί οι κανόνες θα ενισχύσουν την προστασία των δανειοληπτών στις δευτερογενείς αγορές
Η Επιτροπή συστήνει τη δημιουργία ενός κεντρικού κόμβου ηλεκτρονικών δεδομένων σε επίπεδο ΕΕ προκειμένου να ενισχυθεί η διαφάνεια της αγοράς. Ένας τέτοιος κόμβος θα λειτουργούσε ως “αποθήκη” δεδομένων που θα στηρίξει την αγορά NPL προκειμένου να επιτρέψει μια καλύτερη ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ όλων των εμπλεκόμενων παραγόντων (πωλητές πιστώσεων, αγοραστές πιστώσεων, διαχειριστές πιστώσεων, εταιρείες διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων (AMC) και ιδιωτικές πλατφόρμες NPL) έτσι ώστε τα NPL αντιμετωπιστούν με αποτελεσματικό τρόπο. Μετά από δημόσια διαβούλευση, η Επιτροπή θα διερευνήσει πολλές εναλλακτικές λύσεις για τη δημιουργία κόμβου δεδομένων σε ευρωπαϊκό επίπεδο και θα καθορίσει την καλύτερη στρατηγική. Μία από τις επιλογές θα μπορούσε να είναι η δημιουργία του κόμβου δεδομένων με την επέκταση της αρμοδιότητας του υφιστάμενου Ευρωπαϊκού DataWarehouse (ED).
2) Μεταρρύθμιση της νομοθεσίας της ΕΕ περί αφερεγγυότητας και ανάκτησης χρεών: Αυτό θα συμβάλει στη σύγκλιση των διαφόρων πτωχευτικών πλαισίων σε ολόκληρη την ΕΕ, διατηρώντας παράλληλα υψηλά πρότυπα προστασίας των καταναλωτών. Η σύγκλιση θα αυξήσει την νομική ασφάλεια και θα επιταχύνει την ανάκτηση της αξίας προς όφελος τόσο του πιστωτή όσο και του οφειλέτη. Η Επιτροπή καλεί το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο να καταλήξουν γρήγορα σε συμφωνία σχετικά με τη νομοθετική πρόταση για τους ελάχιστους κανόνες εναρμόνισης σχετικά με την ταχεία εξωδικαστική αναγκαστική εκτέλεσης εμπράγματων ασφαλειών (AECE), την οποία πρότεινε η Επιτροπή το 2018.
3) Στήριξη της σύστασης και της συνεργασία εθνικών εταιρειών διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων (AMC), δηλαδή εθνικών bad banks, σε επίπεδο ΕΕ: Οι εταιρείες διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων είναι οχήματα που παρέχουν ανακούφιση στις τράπεζες επιτρέποντάς τους να αφαιρέσουν NPLs από τους ισολογισμούς τους. Αυτό βοηθά τις τράπεζες να εστιάσουν εκ νέου στο δανεισμό σε βιώσιμες εταιρείες και νοικοκυριά αντί να διαχειρίζονται τα NPLs. Η Επιτροπή είναι έτοιμη να υποστηρίξει τα κράτη μέλη στη δημιουργία εθνικών AMC – εάν το επιθυμούν – και θα διερευνήσει πώς θα μπορούσε να ενισχυθεί η συνεργασία με τη δημιουργία ενός δικτύου εθνικών AMC της ΕΕ.
Ενώ οι εθνικές bad banks είναι πολύτιμες επειδή επωφελούνται από την εγχώρια εμπειρογνωμοσύνη, ένα δίκτυο εθνικών AMC της ΕΕ θα μπορούσε να δώσει τη δυνατότητα στις εθνικές οντότητες να ανταλλάσσουν βέλτιστες πρακτικές, να επιβάλλουν δεδομένα και πρότυπα διαφάνειας και να συντονίζουν καλύτερα τις δράσεις. Το δίκτυο των AMC θα μπορούσε επιπλέον να χρησιμοποιήσει τον κεντρικό κόμβο δεδομένων για να συντονιστούν και να συνεργαστούν έτσι οι εθνικές bad banks μεταξύ τους, προκειμένου να ανταλλάξουν πληροφορίες για επενδυτές, οφειλέτες και διαχειριστές. Η πρόσβαση σε πληροφορίες σε αγορές NPL θα απαιτήσει την τήρηση όλων των σχετικών κανόνων προστασίας δεδομένων σχετικά με τους οφειλέτες.
4) Προληπτικά μέτρα: Ενώ ο τραπεζικός τομέας της ΕΕ βρίσκεται συνολικά σε πολύ πιο υγιή θέση από ό, τι μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση, τα κράτη μέλη εξακολουθούν να έχουν διαφορετικές “απαντήσεις” στο μέτωπο της οικονομικής πολιτικής. Δεδομένων των ειδικών συνθηκών της τρέχουσας κρίσης στον τομέα της υγείας, οι αρχές έχουν τη δυνατότητα να εφαρμόσουν προληπτικά μέτρα δημόσιας στήριξης, όπου απαιτείται, για να διασφαλίσουν τη συνεχή χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας βάσει της οδηγίας για την ανάκαμψη και εξυγίανση των τραπεζών της ΕΕ και τα πλαίσια κρατικών ενισχύσεων.