Πούτιν και Ερντογάν ακολούθησαν αυτό που επιτάσσει το στρατηγικό συμφέρον της χώρας τους.
Παρά τα περί του αντιθέτου διακινούμενα από γνωστούς κύκλους στην Ελλάδα που θεωρούν ότι οποιοσδήποτε άλλος θα λύσει τα προβλήματα της χώρας, το τηλεφώνημα των δυο ηγετών διήρκεσε 40 λεπτά και το κλίμα περιγράφεται ως τουλάχιστον καλό, με τη συνομιλία να είναι «πολύ εποικοδομητική και πολύ θετική».
Όλα γίνονται ευκολότερα όταν η συνομιλία έχει τους κατάλληλους τόνους, οπότε διευκολύνθηκε ο Τούρκος πρόεδρος να εκφράσει την προσωπική του απολογία και αυτή της τουρκικής κυβέρνησης για την κατάρριψη του Su-24 παραδεχόμενος επί της ουσίας ότι δεν έπρεπε ποτέ να έχει συμβεί.
Όπως φάνηκε από χθες, η πολύνεκρη τρομοκρατική επίθεση στο αεροδρόμιο της Κωνσταντινούπολης διευκόλυνε την κατάσταση, αφού λόγια συμπάθειας προς τον τουρκικό λαό και συλλυπητήρια διατυπώθηκαν από τον Πούτιν, δίνοντας πάλι μετά από πολύ καιρό την αίσθηση ότι υπήρξε κοινός τόπος. Η τρομοκρατία είναι γνωστή και δοκιμασμένη συνταγή στις σύγχρονες διεθνείς σχέσεις που κάνει θαύματα, τουλάχιστον μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001.
Το ζητούμενο πλέον για την Ελλάδα είναι η θέση της και το μέλλον της στον νέο περιφερειακό καταμερισμό ισχύος και επιδίωξης εξεύρεσης ισορροπίας ανάμεσα στα συμφέροντα κάθε πλευράς. Δυστυχώς, η Ελλάδα δεν είναι παρούσα στις εξελίξεις διπλωματικά, όπως η Κύπρος, το Ισραήλ,, η Τουρκία και η Ρωσία.
Με αυτή την εκ πρώτης όψεως απαξιωτική αναφορά εννοούμε την ύπαρξη ενός στρατηγικού σχεδίου που επιδιώκεται με συνέπεια, ώστε αν δεν μπορεί να κατοχυρώσει τα εθνικά συμφέροντα να περιορίσει όσο είναι δυνατό τη ζημιά που νομοτελειακά θα προσπαθήσει ο αντίπαλος να σου επιφέρει.
Την ίδια στιγμή, η «μαλθακή» διπλωματική παρουσία, χωρίς πρωτοβουλίες και συναίσθηση της κατάστασης, σε καθιστά ελκυστικό στόχο για την απόσπαση ανταλλαγμάτων ακόμα και σε «φίλους» (τα εισαγωγικά έχουν την έννοια της μη αποδοχής του όρου αυτού στο λεξικό των διεθνών σχέσεων).
Ο πολιτικός κόσμος της χώρας δεν δείχνει να αντιλαμβάνεται την κρισιμότητα της κατάστασης που διαμορφώνεται, ή ακόμα και να το αντιλαμβάνεται δεν φαίνεται διατεθειμένος να συνεννοηθεί στη βάση του ότι δεν μπορούμε να περιμένουμε από καμία δύναμη εξυπηρέτηση των συμφερόντων μας, αν δεν επιχειρήσουμε να προωθήσουμε ένα «αφήγημα» δικό μας που αφορά στο μέλλον της περιοχής, με τέτοιον τρόπο δομημένο ώστε να προσπορίζει χειροπιαστά οφέλη από αυτούς που επιθυμούμε να εξασφαλίσουμε στήριξη.