Το ασφαλιστικό πρόβλημα της χώρας, ιδίως κατά τα τελευταία 20 έτη, συνιστά μείζον εθνικό θέμα. Κάθε νόμος που έρχεται για να… επιλύσει το πρόβλημα, συνιστά την αντίστροφη μέτρηση για τον επόμενο νόμο.
Κάθε καθυστέρηση στην αντιμετώπιση του, συνιστά πρόσθετο μελλοντικό κόστος, το οποίο επιφυλάσσει πάντα έναν πιο “φουσκωμένο” λογαριασμό για κάθε επόμενη γενιά.
Του Λουκά Γεωργιάδη
Το 1990, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, ήταν ο πρωθυπουργός που ήρθε να… χαλάσει την ησυχία του ελληνικού λαού, ανατρέποντας τις σταθερές ενός συστήματος πλασματικής ευημερίας, το οποίο έγινε δεύτερη φύση στον Έλληνα, μέσα από τις γαλαντόμες πολιτικές που εφήρμοσε ο Ανδρέας Παπανδρέου.
Κατά τη δεκαετία του ΄80, το πληθωριστικό χρήμα μέσω διπλασιασμού των μισθών, οι δύο αποτυχημένες υποτιμήσεις, η διόγκωση των δαπανών του κράτους, το ξεχαρβάλωμα δια της εξασφάλισης παρασιτικών παροχών και το δόγμα “ο λαός στην εξουσία”, αποτέλεσαν το… μπουρλότο στα θεμέλια της οικονομίας, του ασφαλιστικού συστήματος και εν τέλει του δημοσίου χρέους.
Όλα αυτά στον μέσο πολίτη φάνταζαν ως… νεοφιλελεύθερα και αποκρουστικά. “Φάγαμε ψωμί με τον Ανδρέα”, λέγαμε σχεδόν όλοι. Φάγαμε το τυρί, αλλά δεν συνειδητοποιήσαμε ότι πιαστήκαμε στη… φάκα.
Ουδείς μπορούσε να συλλάβει τις μελλοντικές παρενέργειες μιας παρά φύσει οικονομικής λογικής που ήταν “επενδυμένη” με λαϊκιστικά συνθήματα. Για να το πούμε πιο απλά, ώστε να γίνει αντιληπτό. Είναι σαν να έχεις ένα μικρό παιδί με σακχαρώδη διαβήτη και για να μην… κλαίει, οι γονείς το ταίζουν με γλυκά και “βρώμικο” φαγητό, περιμένοντας να αναπτυχθεί υγιώς!
Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης προσπάθησε να εξηγήσει στον ελληνικό λαό ότι ο υψηλός πληθωρισμός είναι ο εχθρός του αδύναμου. Είπε για μία χρονιά να μην δοθούν αυξήσεις στους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων με το περίφημο “0%+0%=14%” και έγινε… ανέκδοτο.
Απλά, ο άνθρωπος έκανε αυτό που θα συμβούλευε κάθε πρωθυπουργό ένας πρωτοετής φοιτητής οικονομικής σχολής. Δηλαδή, ότι απαιτείται για μία χρονιά μηδενική αύξηση στους μισθούς του Δημοσίου για να υποχωρήσει ο πληθωρισμός από το 23% που ήταν τότε, στο 14%. Γιατί υψηλός πληθωρισμός, σημαίνει τριτοκοσμική χώρα με επιτόκια, πανωτόκια και σχεδόν μηδενικό ενδιαφέρον για επενδύσεις.
Από κει και πέρα, η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, διέγνωσε εγκαίρως ότι το ελληνικό οικοδόμημα έχει μια απασφαλισμένη “βόμβα” στα θεμέλια του. Και αυτή η “βόμβα” δεν ήταν άλλη, από το ασφαλιστικό. Έβλεπε πολύ μακριά. Δεκαετίες μπροστά.
Η αναλογία του 1 συνταξούχου προς 6 εργαζομένους στις αρχές της δεκαετίας του ΄80, έτεινε να ανατραπεί βιαίως. Συνεπώς, σε μια χώρα με υψηλό δημόσιο χρέος, το συμμάζεμα του εν δυνάμει υπερ-ελλειμματικού ασφαλιστικού αποτελούσε θέμα υψίστης εθνικής σημασίας.
Τουλάχιστον για όσους έχουν ένα όραμα να μην χρεοκοπήσει η χώρα τους. Και φυσικά δεν είναι μόνο το ασφαλιστικό.
Η υψηλή φορολογία αποτρέπει τις επενδύσεις και φυσικά, τροφοδοτεί την παραοικονομία. Απ΄ όπου και να το… πιάσουμε, τα πάντα παραπέμπουν στο… σουρωτήρι.
Όσο νερό και να του ρίξεις, ξέρεις πού θα καταλήξει… Ο ασφαλιστικός νόμος της κυβέρνησης Μητσοτάκης με πρωτεργάτες τους Γιώργο Σουφλιά και Δημήτρη Σιούφα, έδωσε παράταση στο σύστημα για πολλά χρόνια.
Υπό την προϋπόθεση ότι θα γίνουμε μια σύγχρονη οικονομία με λιγότερο κράτος και περισσότερες ιδιωτικές επενδύσεις. Η δρομολογημένη ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωζώνη και η απαλλαγή μας από την πληθωριστική δραχμή, απαιτούσε δραστικές λύσεις βραχυμεσοπρόθεσμου πολιτικού κόστους και μεσομακροπρόθεσμου οικονομικού και κοινωνικού οφέλους. Οι λύσεις αυτές θα έπρεπε να δοθούν από τον έτερο πόλο του πολιτικού μας συστήματος, δηλαδή το ΠΑΣΟΚ.
Ήταν Νοέμβριος του 2000. Μόλις 12 μήνες πριν βάλουμε στην τσέπη μας το ευρώ. Η τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ με πρωθυπουργό τον Κώστα Σημίτη, κάνει το μεγάλο άλμα στο κενό, δρομολογώντας την ασφαλιστική μεταρρύθμιση του υπουργού Εργασίας και Καθηγητή Οικονομικών Τάσου Γιαννίτση.
Ενός ανθρώπου με μυαλό, εξαιρετική κατάρτιση και γνώση. Ενός σπάνιου χαρακτήρα που ήταν πάντα με το μέρος της αλήθειας και του ρεαλισμού. Ήταν μια μεταρρύθμιση που θα έσπαγε πολλά ταμπού.
Το ΠΑΣΟΚ της ανερμάτιστης δεκαετίας του ΄ 80, έπρεπε να ωριμάσει. Έπρεπε να αφήσει κατά μέρος τις ατάκες “φάγαμε ψωμί” και να διαμορφώσει τις προϋποθέσεις για να οργωθεί το χωράφι,
να γίνει η σπορά, να έρθει η ώρα του θερισμού, να πάμε το αλεύρι στον μύλο και να φάμε ψωμί! Περίεργα πράγματα! Εμείς βλέπαμε μόνο το ψωμί και όχι το χωράφι ή τον σπόρο…
Αν είχε εφαρμοστει η μεταρρύθμιση Γιαννίτση, σήμερα οι συντάξεις θα ήταν πολύ υψηλότερες.
Ωστόσο, ο λαϊκισμός του παπανδρεϊκού ΠΑΣΟΚ, επικεφαλής του οποίου ήταν ο Άκης Τσοχατζόπουλος, ήταν αρκετός για να κινητοποιήσει περίπου 1.000.000 διαδωλωτές στο κέντρο της Αθήνας. Ήταν τότε που ο μετέπειτα καταδικασμένος Άκης, είχε απειλήσει ευθέως ότι θα ρίξει την κυβέρνηση.
Ήταν τότε που για πρώτη φορά στα χρονικά, ανακοινώθηκε ανασχηματισμός ο οποίος έγινε μετά από κάμποσες εβδομάδες! Ήταν τότε που η Νέα Δημοκρατία, ως αξιωματική αντιπολίτευση δεν αποτελούσε μέρος του προβλήματος, αλλά μέρος της λύσης. Κι όμως, αυτό το περιβάλλον έμεινε ανεκμετάλλευτο, γιατί “ο λαός δεν ήθελε”.
Το νομοσχέδιο Γιαννίτση δεν πέρασε γιατί έθιγε τα κρατικοδίαιτα “ρετιρέ”. Οι λελογισμένες συντάξεις τότε, θα ήταν πολύ υψηλότερες σε σχέση με αυτές που υπάρχουν σήμερα, μετά τις περικοπές.
Και κυρίως πρέπει να αντιληφθούμε ότι αυτές οι περικοπές που έγιναν, ήταν αναπόφευκτες καθώς είχε έρθει το πλήρωμα του χρόνου για να πληρώσουμε το τίμημα της τότε αμετροέπειας και του λαϊκισμού. Εν ολίγοις, βγάλαμε τα μάτια μας. Και που καταλήξαμε σήμερα; Σε δυσμενέστερους όρους. Γιατί τα προβλήματα της οικονομίας έχουν έναν βασικό εχθρό: τον χρόνο. Είναι σαν την αρρώστια.
Αν τη διαγνώσεις έγκαιρα, η θεραπεία είναι ήπια και με τεράστιες πιθανότητες επιτυχίας. Αν χάσεις πολύτιμο χρόνο και οι βλάβες επεκταθούν, τότε μόνο..,. μαύρες σκέψεις κάνεις.
Μετά τον αναβρασμό του Νοεμβρίου 2000, ήρθε ένα ασφαλιστικό επί υπουργίας Ρέππα, το οποίο, έκλεινε το… μάτι προς την τακτοποίηση των εσωκομματικών ανισορροπιών του ΠΑΣΟΚ, παρά επεδίωκε να δώσει απαντήσεις για τη βιωσιμότητα του συστήματος.
Αν λάβουμε υπόψιν και την ατολμία επί των ημερών της Νέας Δημοκρατίας την περίοδο 2004-2009 (Νόμος Πετραλιά), αλλά και την… ανατίναξη της Lehman Brothers στις ΗΠΑ, τότε όλα όσα ακολούθησαν ήταν… απολύτως φυσιολογικά.
Και φυσικά, λίγο αργότερα, όταν τελείωσαν τα εύκολα δανεικά και έπρεπε να συμμαζέψουμε το… τσαντίρι μας, μας έφταιγαν η Μέρκελ, ο Σόιμπλε, ο Βεστερβέλε και η… Ντόιτσε Βέλλε!
Το ΠΑΣΟΚ έφερε την κύρια ευθύνη για το γεγονός ότι δεν ήθελε να προχωρήσει σε πραγματικές τομές, για να αποτρέψει τα χειρότερα, ενώ δεδομένη ήταν και η ατολμία της Νέας Δημοκρατίας, για να μην ανοίξει μέτωπα και την κατηγορήσουν για “ανάλγητες νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις”.
Μεγάλοι ωφελημένοι όλης αυτής της κατάστασης και ταυτόχρονα “αφεντικά” της πορείας διολίισθησης της χώρας προς την παρακμή, ήταν τα συντεχνιακά συμφέροντα. Κρατικοδίαιτοι “γύπες”, κομματικοί εγκάθετοι και το κακό συναπάντημα.
΄Και φυσικά, σε αυτήν τη γραμμή προσχώρησε και ο ΣΥΡΙΖΑ με τα… σκισμένα μνημόνια και όλα τα κωμικοτραγικά που συνέβησαν το 2015 και μετά. Όταν κατάλαβαν και αυτοί τις… ανοησίες που έκαναν, το κοντέρ της ζημίας στην οικονομία “έγραφε” 200 δισ. ευρώ και πλέον.
Η κακοδαιμονία αυτής της χώρας, έγκειται στο… αγύριστο κεφάλι μας και στη… σφυροδρεπανοειδή μορφή του εγκεφάλου. Βρισκόμαστε στην εποχή της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης και κάποιοι βρίσκονται στο 1917! Η πορεία του ασφαλιστικού μας ζητήματα κατά τις τελευταίες δεκαετίες, αποτελεί τον καθρέφτη μας. Είτε δημοσιονομικά, είτε κοινωνικά. Όταν έπρεπε δεν ήμασταν διορατικοί και όταν δεν έπρεπε, ήμασταν καταστροφικοί.
Βέβαια, το κλάμα για το χυμένο γάλα από την καρδάρα που εμείς κλωτσήσαμε, δεν λύνει το πρόβλημα. Οι αποφάσεις που έπρεπε να παρθούν και δεν πάρθηκαν, θα έπρεπε να μας έχουν βάλει μυαλό.
Η χώρα δεν μπορεί να πορευτεί με τα χρεοκοπημένα συνθήματα των οπισθοδρομικών που προέρχονται απ΄ όλους τους χώρους. Ο κόσμος κάνει άλματα και εμείς ασχολούμαστε με… ανοησίες.
Μάλιστα, η υγειονομική περιπέτεια έφερε και θα φέρει πολλές ανατροπές.
Οι ανατροπές αυτές μπορούν να μετατραπούν σε πλεονέκτημα, αν πάψουμε να είμαστε μίζεροι και κακομοίρηδες. Ωστόσο, ο Νοέμβριος του 2000 θα μας συνοδεύει για δεκαετίες.
Εμείς οι μεγαλύτεροι θα θυμόμαστε τον Ανδρέα Παπανδρέου, τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, τον Τάσο Γιαννίτση, τον Νοέμβριο του 2000 και θα ατενίζουμε το μέλλον, κουνώντας το κεφάλι για τα λάθη του παρελθόντος…