Γράφει ο Πέτρος Γκάτζιος, Αναλυτής ΚΕΔΙΣΑ
Στην ανάλυση που έκανα αμέσως μετά τη Δήλωση ΕΕ-Τουρκίας δύο μήνες πριν, είχα διατυπώσει τις επιφυλάξεις μου σχετικά με την εφαρμογή της συμφωνίας αυτής, θεωρώντας πως η ΕΕ επί της ουσίας έκλεινε τα μάτια στο προσφυγικό/μεταναστευτικό πρόβλημα και το εναπόθετε σε Ελλάδα-Τουρκία, περιοριζόμενη σε ενίσχυση οικονομικής και ανθρωπιστικής φύσεως και χωρίς να αυξάνει τους αριθμούς των ανθρώπων που τα Κράτη-Μέλη (Κ-Μ) είναι πρόθυμα να δεχτούν.
Μεταξύ άλλων είχα επισημάνει και τον κίνδυνο που υπάρχει από τον αποκλεισμό από τη συμφωνία όσων μεταναστών/προσφύγων βρίσκονταν ήδη στην Ελλάδα, και οι οποίοι θα παραμείνουν στη χώρα έως ότου υλοποιηθεί για κάποιους από αυτούς το πρόγραμμα μετεγκατάστασης σε χώρες της ΕΕ.
Δύο μήνες μετά, μπορεί να ισχυριστεί κάποιος πως η συμφωνία είχε αποτέλεσμα; Αν αναλογιστεί κάποιος πως οι ροές μειώθηκαν κατά περίπου 90%, σαφώς και η συμφωνία ήταν αποτελεσματική. Είναι όμως έτσι;
Οπωσδήποτε σε αυτό το σημείο υπήρξε τεράστια πρόοδος, προσωπικά όμως προτιμώ να κοιτάω το δάσος και όχι το δέντρο, καθώς η συμφωνία δεν αφορά μόνο τις αφίξεις και όποιος επιχειρηματολογεί με βάση αυτή τη διαπίστωση απλά βάζει το πρόβλημα κάτω από το χαλί. Τι εννοώ:
Η συμφωνία του Μαρτίου, αποτέλεσε ένα “σχέδιο B”, καθώς το “σχέδιο Α” για μετεγκατάσταση και επανεγκατάσταση το 2015 είχε αποτύχει και εξακολουθεί να αποτυγχάνει (βλ. παρακάτω).
Ο Επίτροπος για τη Μετανάστευση Δημήτρης Αβραμόπουλος (18/05) περιγράφει με γλαφυρό τρόπο το διακύβευμα: «Η πρόοδος που σημειώσαμε πρόσφατα στην αναχαίτιση του επιχειρηματικού μοντέλου των λαθροδιακινητών μπορεί να διατηρηθεί μόνο εάν ανοίξει παράλληλα μια ασφαλής νόμιμη δίοδος για τους αιτούντες άσυλο. Είναι σημαντικό να εντείνουμε τις προσπάθειές μας και να υλοποιήσουμε πλήρως τον μηχανισμό 1:1 ως μέρος της συμφωνίας ΕΕ-Τουρκίας».
Πόσοι νέοι παράτυποι μετανάστες που φθάσανε στα ελληνικά νησιά μέσω Τουρκίας από τις 20/03 έχουν επιστραφεί σε αυτήν; Μέχρι την 4η Μαΐου 384 στους 5874!
Πόσοι Σύριοι έχουν επιστραφεί στην Τουρκία και αντίστοιχα τόσοι έχουν επανεγκατασταθεί με το σχήμα 1:1 από 04/04; 14 μέχρι αρχές Μαΐου.
Παρόλο που ημερησίως οι αφίξεις έπεσαν από περίπου 2000 σε κάτω από 100, και η Ιταλία ξεπέρασε τον Απρίλιο την Ελλάδα (9000 αφίξεις) ως κύρια πύλη εισόδου μεταναστών/ προσφύγων, η Ελλάδα δυστυχώς εξακολουθεί να βρίσκεται υπό πίεση.
Οι εγκαταστάσεις σε νησιά και ηπειρωτική χώρα δεν αρκούν, ο πληθυσμός είναι μεγαλύτερος από εκείνο που μπορεί να φιλοξενηθεί-ελεγχθεί, καθημερινά υπάρχει ένταση μεταξύ διαφόρων εθνικοτήτων, ενώ αρκετοί με το πέρασμα της 25μερης κράτησης, αφήνονται ελεύθεροι να περιφέρονται μέχρι να διεκπεραιωθεί η αίτηση ασύλου τους.
Η μετεγκατάσταση και επανεγκατάσταση προχωράει με ρυθμούς χελώνας, με την Επιτροπή να θεωρεί πως η πρόοδος εξακολουθεί να μην είναι ικανοποιητική (18/05).
1568 συνολικά από Ελλάδα και Ιταλία από τους 106.000 στην πρώτη περίπτωση (μέχρι 18/05) και 6.321 από τους 22.504 της συμφωνίας του Ιουλίου 2015 από 16 Κ-Μ της ΕΕ, στη δεύτερη περίπτωση (μέχρι 18/05) με μόλις 177 από τις 04/04 που ισχύει και το σχήμα 1:1. Με αυτούς τους ρυθμούς σίγουρα ο εθνικός προϋπολογισμός θα ανέβει κατακόρυφα.
Επιπλέον, μόλις 63/400 μεταφραστές έχουν προσφερθεί, 67/494 ειδικοί για θέματα ασύλου, 21/50 ειδικοί σε θέματα επιστροφών, και τέλος, κανένας δικαστικός.
Από την άλλη, το πρόγραμμα προκαταγραφής αιτούντων άσυλο στην ενδοχώρα που θα υλοποιήσει η Υπηρεσία Ασύλου θα ολοκληρωθεί τέλη Ιουλίου, ενώ και ο στόχος για καθημερινή εξέταση 640 αιτήσεων ασύλου που έχει ανακοινωθεί για τα τέλη Ιουνίου φαντάζει πολύ αισιόδοξος με τα σημερινά δεδομένα.
Οι 386 επιστροφές που έχουν γίνει μέχρι στιγμής και ανέφερα παραπάνω, αφορούν εκείνους που αρνήθηκαν να αιτηθούν άσυλο κάτι που σημαίνει πως στην πράξη ακόμα δεν έχει δοκιμαστεί ένα μεγάλο μέρος της συμφωνίας. Για το συγκεκριμένο θέμα έχουν υπάρξει κατηγορίες από αξιωματούχο του ΟΗΕ πως σε μερικές περιπτώσεις δεν δόθηκε καν η δυνατότητα κατάθεσης αιτήματος.
Ούτε το πρωτόκολλο μετεγκατάστασης στα Hotspots μεταξύ Επιτροπής, UNHCR, EASO, IOM και ελληνικής υπηρεσίας ασύλου έχει συμφωνηθεί!
Και όλα αυτά, με την κατάσταση στην Τουρκία να είναι προβληματική: Ο Αχμέτ Νταβούτογλου εκτός Πρωθυπουργίας, η χώρα να έχει λάβει μόλις 190 εκατ. ευρώ από τα 6 δις που αναμένεται να λάβει μέχρι το 2018, και τον Ταγίπ Ερντογάν να αρνείται επίμονα να τροποποιήσει μεταξύ άλλων την αντιτρομοκρατική νομοθεσία έτσι ώστε να αρθεί η βίζα για τους Τούρκος πολίτες προς την ΕΕ.
Σε όλα αυτά προσθέτω πως τις προηγούμενες βδομάδες- ιδίως παραμονές συναντήσεων πριν τη συμφωνία- η Τουρκία απέδειξε πως μπορεί να χειρίζεται τις ροές κατά το δοκούν και σίγουρα τις επόμενες βδομάδες μπορεί να εκβιάσει ξανά. Η αναφορά της FRONTEX (11/05) είναι ενδεικτική: «Many boats near Izmir and Ayvalik are reported to be ready to depart, should the Turkish authorities lower the level of their patrolling activities».
Και κάτι τελευταίο: Ο χαρακτηρισμός της συμφωνίας ως παράνομης από ενδεχόμενες προσφυγές, μπορεί να τινάξει τα πάντα στο αέρα, καθώς είναι διάχυτη η πρόθεση για τάχιστη μεταφορά στην Τουρκία και μπορεί να προκαλέσει νομικές συνέπειες.
Στο δια ταύτα, όσο η ΕΕ δεν υιοθετεί μία πραγματική ευρωπαϊκή μεταναστευτική πολιτική με πόρους, οργάνωση και καταγραφή κεντρικά, το «σχέδιο Β» θα παραμένει ένα ημίμετρο και τα επικίνδυνα ταξίδια προς της Ευρώπη θα συνεχίζονται.
Ενδιαφέρουσες ιδέες και προτάσεις προς αυτή την κατεύθυνση υπάρχουν και αξίζει να διερευνηθούν περαιτέρω:
-ο Ιταλός ΠΘ έχει προτείνει ευρωομόλογα και ο Γερμανός ΥΠ.ΟΙΚ. ειδικό ευρωπαϊκό φόρο στα καύσιμα,
– σύσταση μόνιμης υπηρεσίας που να ασχολείται αποκλειστικά με την αντιμετώπιση των διαρθρωτικών αδυναμιών που προκύπτουν κατά την εφαρμογή του συστήματος ασύλου.
-κοινή διεκπεραίωση αιτήσεων ασύλου σε τρίτες χώρες ή δημιουργία κέντρων υποδοχής κοντά στις χώρες της κρίσης.
-ολοκλήρωση των εν εξελίξει διαπραγματεύσεων για τις συμφωνίες επανεισδοχής/ επιστροφής, ενώ και οι υφιστάμενες συμφωνίες πρέπει να λειτουργήσουν καλύτερα, καθώς εκτός από χρονοβόρες είναι και δαπανηρές.
-είναι επίσης σημαντικό η ΕΕ να αναμορφώσει τα κίνητρα που δίνει προς τρίτες χώρες να δεχθούν όσους το αίτημα για άσυλο απορρίπτεται.
Οι αλλαγές που προτείνονται από την Επιτροπή για το άσυλο (04/05), μεταξύ άλλων εξακολουθούν να αναφέρονται σε εξέταση αιτήματος ασύλου στην πρώτη χώρα υποδοχής, κατά την άποψή μου μεγάλο λάθος, ενώ σουρεάλ μπορεί να χαρακτηριστεί και η πρόταση όποιο Κ-Μ δεν συμμετέχει στην ανακατανομή του αριθμού των αιτούντων ασύλου, να καταβάλλει εισφορά αλληλεγγύης ύψους 250.000 ευρώ για κάθε αιτούντα για τον οποίο θα ήταν διαφορετικά υπεύθυνο βάσει του μηχανισμού ισότιμης αντιμετώπισης.
Γιατί σουρεάλ; Καθώς με 10.000 απορρίψεις ως χώρα μαζεύουμε 2,5 δις, ξεπερνώντας κατά μεγάλο βαθμό το μαρτύριο της σταγόνας από τη μη καταβολή δόσεων από το 3ο Μνημόνιο…
Για τους παραπάνω λόγους, θεωρώ πως υπάρχει ακόμα πολύς δρόμος που πρέπει να καλύψει η συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας και είναι ακόμα νωρίς για να βγάζουμε ασφαλή συμπεράσματα.
Ιδιαίτερα όταν πολλά κρίνονται από τις πολιτικο-οικονομικές εξελίξεις σε Τουρκία πρωτίστως και σε Ελλάδα δευτερευόντως.
Από τις πρώτες βδομάδες της συμφωνίας, η Τουρκία εκβίαζε για μη τήρησή της αν δεν λάμβανε αυτά που ζήταγε, με τους Ευρωπαίους να παγώνουν τη διαδικασία συζήτησης στο ΕΚ σχετικά με τη βίζα, ενώ κατά μερικούς ήταν η ευρωπαϊκή πλευρά ως μοχλό πίεσης που διέρρευσε πιθανό σενάριο εγκλωβισμού προσφύγων/μεταναστών στα ελληνικά νησιά, με αντάλλαγμα τα 6 δις που θα αποδίδονταν στην Τουρκία.
Η χώρα μας έχει λάβει 237 εκατ. ευρώ εκτάκτως από το 2015 μέχρι σήμερα, περίπου τα μισά χρήματα που δικαιούμαστε ως χώρα για την περίοδο 2014-20 μέσω ΕΣΠΑ, για τη διαχείριση του προβλήματος.
Τα χρήματα αυτά, σε συνδυασμό με τα τακτικά που πρέπει να απορροφούμε μέσω ΕΣΠΑ και του Πακέτου Στυλιανίδη για ανθρωπιστική βοήθεια, οφείλει η Ελλάδα να διαχειριστεί σωστά για τους περίπου 54.000 που βρίσκονται και θα βρίσκονται για καιρό. Για αυτό και πρέπει να επενδύσει πλήρως στην εξασφάλιση της επιτυχίας της προ-εγγραφής και να διασφαλίσει ότι όλα τα κέντρα μετεγκατάστασης που προβλέπονται είναι ανοικτά και λειτουργικά.
Παράλληλα πρέπει να διεκδικήσει και δημοσιονομικές προσαρμογές, κατεβάζοντας τις δαπάνες του προϋπολογισμού, χωρίς επιβολή νέων μέτρων.