Γράφει η Ελένη Γεωργοπούλου, Δόκιμη Αναλύτρια ΚΕΔΙΣΑ (Κέντρο Διεθνών Στρατηγικών Αναλύσεων)
Στην παρούσα ανάλυση θα εξεταστεί η ανταγωνιστική αλληλεπίδραση των τριών κυρίαρχων ή κορυφαίων δυνάμεων του πλανήτη και η επιρροή τους στην ισορροπία ισχύος του διεθνούς συστήματος.
Η Κίνα, τρίτη σε έκταση χώρα του κόσμου, με έναν πληθυσμό που αντιστοιχεί στο 21% του παγκόσμιου πληθυσμού, εισέβαλε δυναμικά στην παγκόσμια σκηνή με τον αέρα της αναδυόμενης υπερδύναμης.Η ανάπτυξη της Κίνας προκάλεσε ανακατατάξεις σε διεθνές επίπεδο. Μια χώρα με πληθυσμό 1,357 δις. κατοίκους ξύπνησε τον φόβο των άλλων μεγάλων δυνάμεων διότι, ως αναδυόμενη υπερδύναμη, μπορεί πλέον να έχει τεράστια επιρροή σε σημαντικές γεωγραφικές περιοχές του πλανήτη και συνάμα να σταθεί ισχυρή απέναντι στις ΗΠΑ. Αυτό συμβαίνει χάρη στην αυξανόμενη οικονομική και στρατιωτική ισχύ της, γεγονός που την καθιστά έτοιμη να προστατεύει και να επαυξάνει τον δικό της γεωπολιτικό και γεωοικονομικό ζωτικό χώρο στην Ασία και ειδικότερα στην Άπω Ανατολή, συγκεντρώνοντας το 35% του παγκόσμιου πλούτου και δεικνύοντας ότι πρόκειται να αποτελέσει το νέο οικονομικό κέντρο του πλανήτη. Πιο συγκεκριμένα, η Κίνα το 1979, υπό την ηγεσία του Ντένγκ Σιαοπίνγκ, αποφάσισε να στραφεί σταδιακά στη φιλελευθεροποίηση της οικονομίας σε αντίθεση με τον κεντρικό οικονομικό προγραμματισμό που ίσχυε επί ηγεσίας Μάο Τσετούνγκ. Χάρη σε αυτή τη «στροφή» η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας μία από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες χώρες σε παγκόσμιο επίπεδο, με ρυθμούς ανάπτυξης της τάξεως του 10% ετησίως, πέτυχε τελικά στις αρχές του 2000 την ουσιαστική μετάβαση στην οικονομία της αγοράς, έχοντας προσελκύσει εν τω μεταξύ έναν μεγάλο όγκο άμεσων ξένων επενδύσεων.
Στον στρατιωτικό τομέα η Κίνα διαθέτει μία σημαντική δύναμη, έχοντας σε λειτουργία σαράντα τεράστιες υπόγειες βάσεις για την πολεμική της αεροπορία, οι οποίες διαθέτουν υπόγεια καταφύγια γενικής χωρητικότητας 150 αεροσκαφών καθώς και υπόγεια καταφύγια πυρηνικών υποβρυχίων στο νησί Χαϊνάν. Θα πρέπει να σημειωθεί πως έχουν κατασκευαστεί και εξειδικευμένα υπόγεια καταφύγια για στρατιωτικούς, όπως επίσης και πυρηνικά καταφύγια για ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού της στο Πεκίνο. Η στρατιωτική της ισχύς είναι ικανή να σταθεί έναντι των ΗΠΑ. Στόχος της Κίνας είναι να διευρύνει την πολιτική επιρροή της για την διασφάλιση των γεωοικονομικών συμφερόντων της. Συμπεραίνεται συνεπώς, πως έχει ήδη αρχίσει να αναδύεται μια χώρα-υπερδύναμη, που εκμεταλλεύεται στο έπακρο την πληθυσμιακή της δύναμη και τον φυσικό της πλούτο.
Οι σχέσεις μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ αναθερμάνθηκαν μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Οι κινεζικές αποταμιεύσεις χρηματοδοτούσαν το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ και κατ’ επέκταση την κατανάλωση στην αμερικανική αγορά, ενώ οι κινεζικές εταιρείες κατασκεύαζαν προϊόντα σχεδιασμένα από τις βιομηχανίες των ΗΠΑ. Ωστόσο, με την οικονομική εκτόξευση της Κίνας, την άνοδο των αγορών της Ασίας και τις παγκόσμιες οικονομικές εξελίξεις, που σημειώθηκαν από το 2007 έως σήμερα, οι ΗΠΑ επέλεξαν την εστίαση της στρατηγικής τους προς την Ανατολική Ασία και τον Ειρηνικό.
Το νέο στρατιωτικό δόγμα των ΗΠΑ θεωρεί κομβικό σημείο του πλανήτη την περιοχή του Ειρηνικού και γι’ αυτό δαπανώνται τεράστια ποσά για τον εξοπλισμό των νησιωτικών συμπλεγμάτων γύρω απ’ την Κίνα (τελευταίο παράδειγμα στη νήσο Σαϊπάν). Μέσα στο Δεκέμβριο του 2015, παράλληλα με την ανακήρυξη της Κινεζικής Αναγνωριστικής Ζώνης Αεροπορικής Άμυνας (ΑΖΑΑ), οι ΗΠΑ υπέγραψαν νέα συμφωνία αμυντικής συνεργασίας με τις Φιλιππίνες και αναβαθμίζουν διαρκώς τα οπλικά συστήματα σε βάσεις τους στην Ιαπωνία και στη Νότια Κορέα προκειμένου να εγγυηθούν την άμυνα της Ιαπωνίας. Σημειώνεται ότι οι ΗΠΑ συνεισφέρουν σε αυτή την άμυνα με ένα πυρηνοκίνητο αεροπλανοφόρο, τα συνοδευτικά του σκάφη επιφανείας και 50.000 άνδρες, οι μισοί εκ των οποίων σταθμεύουν στην Οκινάουα. Στόχος των ΗΠΑ είναι να αποτρέψουν τη στρατιωτική υπεροχή της Κίνας στον Δυτικό Ειρηνικό Ωκεανό και έχουν συσφίξει τις σχέσεις τους με διάφορες χώρες που περιβάλλουν την Κίνα. Ως απτό δείγμα της στρατηγικής αυτής είναι η οικονομικού περιεχομένου συμφωνία «Trans-Pacific Partnership» (ΤΡΡ) με 12 χώρες που βρέχονται από τον Ειρηνικό Ωκεανό (ΗΠΑ, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία, Ιαπωνία, Σιγκαπούρη, Μαλαισία, Μπρουνέι, Βιετνάμ, Καναδάς, Μεξικό, Χιλή και Περού). Στόχος της ΤΡΡ είναι η οικονομική ανάπτυξη και η διαρκής οικονομική συνεργασία με έμφαση στην αλληλεπίδραση των δημοσίων πολιτικών που συμβάλλουν στην ανάπτυξη και στη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου.
Αντίστοιχα, στον οικονομικό τομέα, οι ΗΠΑ προωθούν με την ΕΕ την «Translantic Trade & Investment Partnership» (TTIP). Η ΤΤΙΡ είναι ένα σχέδιο για την δημιουργία μιας ζώνης ελεύθερων συναλλαγών μεταξύ της ΕΕ και των ΗΠΑ, η οποία θα δώσει ισχύ στις Δυτικές χώρες για τις μετέπειτα εμπορικές διαπραγματεύσεις με την Κίνα. Συγκεκριμένα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά ότι η ΤΤΙP θα ενισχύσει την οικονομία της ΕΕ κατά 120 δις. ευρώ, την οικονομία των ΗΠΑ κατά 90 δις. ευρώ ενώ θα ωφελήσει τις υπόλοιπες χώρες του κόσμου κατά 100 δις ευρώ.
Ως σημείο τριβής στις οικονομικές σχέσεις μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας θεωρείται επίσης και η ενεργειακή πολιτική της δεύτερης. Η Κίνα εισάγει πετρέλαιο από τη Μέση Ανατολή, τη Νοτιοανατολική Ασία, την Αφρική, τη Ρωσία τη Νότιο Αμερική καθώς και από την Κεντρική Ασία, δηλαδή από χώρες οι οποίες βρίσκονται στο πεδίο διεκδικήσεων της γεωοικονομικής και γεωπολιτικής επιρροής των ΗΠΑ. Επιπροσθέτως, η ένταση μεταξύ των δύο οξύνεται εξαιτίας της ανοιχτής στήριξης των ΗΠΑ προς την Ιαπωνία σχετικά με το θέμα των εδαφικών διαφορών της με την Κίνα για την κυριότητα των νησιών Σενκάκου/Ντιαογιού στη θάλασσα της Ανατολικής Κίνας.Τον Μάιο του 2014 η Ρωσία και η Κίνα υπέγραψαν εν τέλει την ιστορική συμφωνία για την προμήθεια ρωσικού φυσικού αερίου στην κινεζική αγορά. Η συμφωνία αυτή υπεγράφη εκ μέρους της ρωσικής πλευράς από την GAZPROM και από την Κινεζική CNPC. Με βάση αυτή τη συμφωνία η Ρωσία δεσμεύεται να παρέχει στην Κίνα από το 2018 και για 30 χρόνια 38 δις. κυβικά μέτρα φυσικού αερίου/έτος, μέσω του αγωγού «Power of Siberia» ο οποίος θα συνδέει τα κοιτάσματα της Σιβηρίας με τα μεγάλα κινεζικά κέντρα κατανάλωσης. Ο συγκεκριμένος αγωγός θα κοστίσει 77 δις. δολάρια, εκ των οποίων, τα 55 δις., θα καταβάλει η Ρωσία και τα 22 δις. η Κίνα. Αν και η συνολική αξία της συμφωνίας παραμένει μυστική, εκτιμάται στα 400 δις. δολάρια. Κατά κύριο λόγο η συμφωνία αυτή είχε ιδιαίτερη πολιτική σημασία καθώς υπεγράφη κατά την κρίση στην Ουκρανία και την επαύριο της προσάρτησης της Κριμαίας στη Ρωσία αλλά και σε εκρηκτικές συνθήκες που διαμορφώνονται στην Άπω Ανατολή, με τις Φιλιππίνες, το Βιετνάμ και την Ιαπωνία να ζητούν τη στήριξη των ΗΠΑ για την επίλυση των διαφορών τους με την Κίνα.
Στόχος αυτής της προσέγγισης είναι η ανακατανομή ισχύος στην Κεντρική Ασία, η οποία λειτουργεί ανασχετικά στη διατήρηση της αμερικανικής πρωτοκαθεδρίας στον πλανήτη. Και είναι γεγονός ότι η αμερικανική ηγεμονία κλονίζεται. Ρωσία και Κίνα δημιουργούν κοινές στρατιωτικές δομές μέσω του SCO και η πυρηνική ισχύς της Ρωσίας αναδιατάσσεται από το 2009 και μετά και τείνει να υπερκεράσει εκείνη των ΗΠΑ.
Στον αμυντικό τομέα η Ρωσία διαθέτει δυο τύπους βαρέων βομβαρδιστικών που μπορούν να εκτελέσουν πυρηνικές αποστολές: το Tu-95 «Bear» και το Tu-160 «Blackjack». Το Tu-95 «Bear» έχει δύο παραλλαγές, το MS6 και το MS16. Και επίσης διαθέτει πενήντα πέντε (55) Tu-95s και έντεκα (11) Tu-160S. Ως μία από τις πιο ισχυρές πυρηνικές δυνάμεις του κόσμου, η Ρωσία θα αποτελεί πάντα ένα τεράστιο δυνητικό πρόβλημα για τα αμερικανικά εθνικά συμφέροντα. Ο πυρηνικός εξοπλισμός της Ρωσίας αποτελείται από εξελιγμένα συστήματα με ικανότητα να προσβάλλουν αποτελεσματικά τους στόχους τους. Διαθέτει ένα σημαντικό αριθμό μη στρατηγικών πυρηνικών όπλων, τα οποία δεν επηρεάζονται από τις Συνθήκες μείωσης των Στρατηγικών Όπλων. Τέλος, αξίζει να λάβουμε υπόψιν και την εμπορική συμφωνία ύψους 400 δις. δολαρίων για εξαγωγές ρωσικών υδρογονανθράκων στην Κίνα, η οποία δεσμεύει και τις δύο χώρες για να εκπληρώσουν μια σειρά αμοιβαίων υποχρεώσεων, προοιωνίζοντας θετικά τις μελλοντικές τους σχέσεις. Επομένως, όσο μεγαλώνει και εδραιώνεται η αμοιβαία δυναμική μεταξύ Κίνας και Ρωσίας, τόσο θα απειλείται η γεωπολιτική ισχύς των ΗΠΑ και θα αυξάνεται βαθμηδόν η προσπάθεια της Ουάσιγκτον να τορπιλίσει αυτή την ενεργειακή και αμυντική ευθυγράμμιση.