Τελειωμό δεν έχουν οι σφαλιάρες που δέχονται στον ΣΥΡΙΖΑ από την κοινωνία των πολιτών ακόμη και σε ζητήματα που λίγα χρόνια πριν (και σε ολόκληρη τη μεταπολίτευση) αποτελούσαν προνομιακό χώρο για την ανάπτυξη της αυτοαποκαλούμενης «αριστερής πολιτικής», όπως είναι τα Πανεπιστήμια και οι σταθερές περί το άσυλο και την αστυνόμευση.
Του Χρήστου Υφαντή
«Χαμένες υποθέσεις» και οι δύο πλέον για την καθ’ ημάς αριστερά, καθώς η ζωή ξεπέρασε, όταν έφτασε το πλήρωμα το χρόνου, τις ιδεοληψίες δεκαετιών, έχουν εξελιχθεί σε «Βατερλώ» για τον ΣΥΡΙΖΑ και τον Τσίπρα και απειλούν ευθέως να τον «εξαφανίσουν» από τον προνομιακό χώρο των πανεπιστημίων και των ΑΕΙ γενικώς.
Η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί γύρω από τις κυβερνητικές πρωτοβουλίες είναι εξαιρετικά απλή και κυριαρχικά δυναμική. Το σχέδιο νόμου Κεραμέως – Χρυσοχοίδη συναντά την αποδοχή του μεγαλύτερου μέρους της κοινωνίας. Η εξέλιξη αυτή αποτυπώνεται πλέον και στις δημοσκοπήσεις με μια δυναμική μορφή και αυξανόμενη κάθε εβδομάδα επιρροή, γεγονός που δείχνει καθαρά ότι η κοινωνία είναι τόσο μπροστά από τις αριστερές ιδεοληψίες που έχει πάρει τι αποφάσεις και εξακολουθεί να μην ακούει καν τις κομματικές παλαβομάρες των ΣΥΡΙΖΑίων ειδικά των πανεπιστημιακών κάθε είδους και φυράματος.
Το μήνυμα μιας κοινωνίας που εμφανίζεται αποφασισμένη να δεχθεί τις πλέον προχωρημένες και τολμηρές τομές και να καταρρίψει, με μια απίστευτη ευκολία τους μύθους της παραδοσιακής νεοκομμουνιστικής ορθότητας δεν φαίνεται να μπορεί να περάσει από τους τοίχους των γραφείων της Κουμουνδούρου, εντός των οποίων κυριαρχούν ακόμη οι μύθοι του αριστερού ηθικού πλεονεκτήματος και της μεγάλης πανεπιστημιακής παράδοσης, όπως ακριβώς γεννήθηκαν μετά τη δεκαετία του πενήντα και παραδόθηκαν, μετά τη χούντα, στους Έλληνες προς λαϊκή κατανάλωση.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δείχνει (και είναι) σταθερά προσηλωμένος σε αυτή την παράδοση και υπερασπίζεται σκληρά το καθεστώς που η αριστερά δημιούργησε και αναπαρήγαγε συστηματικά στα ΑΕΙ τόσες δεκαετίες με αποτέλεσμα αυτά να είναι, στην ουσία, εργοστάσια παραγωγής κομματικών στελεχών μιας ιδεολογίας που έχει προ πολλού πεθάνει και συντηρείται μόνο τεχνητά, σε χώρες όπως η δική μας με ιδιαίτερες επιδόσεις στους κάθε είδους μύθους.
Ο Τσίπρας εμφανίζεται να έχει επενδύσει μεγάλο μέρος της πολιτικής του ύπαρξης στις αντιδράσεις όλων των καθεστωτικών των ΑΕΙ και για το λόγο αυτό στηρίζει χωρίς καμία αντίρρηση τις κάθε είδους κινητοποιήσεις, ελπίζοντας πως μέσα από αυτές τόσο ο ίδιος όσο και ο χώρος του θα επανακάμψουν στην πολιτική επικαιρότητα και θα καταφέρουν να προσδιορίσουν οι ίδιοι την ατζέντα.
Στην εμμονική τους διασύνδεση με τη μυθολογία (και τα ειδικά συμφέροντα) της πανεπιστημιακής αριστεράς και πιεζόμενοι από τις ιδεοληψίες άλλων, παρελθουσών εποχών δεν μπορούν να δουν ούτε ότι αυτό το τμήμα του κόμματος και της παράταξης συνολικά έχει σχεδόν αυτονομηθεί, έχει αποκτήσει και διακινεί ένα δικό του αφήγημα που συνδέεται άμεσα με τις θέσεις και τις αποδοχές, παλεύει μόνο για τα στενά του οικονομικά συμφέροντα, υπερασπίζεται τον σκληρό πυρήνα της απαραίτητης αναπαραγωγής του και κάπου στο βάθος όλων αυτών των προτεραιοτήτων προκύπτει και ένα κόμμα, ως απλός υποστηρικτής των αιτημάτων του πανεπιστημιακού χώρου.
Ο Τσίπρας είναι απολύτως αδύναμος (κατ’ άλλους ανίκανος) να αρνηθεί την πραγματικότητα αυτή, να σχεδιάσει μια νέα προσέγγιση και να «ακούσει» τις προτεραιότητες της κοινωνίας των πολιτών, όπως αυτές καταγράφονται από τις έρευνες γνώμης. Σύρεται καθημερινά σε μια πολιτική που είναι αφετηριακά χαμένη από χέρι, καθώς η κυβέρνηση που τη διαχειρίζεται συνομιλεί με την κοινωνία και τους πολίτες κι ο ΣΥΡΙΖΑ με μια αυτονομημένη κάστα ειδικών συμφερόντων που βλέπουν «το κακό» για τα ίδια να έρχεται και δεν μπορούν (ούτε πρόκειται να μπορέσουν) να το σταματήσουν.
Η κατάσταση στον ΣΥΡΙΖΑ είναι τόσο τραγική που πολύ λίγοι είναι εκείνοι, οι οποίοι μπορούν σήμερα να παρακολουθήσουν την πολιτική συγκυρία και να συνομιλήσουν μαζί της, χωρίς τις παρωπίδες των αριστερών αντανακλαστικών και χωρίς τις ιδεοληψίες που έχει ξεπεράσει εδώ και καιρό η ελληνική κοινωνία.
Δυστυχώς για τον ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορούν να επηρεάσουν τις ισορροπίες ή να διαμορφώσουν την πολιτική πρόταση του κόμματος, παραμένουν ελάχιστη μειοψηφία και αδύναμοι να ακουστούν ή, πολύ περισσότερο, να επιβάλλουν την άποψη τους που δεν διαφέρει ουσιαστικά από την άποψη της κυβέρνησης και της κοινωνίας.
Ο ΣΥΡΙΖΑ βαδίζει ολοταχώς προς μια νέα ήττα, την οποία δεν μπορεί να αποτρέψει, επειδή αρνείται να ακούσει την κοινωνία και να ταιριάξει την πολιτική του πρόταση με τις πραγματικές ανάγκες της.
Την βέβαιη ήττα θα τη χρεωθεί ο Τσίπρας με το περιβάλλον του, με ό,τι σημαίνει μια τέτοια εξέλιξη στην εσωκομματική μάχη για την εξουσία που συνεχίζεται με αμείωτη ένταση σε όλες τις οργανώσεις και κερδισμένη μέχρι σήμερα την παρέα των 53+» με τους «γέροντες» του κόμματος.