Γράφει ο Ανδρέας Γ.Μπανούτσος, Ιδρυτής και Πρόεδρος Δ.Σ. Κέντρου Διεθνών Στρατηγικών Αναλύσεων
Κατά την τελευταία τριετία και συγκεκριμένα από τον Ιούλιο του 2013 διεξάγονται διαπραγματεύσεις μεταξύ των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) για την επίτευξη συμφωνίας ελευθέρου εμπορίου. Η συμφωνία αυτή είναι πιο γνωστή με το Αγγλικό ακρωνύμιο TTIP (Transatlantic Trade and Investment Partnership) ή επί το ελληνικότερο Διατλαντική Εταιρική Σχέση Εμπορίου και Επενδύσεων.
Η TTIP από την πρώτη στιγμή που έγινε γνωστή η ύπαρξή της έγειρε σοβαρές ανησυχίες για τους πραγματικούς σκοπούς της και ποιους τελικά θα ωφελούσε η εφαρμογή της. Μία από τις κυριότερες ανησυχίες αποτελεί η βάσιμη υποψία ότι η TTIP θα επιτρέψει στις πολυεθνικές εταιρείες να κάνουν αγωγές εναντίον κυβερνήσεων που λαμβάνουν περιοριστικά μέτρα εναντίον τους. Ειδικότερα οι Αμερικανικές εταιρίες κολοσσοί θα μπορούν να αποφεύγουν τη συμμόρφωσή τους με τους αυστηρούς κανονισμούς προστασίας της υγείας, των τροφίμων και του περιβάλλοντος που ισχύουν στην ΕΕ. Η συμφωνία αυτή στα μάτια πολλών Ευρωπαίων πολιτικών, κυρίως των Γάλλων αλλά και των Σοσιαλδημοκρατών της Γερμανίας δεν έχει αντιμετωπιστεί θετικά υπό την εύλογη ανησυχία ότι δύναται να οδηγήσει τα Ευρωπαϊκά κράτη και τις κυβερνήσεις στο έλεος των κερδοσκοπικών διαθέσεων των μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών.
Οι φόβοι αυτοί είναι απόλυτα δικαιολογημένοι αν αναλογιστεί κανείς ότι σύμφωνα με τις 240 σελίδες εγγράφων που διέρρευσαν (TTIP Leaks) στην ιστοσελίδα του Ολλανδικού παραρτήματος της Greenpeace τον Μάιο του 2016, η κυβέρνηση Ομπάμα ασκεί αφόρητες πιέσεις στην ΕΕ προκειμένου η τελευταία να επιτρέψει την εισαγωγή κρεάτων με ορμόνες καθώς και γενετικά τροποποιημένων τροφίμων με αντάλλαγμα την παραχώρηση καθεστώτος χαμηλότερων δασμών για τα εισαγόμενα στις ΗΠΑ ευρωπαϊκά αυτοκίνητα. Ένα άλλο κομβικό σημείο κριτικής της εν λόγω συμφωνίας είναι ότι προβλέπει να δώσει υπερεξουσίες σε διεθνή διαιτητικά δικαστήρια που θα εκδικάζουν τις διαφορές μεταξύ κυβερνήσεων και πολυεθνικών εταιρειών, χωρίς να υπάρχει δικαίωμα έφεσης στις αποφάσεις τους.
Προώθηση της TTIP σχετίζεται με την απεγνωσμένη προσπάθεια τους να ρυμουλκήσουν την ΕΕ υπό την απόλυτη κυριαρχία τους. Η TTIP και το ΝΑΤΟ είναι οι δύο πυλώνες με τους οποίους οι ΗΠΑ επιδιώκουν τόσο την απόλυτη κυριαρχία τους στην Ευρωπαϊκή ήπειρο όσο και το πλήρες ρήγμα στις σχέσεις ΕΕ και Ρωσίας. Η επιδίωξη αυτή εξυπηρετεί αποκλειστικά και μόνο τα δικά τους γεωστρατηγικά συμφέροντα και σίγουρα όχι εκείνα της Ευρώπης. Ο μεγάλος γεωπολιτικός εφιάλτης των ΗΠΑ είναι η ένταξη μίας χειραφετημένης ΕΕ σε έναν αναδυόμενο Ευρασιατικό χώρο που θα κυριαρχείται από την στρατηγική συνεργασία Ρωσίας και Κίνας.
Το ερώτημα που τίθεται βέβαια είναι τι θα πράξουν τελικά οι Ευρωπαϊκές πολιτικές ηγεσίες. Θα υποκύψουν στις πιέσεις των ΗΠΑ εντασσόμενες στην TTIP υποθηκεύοντας κατά αυτό τον τρόπο το μέλλον των λαών τους ή θα επιδιώξουν την ενσωμάτωσή τους ως ισότιμοι εταίροι σε έναν εκκολαπτόμενο Ευρασιατικό χώρο που θα εκτείνεται από τη Λισαβόνα ως τη Σαγκάη;