Σε φάση «ομαλής προσγείωσης» μπαίνει η ελληνική οικονομία, όπως αναφέρει το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, στην έκθεσή του για το γ΄ τρίμηνο του 2022. Και αυτό διότι αναμένεται σημαντική επιβράδυνση της οικονομικής μεγέθυνσης τους επόμενους μήνες, εξαιτίας της αρνητικής επίδρασης του πληθωρισμού στο πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα και την κατανάλωση, της υποχώρησης της οικονομικής δραστηριότητας στους κύριους εμπορικούς εταίρους, την άνοδο των επιτοκίων δανεισμού και την προβλεπόμενη άρση των περισσότερων δημοσιονομικών μέτρων στήριξης.
Ο ρυθμός μεγέθυνσης περιορίστηκε σημαντικά κατά το τρίτο τρίμηνο (2,8%) σε σχέση με τα δύο προηγούμενα (7,8% και 7,1%), με αποτέλεσμα να διαμορφωθεί σε 5,9% την περίοδο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2022. Η ανεργία συνεχίζει να μειώνεται και το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών να διευρύνεται, ενώ ο πληθωρισμός παρουσιάζει στοιχεία αποκλιμάκωσης κατά τους τελευταίους δύο μήνες. Τα δημοσιονομικά στοιχεία διατηρούν την αισθητή βελτίωση σε σχέση με το προηγούμενο έτος, διευρύνοντας το πρωτογενές πλεόνασμα που καταγράφηκε στην Έκθεση του δεύτερου τριμήνου, επιβεβαιώνοντας ότι ο φετινός δημοσιονομικός στόχος θα επιτευχθεί με ασφάλεια.
Υπό αυτό το πλαίσιο το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή καταγράφει σημαντικές αβεβαιότητες για την ελληνική οικονομία, την εκτέλεση του προϋπολογισμού, ενώ όπως σημείωσε ο επικεφαλής του Γραφείου, Φρ. Κουτεντάκης, εγείρονται και ενδεχόμενοι μεγάλοι οικονομική κίνδυνοι, εάν δοθεί συνέχεια στο θέμα της λειτουργίας των δημοκρατικών θεσμών με αποτέλεσμα αυτό να αναδειχθεί από τους εταίρους και τη διεθνή κοινότητα.
Ο πληθωρισμός
Η επιβράδυνση του πληθωρισμού κατά τους τελευταίους δύο μήνες οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στο «αποτέλεσμα βάσης» (base effect) καθώς η μεταβολή του δείκτη τιμών καταναλωτή γίνεται σε σύγκριση με μήνες που είχαν ήδη καταγραφεί αυξήσεις. Αναμένουμε πως, εφόσον δεν προκύψει κάποια νέα διαταραχή στις τιμές της ενέργειας, η επιβράδυνση του πληθωρισμού θα συνεχιστεί στους πρώτους μήνες του επόμενου έτους. Παρόλα αυτά, παραμένει η αβεβαιότητα όσον αφορά την ταχύτητα αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού και το χρονικό διάστημα που θα απαιτηθεί για να επανέλθει κοντά στο επίπεδο του 2% μεσοπρόθεσμα.
«Καμπανάκι» για την πορεία του τουρισμού
Ιδιαίτερα ανησυχητική είναι η εικόνα του εξωτερικού τομέα. Οι αισιόδοξες εκτιμήσεις για την πορεία του τουρισμού δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα, ούτε σε όρους συνολικού ρυθμού μεγέθυνσης ούτε σε όρους βελτίωσης του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Η επιδείνωση του εξωτερικού τομέα, σε συνδυασμό με τη δημοσιονομική επιβάρυνση της πανδημίας, σηματοδοτεί την επιστροφή των λεγόμενων «δίδυμων» ελλειμμάτων της ελληνικής οικονομίας, δηλαδή του δημοσιονομικού ελλείμματος και τους ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Ενώ το πρώτο είναι σε τροχιά εξισορρόπησης, αυτό δεν έχει προκαλέσει και εξισορρόπηση του δεύτερου, όπως θα συνέβαινε θεωρητικά. Χρειάζεται επομένως προσοχή στον εξωτερικό τομέα της οικονομίας προκειμένου να μην εξελιχθεί σε σοβαρή μακροοικονομική ανισορροπία.
Στην έκθεση σημειώνεται ακόμη η πρόσφατη πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας που περιέχει σημαντικές βελτιώσεις σε σχέση με το προηγούμενο. Παρότι οι στόχοι του συνολικού ελλείμματος και του δημόσιου χρέους (3% και 60%, αντίστοιχα) παραμένουν αμετάβλητοι, η εποπτεία της διαδικασίας προσέγγισής τους γίνεται σαφώς απλούστερη και πιο ευέλικτη. Η οικονομική πολιτική κάθε χώρας θα αξιολογείται κατά περίπτωση με βασικό κριτήριο τον ρυθμό μεταβολής των καθαρών δημόσιων δαπανών και το εθνικό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων με 4ετή ορίζοντα. Επί της ουσίας, πρόκειται για προσπάθεια συνδυασμού κάποιων βασικών δημοσιονομικών κανόνων με τις εθνικές ιδιαιτερότητες κάθε χώρας. Το πρώτο ζήτημα που προκύπτει αφορά τα μέσα επιβολής που θα διαθέτει η Επιτροπή σε περιπτώσεις μη συμμόρφωσης και οι προϋποθέσεις ενεργοποίησής τους. Το δεύτερο είναι η δέσμευση των πολιτικών κάθε κυβέρνησης στο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων της Επιτροπής, υποβαθμίζοντας τη δημοκρατική λειτουργία και προσφέροντας στην Επιτροπή ενισχυμένο ρόλο στις εθνικές πολιτικές. Η συζήτηση μεταξύ των κρατών-μελών αναμένεται να διεξαχθεί εντός τους επόμενου έτους προκειμένου να τεθεί σε ισχύ το 2024.
Πολιτική αβεβαιότητα
Τέλος, αξίζει υπενθυμίζεται ο πολιτικός κίνδυνος που διαπιστώθηκε στην Έκθεση του προηγούμενου τριμήνου. Στις αβεβαιότητες για τον σχηματισμό σταθερής κυβέρνησης στις επερχόμενες εκλογές πρέπει να προστεθεί η όξυνση της πολιτικής πόλωσης. «Από την πλευρά μας, οφείλουμε να επισημάνουμε τη σημασία των θεσμών στην οικονομική ανάπτυξη. Ειδικότερα, η αποτελεσματική λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών παρέχει προστασία και αποτελεί μοχλό ενίσχυσης της εύρυθμης λειτουργίας της οικονομίας. Ο κοινοβουλευτικός έλεγχος, η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης και η ελευθερία του Τύπου παρέχουν τις θεσμικές εγγυήσεις για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας ώστε να συνεχίζεται απρόσκοπτα η οικονομική δραστηριότητα, τη δικαιότερη αναδιανομή του εισοδήματος ώστε να διασφαλίζεται η πολιτική ομαλότητα και τη διαφάνεια και λογοδοσία στη διαχείριση του δημόσιου χρήματος ώστε να επιτυγχάνεται η δημοσιονομική σταθερότητα. Το πολιτικό σύστημα θα πρέπει να έχει συνεχή στόχο την συστηματική ενίσχυση των δημοκρατικών θεσμών ώστε να αποφευχθεί ενδεχόμενη υποβάθμιση της ποιότητας διακυβέρνησης και της εμπιστοσύνης στο κράτος δικαίου, κάτι που θα επέφερε αρνητικές οικονομικές συνέπειες μακροχρόνια», σημειώνεται ακόμη.