Τεράστιο είναι το οικονομικό κόστος που προκλήθηκε εξαιτίας των μεγάλων πυρκαγιών του καλοκαιριού και των πρόσφατων πλημμυρών στη Θεσσαλία. Σύμφωνα με πρώιμες εκτιμήσεις, το κόστος αγγίζει αυτή τη στιγμή τα 3,76 δισ. ευρώ. Το παραπάνω ποσό αποτυπώνεται σε ένα βάθος χρόνου, με το δημοσιονομικό κόστος για τον εφετινό προϋπολογισμό να φτάνει τα 800 εκατ. ευρώ, σύμφωνα με εκτιμήσεις κάποιων στελεχών του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης.
Σύμφωνα με έκθεση της Distrelec που βασίστηκε σε δεδομένα από το Ευρωπαϊκό Σύστημα Πληροφόρησης για τις Δασικές Πυρκαγιές (EFFIS), η Ελλάδα, αναφέρεται ότι έχει υποστεί τις περισσότερες ζημιές, με εκτιμώμενο κόστος 1,66 δισ. ευρώ και περισσότερα από 1,6 εκατ. στρέμματα να έχουν γίνει στάχτη μέχρι τις 30 Αυγούστου. Η χώρα, τονίζεται, έζησε τις πιο καταστροφικές δασικές πυρκαγιές των τελευταίων 16 ετών.
Τι δείχνουν οι αριθμοί
Τόσο οι πυρκαγιές, όσο και οι πλημμύρες έχουν σίγουρα προκαλέσει μεγάλες καταστροφές σε υποδομές, κατοικίες, αγροτικές εκτάσεις, ζωικό κεφάλαιο και επιχειρήσεις. Αξίζει να σημειωθεί πως ο καθηγητής Δυναμικής Τεκτονικής, Εφαρμοσμένης Γεωλογίας & Διαχείρισης Φυσικών Καταστροφών στο ΕΚΠΑ Ευθύμιος Λέκκας εκτίμησε ότι το κόστος θα ξεπεράσει το 1 δισ. ευρώ.
Μάλιστα, ανέφερε, μιλώντας πριν λίγες μέρες στο Mega πως «Οι αγροτικές εκτάσεις είναι περιοχές που θα αργήσουν να ανακάμψουν. Δεν είναι μόνο η αγροτική αναπαραγωγή που καταστράφηκε ολοσχερώς, δηλαδή το 22-23% της αγροτικής παραγωγής της χώρας, είναι ότι οι αποθέσεις αργίλων και λάσπης πάνω στα γόνιμα εδάφη πάχους τουλάχιστον μισού μέτρου δεν μπορούν να φιλοξενήσουν καλλιέργειες».
Στα 4 δισ. ευρώ το κόστος των πυρκαγιών και των πλημμύρων
Πάντως, ο Περιφερειάρχης Θεσσαλίας Κώστας Αγοραστός έκανε λόγο για ένα ποσό που φτάνει τα 2,1 δισ. ευρώ, καθότι σημείωσε πως το κόστος θα είναι 3πλάσιο σε σχέση με την περίπτωση του ΙΑΝΟΥ που είχε στοιχίσει κοντά στα 700 εκατ. ευρώ.
Άλλωστε, η Θεσσαλία είναι η τρίτη μεγαλύτερη περιφέρεια της χώρας με πληθυσμό 688.255 κατοίκους (απογραφή 2021) και με συμμετοχή στο συνολικό Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) της τάξης του 5,5% (άνω των 10 δισ. ευρώ), ενώ είναι ο μεγαλύτερος τροφοδότης της χώρας σε αγροτικά προϊόντα, κρέας, γάλα, τυρί.
Οι συσκέψεις και ο συμπληρωματικός προϋπολογισμός
Αξίζει να σημειωθεί πως ήδη έχουν πραγματοποιηθεί συσκέψεις εντός της κυβέρνησης, ώστε να ληφθούν οι αποφάσεις για τον χειρισμό του δημοσιονομικού αποτυπώματος της καταιγίδας. Στο πλαίσιο αυτό, ανοικτό παραμένει το ενδεχόμενο να χρειαστεί η κατάθεση νέου συμπληρωματικού προϋπολογισμού και δε μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο οι όποιες οικονομικές ενισχύσεις που θα δίνονταν μέσα στο 2023 λόγω της ακρίβειας να περισκοπούν.
Αναφορικά με τις πλημμύρες, το τελικό κόστος που περιλαμβάνει αποζημιώσεις που θα χορηγήσει το Δημόσιο, για τα κατεστραμμένα σπίτια, τη χαμένη αγροτική παραγωγή, τις ζημιές στις επιχειρήσεις, τις παρατάσεις της πληρωμής φόρων, αλλά και το κόστος αποκατάστασης των ζημιών στις υποδομές εκτιμάται πως θα υπερβεί αισθητά το 1 δισ. ευρώ, με το ποσό να διαχέεται και στα επόμενα χρόνια.
Οι μακροχρόνιες επιπτώσεις
Υπενθυμίζεται ότι για την αποκατάσταση των ζημιών που προκάλεσαν πυρκαγιές και πλημμύρες από το 2020 μέχρι και το 2022 το Δημόσιο κατέβαλε συνολικά 2,3 δισ. ευρώ, με ένα πολύ μεγάλο μέρος να καλύπτει την αποκατάσταση υποδομών, ενώ στον φετινό προϋπολογισμό υπάρχει εγγεγραμμένο κονδύλι για την κάλυψη των ζημιών από φυσικές καταστροφές ύψους 1 δισ. ευρώ. Με βάση τα παραπάνω, το συνολικό κόστος τόσο εξαιτίας των πυρκαγιών όσο και των πλημμυρών ενδέχεται να αγγίξει ακόμη και τα 3,76 δισ. ευρώ σε βάθος χρόνου. Μέρος του κόστους θα μεταφερθεί στον προϋπολογισμό του 2024 και στα επόμενα χρόνια, καθώς θα αφορά τη χρηματοδότηση των έργων αποκατάστασης.
Πάντως, η αποσταθεροποίηση του κλίματος έχει ως αποτέλεσμα την αποσταθεροποίηση της οικονομίας και εάν δεν υπάρξει καμία κατάλληλη ενέργεια , εκτιμάται ότι έως το έτος 2100 το συνολικό σωρευτικό κόστος για την Ελλάδα θα φτάσει τα 701 δισεκατομμύρια ευρώ, ήτοι πάνω από 3,6 φορές το ελληνικό ΑΕΠ του 2022. Αυτό αναφέρουν τα επικαιροποιημένα στοιχεία έκθεσης της Τραπέζης της Ελλάδος (ΤτΕ) που αναλύει τις οικονομικές συνέπειες της κλιματικής αλλαγής στη χώρα μας. Το κόστος – μαμούθ αιτιολογείται, καθώς το ΑΕΠ της Ελλάδας μπορεί να μειώνεται κατά 2% σε ετήσια βάση μέχρι το 2050 και ακόμη περισσότερο μέχρι το 2100, ενώ πρόκειται για κόστος το οποίο θα προσεγγίζει τα 9 δισ. ευρώ κάθε έτος για τα επόμενα χρόνια.