Οι εξελίξεις στο Κυπριακό
Γράφει ο Όμηρος Τσάπαλος, Μέλος του Δ.Σ. και Αναλυτής του Κέντρου Διεθνών Στρατηγικών Αναλύσεων (ΚΕΔΙΣΑ)
Το Κυπριακό ζήτημα εισέρχεται στην κρισιμότερη φάση του από την αρχή της δημιουργίας του και παρά το αδιέξοδο στα βουνά της Ελβετίας η προσπάθεια για επίλυση του δεν πρόκειται να εγκαταλειφθεί τουλάχιστον για τις επόμενες εβδομάδες, όπως διεφάνη και από το διάγγελμα του Προέδρου Αναστασιάδη.
Ο ίδιος έχει προχωρήσει τους τελευταίους μήνες στην απαραίτητη «δραματοποίηση των εξελίξεων» ούτως ώστε ή όποια λύση ή το όποιο αδιέξοδο να κριθεί ως αποτέλεσμα εξάντλησης μέχρι και της τελευταίας πιθανότητας επίτευξης μιας «δίκαιης και βιώσιμης λύσης».
Η πραγματική διαπραγμάτευση όμως ξεκίνησε μόλις πριν από λίγα 24ωρα και αφορούσε την καταγραφή των προς επιστροφή στους ελληνοκυπρίους περιοχών που βρίσκονται μέχρι σήμερα υπό τουρκική κατοχή καθώς και του αριθμού των ελληνοκυπρίων που θα επέστρεφαν στις εστίες τους. Αυτή ακριβώς η διαπραγμάτευση κατέρρευσε προχθές στο Μον Πελερέν και αυτή η διαπραγμάτευση είναι το κομβικό σημείο επανεκκίνησης ή οριστικού τερματισμού των συζητήσεων.
Και εδώ είναι το σημείο όπου η πραγματικότητα θα πρέπει να ξεχωρίζει από την τεχνητή αισιοδοξία για επίτευξη λύσης. Με τα μέχρι τώρα δεδομένα της διαπραγμάτευσης, είναι σχεδόν απίθανο η λύση που θα βρεθεί να είναι μια λύση που θα δημιουργεί μια Ομοσπονδία με αυξημένη αυτονομία των κοινοτήτων της και με μια δίκαιη και αναλογική εκπροσώπηση των τουρκοκυπρίων στα διοικητικά και ομοσπονδιακά όργανα της. Το πιθανότερο είναι, αν υπάρξει μια λύση προς αυτή τη κατεύθυνση, να είναι μια λύση που θα παράσχει αυξημένη συμμετοχή των τουρκοκυπρίων στη διοίκηση του κράτους, δυσανάλογα μεγαλύτερη του πραγματικού αριθμού τους. Λύση που είναι σχεδόν βέβαιο πως θα απορριφθεί από την πλειοψηφία των ελληνοκυπρίων στο δημοψήφισμα που θα ακολουθήσει γιατί είναι και άδικη και άνιση αλλά και υποσκάπτει την ομαλή λειτουργία του ενιαίου κράτους που θα προκύψει. Θα φτάσουμε επομένως σε χειρότερο σημείο από αυτό που βρισκόμαστε σήμερα. Σε ένα ακόμη αδιέξοδο αλλά με ένα επιπλέον επιχείρημα των τουρκοκυπρίων πως «οι ελληνοκύπριοι δεν ήθελαν για δεύτερη φορά την επανένωση (η πρώτη ήταν στην απόρριψη του σχεδίου Ανάν)». Και είναι ένα πολύ ισχυρό επιχείρημα προς τη διεθνή κοινότητα το οποίο ούτε η Κύπρος ούτε η Ελλάδα μπορούν (χωρίς κόστος) να αντικρούσουν με το επίπεδο διπλωματικής ισχύος που διαθέτουν σήμερα. Ένα επιχείρημα-αφορμή σε όσες χώρες καραδοκούν στο να αναγνωρίζουν και επίσημα το ψευδοκράτος ως επίσημο τουρκοκυπριακό κράτος.
Ακόμα και αν οι ελληνοκύπριοι εγκρίνουν ένα ομοσπονδιακό μόρφωμα που θα τους αδικεί ως προς την αναλογική εκπροσώπηση τους και θα δίνει υπέρμετρες εξουσίες στους τουρκοκύπριους, αυτό δεν πρόκειται να λειτουργήσει στη πράξη για πολύ. Η βιωσιμότητα του εγχειρήματος δεν διασφαλίζεται μέσα από την ανισοκατανομή εξουσιών και την επακόλουθη ενίσχυση του αισθήματος της αδικίας στην πλειοψηφία των ελληνοκυπρίων. Η συσσώρευση δε τραγικών προσωπικών βιωμάτων και ιστορικών εμπειριών ολόκληρου του κυπριακού ελληνισμού τις τελευταίες δεκαετίες είναι τέτοια που θέτει επιπλέον προσκόμματα στο ενδεχόμενο μιας ειρηνικής συνύπαρξης υπό την σκέπη ενός ενιαίου κράτους. Όπως είναι πρόσκομμα και οι πραγματικές προθέσεις της Τουρκίας που σε καμία περίπτωση δεν ταυτίζονται με την ανάγκη ενός σταθερού και ενιαίου κράτους στο οποίο οι τουρκοκύπριοι θα είναι συνιστώσα πολιτεία και στο οποίο δεν θα έχει κανένα δικαίωμα παρέμβασης (αν το σύστημα των εγγυήσεων καταργηθεί).
Μέσα σε όλα αυτά υπάρχει μια μάζα πολιτών της Κύπρου που πιστεύει πως η μόνη λύση μιας ειρηνικής συνύπαρξης, όσο και αν ακούγεται παράξενο, είναι το διαζύγιο με όρους. Και είναι όντως μια λύση που θα πρέπει να την λάβουμε σοβαρά υπόψιν με βάση τα όσα προαναφέρθηκαν.
[irp posts=”81623″ name=” Ναυάγιο” στο Κυπριακό”]
Η πραγματική διαπραγμάτευση, η αρχή και το τέλος της, είναι το εδαφικό. Μέχρι στιγμής γίνεται υπο το πρίσμα της επανένωσης του νησιού, κρατώντας όλες οι πλευρές του τύπους μιας διαπραγμάτευσης που επιθυμεί πάνω κάτω την επανόρθωση του παλαιού status quo. Υπάρχει όμως το ενδεχόμενο αυτό το πρίσμα να αντικατασταθεί από το πρίσμα της διχοτόμησης και των όρων με τους οποίους αυτή θα συνοδεύεται. Θα είναι πρόταση φυσικά της τουρκοκυπριακής πλευράς και όχι της ελληνοκυπριακής (θα ήταν πολιτικά και διπλωματικά καταστροφικό άλλωστε η κυπριακή κυβέρνηση να έπαιρνε μια τέτοια πρωτοβουλία). Προς το παρόν κανείς δεν μιλάει για αυτήν γιατί κανείς δεν θέλει να επωμιστεί την ευθύνη μιας τέτοιας επιλογής στο blame game που θα ξεκινούσε. Αν τεθεί όμως ως ζήτημα ποια θα είναι η απάντηση του Προέδρου Αναστασιάδη;
Η ελληνοκυπριακή πλευρά θα πρέπει να είναι έτοιμη να συζητήσει μια λύση που θα προτείνει η τουρκοκυπριακή πλευρά και που θα προβλέπει την οριστική διχοτόμηση του νησιού με επιστροφή εδαφών στη Κυπριακή Δημοκρατία και παράλληλη επιστροφή περιουσιών σε χιλιάδες ελληνοκυπρίους, με αντάλλαγμα την αναγνώριση ενός επίσημου τουρκοκυπριακού κράτους από την Κυπριακή Δημοκρατία. Μια λύση που θα μπορούσε να υπερψηφιστεί σε δημοψήφισμα από τους ελληνοκυπρίους μόνον εάν ο Πρόεδρος και οι κυριότερες πολιτικές δυνάμεις της χώρας το επιθυμούσαν και το παρουσίαζαν ως «τη μόνη, σκληρή μεν αλλά ρεαλιστική, λύση». Λύση που αποκαθιστά εν μέρει τα τραύματα της εισβολής μέσω της επιστροφής εδαφών και περιουσιών στους ελληνοκυπρίους και που παράλληλα όμως θα νομιμοποιούσε την κατάληψη εδαφών από την τουρκική πλευρά μέσω της αναγνώρισης ενός τουρκοκυπριακού κράτους. Μια λύση πραγματικά επίπονη για κάθε Κύπριο.
Είναι τώρα η στιγμή που πρέπει να αποφασίσουμε τι είναι αυτό που διασφαλίζει περισσότερο το εθνικό συμφέρον της Κύπρου και της Ελλάδος. Μια ανεξάρτητη Κυπριακή Δημοκρατία με ενισχυμένη εδαφική επικράτεια ή μια διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία με άδικη κατανομή εξουσιών εις βάρος των ελληνοκυπρίων που αργά ή γρήγορα θα καταρρεύσει με ενδεχόμενο κίνδυνο μια περαιτέρω κατάληψη εδαφών της Μεγαλονήσου από τα τουρκικά στρατεύματα; Μια ανεξάρτητη Κύπρο απαλλαγμένη από τον βραχνά του Κυπριακού, πλήρες μέλος της Ε.Ε. (αλλά και του ΝΑΤΟ) και με μια τουρκοκυπριακή κοινότητα δίπλα της που δεν θα καταφέρει ποτέ να φτάσει στο επίπεδο ανάπτυξης της ελληνοκυπριακής πλευράς ή ένα άνισο ομοσπονδιακό μόρφωμα υπό την συνεχή απειλή της εισβολής της Τουρκίας ως εγγυήτριας δύναμης; Ή μήπως υπάρχει κάποια άλλη επιλογή που δεν γνωρίζουμε;
Σε λίγες εβδομάδες θα ξέρουμε. Η στροφή όμως των διαπραγματεύσεων από την προοπτική ενός ενιαίου κράτους στην προοπτική δυο ανεξαρτήτων κρατών αλλά με επιστροφή σημαντικών εδαφών στην Κυπριακή Δημοκρατία είναι περισσότερο μια ευκαιρία παρά μια ήττα για το Έθνος. Είναι μια ευκαιρία να κλείσουμε επιτέλους ένα κεφάλαιο που σε μεγάλο βαθμό από τα δικά μας λάθη προκλήθηκε και γιγαντώθηκε και που συνεχίζει εδώ και πέντε δεκαετίες να εγκλωβίζει Ελλάδα και Κύπρο σε μια αέναη διαπραγμάτευση, που σε κάθε τέλος της βγαίνουμε πιο ζημιωμένοι από την αρχή της.