Γράφει ο Δημήτρης Ράπτης, Δόκιμος Αναλυτής ΚΕΔΙΣΑ
Η επίσκεψη του Τούρκου προέδρου, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στη χώρα μας στις 7 και 8 Δεκεμβρίου 2017 γέννησε πολλά ερωτήματα σχετικά με τη σκοπιμότητά της και την καταλληλότητα της στιγμής που πραγματοποιήθηκε.
Ήταν πράγματι ιστορική η επίσκεψη, όπως την αποκάλεσαν; Έπρεπε να πραγματοποιηθεί τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή; Υπήρχε στρατηγική από πλευράς της χώρας μας και σωστός σχεδιασμός για μία τέτοια επίσκεψη ανωτάτου επιπέδου; Στον απόηχο της διήμερης επίσκεψης προέκυψαν από πολλούς εγχώριους αναλυτές και δημοσιογράφους τα παραπάνω εύλογα ερωτήματα. Στο παρόν άρθρο θα γίνει μία προσπάθεια ανάλυσης των δεδομένων που έχουμε μετά το πέρας της επίσκεψης του Προέδρου της γείτονος χώρας και μία αποτίμηση αυτής.
Είναι γεγονός ότι ο Τούρκος πρόεδρος, πριν ακόμη πατήσει το πόδι του στη χώρα μας έθεσε μονομερώς και σκοπίμως, εφόσον του δόθηκε η ευκαιρία προβολής των αδιάλλακτων θέσεων της Τουρκίας στα Ελληνοτουρκικά ζητήματα, στη συνέντευξη που παραχώρησε στον δημοσιογράφο Αλέξη Παπαχελά, την ατζέντα της επίσκεψης και των συνομιλιών που ακολούθησαν με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τον Πρωθυπουργό.[1] Για εκείνους που παρακολουθούν στενά και εξετάζουν τις εξελίξεις στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, ήταν αναμενόμενα τα ζητήματα που άγγιξε ο Τούρκος πρόεδρος στις δηλώσεις και ομιλίες του. Το πιο φρέσκο βέβαια ζήτημα αποτελεί το αίτημα αναθεώρησης της Συνθήκης της Λωζάννης, για το οποίο έγιναν ουκ ολίγες αναφορές και από τις δύο πλευρές. Η παρουσία του ΠτΔ και του Πρωθυπουργού της χώρας μας απέναντι στις παράλογες απαιτήσεις του κ. Ερντογάν θα έλεγα ότι ήταν αξιόλογη και κατάλληλη των περιστάσεων, εξαιρώντας την αδύναμη εξωλεκτική (γλώσσα του σώματος- body language) παρουσία. Από πλευράς μας, ακολουθήσαμε την πάγια τακτική κατευνασμού της προκλητικής στάσης του Τούρκου προέδρου με αναφορές στο διεθνές δίκαιο σε μία προσπάθεια οικοδόμησης θετικού κλίματος και αποτελεσμάτων. Εύλογα θα υποστήριζε κανείς ότι όλα αυτά τα χρόνια που ακολουθούμε πολιτική κατευνασμού δεν είδαμε απτά αποτελέσματα, παρά μόνο μία ποιοτική και ποσοτική κλιμάκωση των προκλήσεων της Τουρκίας.
Σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει να εξεταστεί η σκοπιμότητα και ο σχεδιασμός της επίσκεψης. Εάν υποθέσουμε ότι οι Έλληνες διαμορφωτές εξωτερικής πολιτικής γνώριζαν τις τουρκικές θέσεις, ποια η στόχευση για την επιλογή κατευναστικής πολιτικής; Μία απάντηση που καλύπτει το παραπάνω ερώτημα μπορεί να δοθεί, εάν αναλογιστούμε το ρόλο των ΗΠΑ και την εμπλοκή τους στην επίσκεψη. Είναι γεγονός ότι οι Αμερικανοτουρκικές σχέσεις το τελευταίο διάστημα είναι τεταμένες με την Τουρκία να προσαρμόζει την εξωτερική της πολιτική σε συνεννόηση με τη Ρωσία. Σίγουρα αυτή η ρήξη στις σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας δεν ευνοούν την εξωτερική πολιτική της υπερδύναμης. Η Τουρκία έπαιζε και συνεχίζει να παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στην Μέση Ανατολή για τις ΗΠΑ, οι οποίες τη βλέπουν να απομακρύνεται όλο και περισσότερο από τη Δυτική Συμμαχία. Η χώρα μας λόγω της συμμαχικής ιδιότητας στα πλαίσια του Βορειοατλαντικού Συμφώνου αλλά και της γεωγραφικής εγγύτητας με την Τουρκία αποτελεί τη μοναδική περίπτωση χώρας που θα μπορούσε να προσπαθήσει να προσδέσει την Τουρκία ξανά στο άρμα της Δύσης. Με μία επιθετική ρητορική στη βάση της ρεαλιστικής σκοπιάς των διεθνών σχέσεων από πλευράς μας, το όλο υποτιθέμενο αμερικανικό σχέδιο επαναπροσέγγισης θα βούλιαζε στο κενό. Επομένως, η κατευναστική ρητορική στα πλαίσια του διεθνούς δικαίου και οι συχνές αναφορές στην επαναπροσέγγιση Τουρκίας-ΕΕ και στις ενταξιακές διαπραγματεύσεις της γείτονος χώρας καλύπτουν τους στόχους της υπερδύναμης, ασχέτως εάν ο Ερντογάν, όπως ο ίδιος δήλωσε επιθυμεί να συνεχίσει χτίζοντας πάνω στο θετικό κλίμα που επικρατεί στις Ρωσοτουρκικές σχέσεις.
Σε κάθε άλλο σενάριο, η επίσκεψη του Τούρκου προέδρου στην Ελλάδα δεν απέφερε κανένα όφελος στη χώρα μας, παρά μόνο απεδείχθη πλέον και στους πεπεισμένους υποστηρικτές της «ελληνοτουρκικής φιλίας» ότι οι προθέσεις του κ. Ερντογάν δεν είναι και τόσο φιλικές. Η απόδειξη, εκτός από τις εμφανείς δηλώσεις και την εκτός πρωτοκόλλου συζήτηση ΠτΔ-Ερντογάν ήρθε και από το πανίσχυρο εξωλεκτικό μήνυμα του σουλτάνου που σχολιάστηκε σφόδρα. Έπρεπε να πραγματοποιηθεί αυτή η επίσκεψη; Η Τουρκία αντιμετωπίζει σημαντικά προβλήματα στο εσωτερικό της με πρωταρχικό την συριακή κρίση, το προσφυγικό ρεύμα που έχει δημιουργηθεί καθώς αποτελεί στις μέρες μας το κράτος με τους περισσότερους πρόσφυγες παγκοσμίως (οι επισήμως καταγεγραμμένοι Σύριοι ανέρχονται σε 3.320.000 και 1.000.000 επιπλέον πρόσφυγες και μετανάστες από άλλες χώρες[2]) αλλά και το κουρδικό ζήτημα και τη διαμάχη με το PKK. Οι σχέσεις της με τις ΗΠΑ και τα υπόλοιπα κράτη της Ε.Ε. συμπεριλαμβανομένης της χώρας μας, είναι τεταμένες. Για ποιο λόγο να προσκαλέσουμε υπό αυτές τις συνθήκες τον Τούρκο πρόεδρο στη χώρα μας; Με ποιο σκεπτικό και ποια στρατηγική;
[irp posts=”164747″ name=”Ο Ερντογάν βρήκε και τα κάνει…”]
Μία συνάντηση τέτοιου επιπέδου θα έπρεπε να πραγματοποιηθεί με συγκεκριμένη ατζέντα ρυθμιζόμενη εξαρχής σε διμερές επίπεδο και να τηρηθούν κατά γράμμα όλες οι προβλεπόμενες από το πρωτόκολλο διαδικασίες με σκοπό το μεγαλύτερο δυνατό όφελος για τη χώρα μας σε μία ευνοϊκή χρονική περίοδο. Με όλα τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο κ. Ερντογάν στο εσωτερικό της Τουρκίας ήταν δεδομένο ότι θα «ξεσπάσει» στην Ελλάδα, περισσότερο επικοινωνιακά για εσωτερική κατανάλωση και αναπτέρωση του ηθικού των Τούρκων πολιτών και για την αυτοπροβολή του ως το δυναμικό ισλαμιστή ηγέτη που θέτει το συμφέρον της χώρας του παντού και πάντα στην πρώτη γραμμή. Επομένως, η χρονική περίοδος για την επίσκεψη αυτή κρίθηκε ακατάλληλη, πόσο μάλλον η θετική απάντησή της χώρας μας στο αίτημα για «περιοδεία» στη Θράκη ενώ είχε προηγηθεί η προκλητικότατη επίσκεψη του Τούρκου αντιπροέδρου Χακάν Τσαβούσογλου και ενώ γνωρίζουμε ότι πάγιο αίτημα της Τουρκίας ασχέτως εθνοτικής καταγωγής των μειονοτήτων είναι η αλλαγή του όρου «μουσουλμανική μειονότητα» σε «τουρκική μειονότητα» με στόχο την ταύτιση όλων των εθνοτικών ομάδων με την τουρκική ταυτότητα.
Συμπερασματικά, σίγουρα θα πρέπει να υπάρχουν ανοιχτοί δίαυλοι επικοινωνίας μεταξύ των χωρών, πράγμα που αποτελεί το ύψιστο καθήκον της διπλωματίας, πόσο μάλλον όταν οι Έλληνες κάνουμε λόγο για σεβασμό στο διεθνές δίκαιο και για σχέσεις και συνθήκες καλής γειτονίας, ωστόσο τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή αυτό που καταφέραμε είναι να τεθούν επισήμως στις «ελληνοτουρκικές διαφορές» από πλευράς Τουρκίας και το ζήτημα αναθεώρησης της Συνθήκης της Λωζάννης αλλά και ο παράγοντας Θράκη ενώ επιβεβαιώθηκε ότι οι προκλητικές δηλώσεις και ενέργειες της γείτονος χώρας δε θα σταματήσουν. Προς αναζήτηση εθνικής στρατηγικής λοιπόν…
Πηγές
[1] Αλέξης Παπαχελάς, Συνέντευξη Ερντογάν: Θέλει Επικαιροποίηση η «Λωζάνη», Η Καθημερινή, 7 Δεκεμβρίου 2017, http://www.kathimerini.gr/938038/gallery/proswpa/synentey3eis/synentey3h-erntogan-8elei-epikairopoihsh-h-lwzannh. (Πρόσβαση στις 12 Δεκεμβρίου 2017)
[2] Άγγελος Μ. Συρίγος, Επίσκεψη σε Κενό Στρατηγικής, Realnews, 3 Δεκεμβρίου 2017, http://www.real.gr//Files/Articles/Document/648965.pdf. (Πρόσβαση στις 12 Δεκεμβρίου 2017)