Γράφει η Αλεξάνδρα Αλεξανδρίδου, Αναλύτρια Κέντρου Διεθνών Στρατηγικών Αναλύσεων (ΚΕΔΙΣΑ)
Ένα από τα πιο εντυπωσιακά χαρακτηριστικά του πολέμου της Συρίας στη διάρκεια του 2016 είναι οι αλλεπάλληλες αλλά συνεχώς αποτυχημένες ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις υπό την αιγίδα του ΟΗΕ.
Άλλοτε με πρωτοβουλία του Ειδικού Απεσταλμένου του ΟΗΕ για τη Συρία Steffan de Mistura, άλλοτε με πρωτοβουλία των Υπουργών Εξωτερικών ΗΠΑ και Ρωσίας, οι ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις δεν ευοδώνονται όποια και αν είναι η σύνθεση της ομάδας των διαπραγματευόμενων και όποιες κατευθυντήριες γραμμές και αν έχουν δοθεί εκ των προτέρων.
Ένας από τους κύριους λόγους αδιεξόδου είναι οι διχογνωμίες ως προς το ποιοι θα πρέπει να κληθούν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Από τη μία, οι αντικαθεστωτικές ομάδες ζητούν από τον Άσσαντ να σταματήσει τους βομβαρδισμούς προκειμένου να συζητήσουν μαζί του, από την άλλη η Ρωσία, η Σαουδική Αραβία και η Τουρκία διαφωνούν ως προς το ποιες ομάδες αντικαθεστωτικών θα πρέπει να λάβουν μέρος στις διαπραγματεύσεις, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την αντίρρηση της Τουρκίας στην παρουσία Κουρδικών ομάδων στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Ο Άσσαντ εμφανίζεται ανένδοτος σε οποιοδήποτε σχέδιο περιλαμβάνει τη σταδιακή αποχώρησή του από την εξουσία, δίνοντας την εντύπωση στους συνομιλητές του ότι δεν υπάρχει ουσιαστικός λόγος για διαπραγματεύσεις και ότι η μοναδική επιλογή είναι η συνέχιση του πολέμου. Αυτό κάνει όλες τις πλευρές ιδιαίτερα καχύποπτες, με αποτέλεσμα οι ειρηνευτικές συζητήσεις να αντιμετωπίζονται ως τυπικές διαδικασίες και όχι ως ουσιαστικός διάλογος που θα συγκεράσει τις αντικρουόμενες απαιτήσεις. Οι συνομιλίες λειτουργούν δηλαδή ως αυτοεκπληρούμενες προφητείες. Με το να πιστεύουν οι αντίπαλες πλευρές ότι οι συνομιλίες είναι ατελέσφορες τελικά οδηγούνται στο αδιέξοδο που υποτίθεται ότι ήθελαν να αποφύγουν.
Η πορεία των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων είχε δρομολογηθεί ήδη από το Νοέμβριο του 2015 στη Βιέννη, όπου οι εγγυήτριες δυνάμεις στη Συρία, μεταξύ των οποίων οι ΗΠΑ, η Ρωσία, η Τουρκία, το Ιράν και η Σαουδική Αραβία, είχαν προτείνει την απομάκρυνση του Άσσαντ από την εξουσία μετά από μία μεταβατική περίοδο 18 μηνών, κατά την διάρκεια της οποίας προβλεπόταν η παύση των εχθροπραξιών, η διεξαγωγή εκλογών και η ψήφιση νέου συντάγματος. Ο Άσσαντ φυσικά κατέστησε σαφές ότι από τη μεριά του δεν τίθετο θέμα αποχώρησης του από την εξουσία. Από την άλλη μεριά, οι αντιστασιακές ομάδες εμφανίζονταν διαιρεμένες και χωρίς ένα συνεκτικό εναλλακτικό πρόγραμμα έναντι του Άσσαντ, ενώ η αντιπαράθεση που γεννήθηκε μεταξύ Ιράν και Σαουδικής Αραβίας φανέρωσε τις βλέψεις των δύο χωρών να ισχυροποιήσουν τα δικά τους συμφέροντα στην περιοχή της Μέσης Ανατολής, παρά να συνεισφέρουν στη σταθεροποίηση της κατάστασης στη Συρία.
Αλλά και από πλευράς ΗΠΑ και Ρωσίας, η προώθηση των διαπραγματεύσεων αποσκοπεί περισσότερο στην επαναπροσέγγιση μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων μετά τη ρήξη που είχε επέλθει μεταξύ τους σχετικά με την Ουκρανία, παρά στην ειλικρινή επιθυμία τους για οριστικό τερματισμό του πολέμου. Παρόλο που οι δύο χώρες υποστηρίζουν διαφορετικά στρατόπεδα στη συριακή εμφύλια σύγκρουση, οι ΗΠΑ ποτέ δεν θεωρούσαν ότι έχουν ζωτικά ίδια συμφέροντα στη Συρία, για αυτό το λόγο άλλωστε δεν έχουν εμπλακεί άμεσα μέχρι τώρα. Από την άλλη, η Ρωσία έχει λάβει ξεκάθαρη θέση υπέρ του Άσσαντ, θέλοντας να στείλει το μήνυμα στις χώρες τις περιοχής ότι στέκεται στο πλευρό των συμμάχων της με κάθε κόστος, σε αντίθεση με τις ΗΠΑ που τους εγκαταλείπουν όταν αλλάζουν τα συμφέροντά τους, όπως για παράδειγμα συνέβη με την πτώση του Καντάφι στη Λιβύη και του Μουμπάρακ στην Αίγυπτο. Με τον τρόπο αυτό η Ρωσία αποσκοπεί στο να πάρει υπό την προστασία της κάποιες από τις μικρότερες δυνάμεις της Μέσης Ανατολής, που παραδοσιακά ήταν φίλα προσκείμενες προς τις ΗΠΑ. Παρ’ όλους τους ανταγωνισμούς ΗΠΑ-Ρωσίας στη Μέση Ανατολή, τα συμφέροντά τους στην περιοχή δεν είναι αντιδιαμετρικά αντίθετα, πράγμα που αφήνει το περιθώριο καλυτέρευσης των μεταξύ τους σχέσεων προωθώντας την ειρήνη στη Συρία. Ο πρωταρχικός κοινός τόπος της μεταξύ τους συνεννόησης είναι άλλωστε η αμοιβαία επιθυμία τους για την εξολόθρευση του Ισλαμικού Κράτους.
[irp posts=”78556″ name=”Το ISIS έκλεισε τα σύνορα Συρίας-Ιράκ”]
Οι παραπάνω εξελίξεις και τα παιχνίδια συμφερόντων μεταξύ των τρίτων χωρών, όπως είναι φυσικό, οδηγούν σε αδιέξοδο την πορεία των διαπραγματεύσεων υπό τον ΟΗΕ, οι οποίες ωστόσο δε θα πρέπει σε καμία περίπτωση να εγκαταλειφθούν ολοσχερώς. Κάτι τέτοιο θα έδινε την εντύπωση ότι δεν υπάρχει καμία εναλλακτική στη διαιώνιση του πολέμου, ενώ θα αποτελούσε ηθική νίκη για το Ισλαμικό Κράτος που θα έβλεπε τους εχθρούς του διαιρεμένους και ανίκανους να το αντιμετωπίσουν συλλογικά. Υπάρχουν όμως και ανθρωπιστικοί λόγοι για τους οποίους η συνέχιση των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων είναι επιβεβλημένη, ώστε με την παύση των εχθροπραξιών να μπορεί η ανθρωπιστική βοήθεια των Ηνωμένων Εθνών να φθάνει ανενόχλητη στις πληγείσες από τον πόλεμο περιοχές.
Επιπλέον, είναι γνωστό ότι οι ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις είναι μία μακροχρόνια διαδικασία, τα αποτελέσματά της οποίας φαίνονται σε βάθος χρόνου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η περίπτωση της Κύπρου, όπου οι ειρηνευτικές δυνάμεις του ΟΗΕ μετρούν πάνω από σαράντα χρόνια συνεχούς παρουσίας. Μόλις φέτος έχει αρχίσει να διαφαίνεται μία επαναπροσέγγιση της ελληνοκυπριακής και τουρκοκυπριακής πλευράς ως προς την επίλυση της μεταξύ τους έριδας, γεγονός που καταδεικνύει ότι η διαμεσολάβηση από πλευράς ΟΗΕ δε θα πρέπει να αποθαρρύνεται, όσο δύσκολη και αδιέξοδη και αν φαίνεται. Αλλά και στην περίπτωση που ο Άσσαντ αποχωρήσει από την εξουσία, ο ρόλος του ΟΗΕ θα είναι κομβικός για τη διατήρηση της ομαλότητας στο εσωτερικό της Συρίας, καθώς οι αντικαθεστωτικές φατρίες θα αντιμάχονται η μία την άλλη για την αναρρίχηση στην εξουσία. Ο ΟΗΕ έχει αποδείξει ότι μπορεί να διαχειριστεί κατάλληλα ανάλογες καταστάσεις, όπως συνέβη με τη Σομαλία, όπου κατάφερε σταδιακά να μειώσει τις βιαιοπραγίες μεταξύ των αντιμαχόμενων πολιτικών ομάδων.
Παρόλο λοιπόν που οι ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις φαίνονται καταδικασμένες να αποτυγχάνουν, καθώς η μία αναβολή διαδέχεται την άλλη και καμία πλευρά δε φαίνεται σίγουρη για το τι θέλει να αποσπάσει από το διαπραγματευτικό παζάρι, σε καμία περίπτωση δε θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως αυτοσκοπός που δεν επετεύχθη, αλλά ως αναπόσπαστο μέρος της επίπονης προσπάθειας τερματισμού ενός πολέμου που μετρά ήδη πέντε χρόνια.