Πρωταρχικό καθήκον της επόμενης κυβέρνησης σύμφωνα με το διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα θα πρέπει να είναι (α) η εφαρμογή του προγράμματος μεταρρυθμίσεων που θα βελτιώσει την διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα και θα αυξήσει την ολική παραγωγικότητα της οικονομίας και (β) η επιστροφή σε πρωτογενή, διαρθρωτικά δημοσιονομικά πλεονάσματα της τάξης του 2% του ΑΕΠ, ώστε φέτος να ανακτηθεί, να διατηρηθεί, και μεσοπροθέσμως να υπερακοντιστεί, η επενδυτική βαθμίδα, η οποία θα έχει ευνοϊκές πολλαπλασιαστικές επιδράσεις σε όλους τους τομείς της οικονομίας.
Όπως ανέφερε ο ίδιος μιλώντας σήμερα στο Ελληνικό Ινστιτούτο Εσωτερικών Ελεγκτών «2nd Banking Forum: Internal Audit, Risk Management & Compliance: Three voices – Two lines – One mission!» παρά την πρόοδο της ελληνικής οικονομίας σε πολλούς τομείς και την άνοδο στην κλίμακα κατάταξης των τελευταίων ετών, η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να έχει χρονίζοντα διαρθρωτικά προβλήματα, με αποτέλεσμα να κατατάσσεται ακόμα σχετικά χαμηλά στους δείκτες διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας. Εξάλλου, όπως είπε, το ΑΕΠ της χώρας εξακολουθεί να υπολείπεται σημαντικά των επιπέδων του 2008, το δημόσιο χρέος παραμένει το υψηλότερο της ευρωζώνης, ενώ το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών βρίσκεται πάνω από το 6% του ΑΕΠ.
Προειδοποίησε δε ότι ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας θα ήταν η απώλεια της αξιοπιστίας της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής, που τόσο δύσκολα έχει ανακτηθεί, και η επιστροφή σε πρακτικές του παρελθόντος.
Αναφερόμενος στον τραπεζικό τομέα στην Ελλάδα υποστήριξε ότι έχει πραγματοποιήσει τα τελευταία έτη σημαντικά βήματα προόδου και έχει ισχυροποιηθεί, ώστε να είναι σε καλύτερη θέση να αντιμετωπίσει ενδεχόμενες αναταράξεις και κλυδωνισμούς, όπως αυτούς που βιώσαμε πρόσφατα. Ωστόσο, όπως είπε, ενώ οι προοπτικές για το εγγύς μέλλον προδιαγράφονται θετικές, παραμένουν προκλήσεις, όπως είναι η περαιτέρω βελτίωση της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού στα επίπεδα του ευρωπαϊκού μέσου όρου, εν μέσω πιέσεων στη χρηματοοικονομική κατάσταση νοικοκυριών και επιχειρήσεων λόγω του πληθωρισμού, της ανόδου των επιτοκίων αλλά και της επιβράδυνσης της οικονομικής δραστηριότητας.
Ταυτόχρονα, σύμφωνα με τον ίδιο προκλήσεις αποτελούν η επίτευξη διατηρήσιμης κερδοφορίας και η περαιτέρω ποσοτική και ποιοτική ενίσχυση της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών, η οποία υπολείπεται του μέσου όρου των πιστωτικών ιδρυμάτων υπό την άμεση εποπτεία της ΕΚΤ.
Η ομιλία του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα στο Ελληνικό Ινστιτούτο Εσωτερικών Ελεγκτών
«Η αξιοπιστία της οικονομικής πολιτικής και οι προκλήσεις του τραπεζικού τομέα και της εποπτείας του»
Κυρίες και κύριοι,
Χαίρομαι που μου δίνεται η ευκαιρία να συμμετέχω στη σημερινή εκδήλωση του Ινστιτούτου Εσωτερικών Ελεγκτών Ελλάδας και να μοιραστώ μαζί σας τις σκέψεις μου για τις προκλήσεις και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, κυρίως όμως για τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει το ελληνικό τραπεζικό σύστημα και η εποπτεία του, καθώς και για την σημασία του εσωτερικού ελέγχου, της διαχείρισης κινδύνων και της κανονιστικής συμμόρφωσης.
H ελληνική οικονομία, εν μέσω πρωτοφανών εξωγενών διαταραχών και διάχυτης αβεβαιότητας, έχει καταφέρει να σημειώσει σημαντική πρόοδο μετά τη μεγάλη κρίση χρέους της προηγούμενης δεκαετίας, παρουσιάζοντας υψηλή ανθεκτικότητα, ενώ παράλληλα ενισχύθηκε η αξιοπιστία της οικονομικής πολιτικής. Αυτό είναι αποτέλεσμα της μεγάλης δημοσιονομικής προσαρμογής, της ριζικής αναδιάρθρωσης του δημόσιου χρέους, των εκτεταμένων μεταρρυθμίσεων και της αναδιάρθρωσης του τραπεζικού τομέα. Οι σημαντικές αυτές αλλαγές διόρθωσαν σε μεγάλο βαθμό βασικές μακροοικονομικές ανισορροπίες.
Η ικανότητα της χώρας να παράγει διαρθρωτικά πρωτογενή πλεονάσματα περίπου 2% του ΑΕΠ αποτελεί πολύ σημαντικό στοιχείο της αξιοπιστίας της οικονομικής πολιτικής. Αυτό, σε συνδυασμό με τα ευνοϊκά χαρακτηριστικά της δομής του δημόσιου χρέους ως αποτέλεσμα της ριζικής αναδιάρθρωσής του, καθιστά τη δυναμική του λόγου χρέους/ΑΕΠ ιδιαίτερα ανθεκτική σε αρνητικές διαταραχές μεσοπρόθεσμα, και το χρέος βιώσιμο μακροπρόθεσμα, ενισχύοντας έτσι την εμπιστοσύνη στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
Η ανταγωνιστικότητα σε όρους σχετικών τιμών και σχετικού κόστους εργασίας έχει βελτιωθεί σημαντικά από το 2010 και μετά. Αυτή η επίπονη και εκτεταμένη ανάκτηση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας οφείλεται κατά ένα μεγάλο μέρος στη μεταρρύθμιση του ευρύτερου θεσμικού πλαισίου καθορισμού των μισθολογικών αυξήσεων και στην απελευθέρωση της αγοράς εργασίας.
Τη διετία 2021-22 οι εισροές ξένων άμεσων επενδύσεων ενισχύθηκαν σημαντικά (ανήλθαν σε 2,8% και 3,1% του ΑΕΠ αντιστοίχως, έναντι μέσου όρου 0,9% για την περίοδο 2002-18) και αποτέλεσαν βασικό εργαλείο για τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης, την προώθηση της παραγωγικότητας και της απασχόλησης και την εισαγωγή καινοτόμων τεχνολογιών. Σε συνδυασμό με την αυξημένη ροή πόρων από τα Ευρωπαϊκά Διαρθρωτικά Ταμεία και το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, η οποία εκτιμάται ότι θα είναι τουλάχιστον 3% του ΑΕΠ ετησίως τα επόμενα πέντε χρόνια, εξασφαλίζουν σημαντικούς πόρους για την ανάπτυξη της χώρας, την ενεργειακή μετάβαση και τον ψηφιακό μετασχηματισμό.
Τα τελευταία χρόνια πραγματοποιήθηκε επίσης εκτεταμένη αναδιάρθρωση του τραπεζικού τομέα. Οι τράπεζες έχουν εξυγιάνει σε μεγάλο βαθμό τους ισολογισμούς τους, αντιμετωπίζοντας το πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Οι συνθήκες ρευστότητας έχουν βελτιωθεί με την αύξηση του αποθέματος των καταθέσεων και τη σταθερή πρόσβαση στις αγορές κεφαλαίων. Οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας διατηρούνται σε ικανοποιητικά επίπεδα, άνω του ελάχιστου εποπτικού ορίου, ενώ η κερδοφορία βελτιώθηκε σημαντικά το 2022.
Καθοριστική συμβολή στην ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας τα τελευταία χρόνια και στην εμπέδωση κλίματος εμπιστοσύνης είχε η στήριξη εκ μέρους ευρωπαϊκών θεσμών στην ακολουθούμενη οικονομική πολιτική. Η δυνατότητα αγοράς τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου στο έκτακτο πρόγραμμα αγοράς τίτλων λόγω της πανδημίας (Pandemic Emergency Purchase Programme – ΡΕΡΡ) της ΕΚΤ παρά την έλλειψη επενδυτικής βαθμίδας των τίτλων αυτών, και, όπως ήδη αναφέρθηκε, η συμμετοχή της Ελλάδας στο ευρωπαϊκό μέσο ανάκαμψης NextGenerationEU (NGEU), αποτελούν δύο σημαντικά παραδείγματα αυτής της συμβολής.
Παρά την πρόοδο σε πολλούς τομείς και την άνοδο στην κλίμακα κατάταξης των τελευταίων ετών, η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να έχει χρονίζοντα διαρθρωτικά προβλήματα, με αποτέλεσμα να κατατάσσεται ακόμα σχετικά χαμηλά στους δείκτες διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας. Παραδείγματα τέτοιων εγγενών αδυναμιών αποτελούν οι καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης, η γραφειοκρατία και η αναποτελεσματικότητα που εξακολουθεί να υπάρχει σε ορισμένους τομείς της δημόσιας διοίκησης, η υστέρηση σε ορισμένες βασικές υποδομές, η μικρή συμμετοχή των γυναικών και των νέων στην αγορά εργασίας σε συνδυασμό με τη δυσμενή εξέλιξη του δημογραφικού, οι καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση του εθνικού κτηματολογίου, η ανεπαρκής καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, ελλείψεις στο λεγόμενο “τρίγωνο της γνώσης” (παιδεία – έρευνα ‒ καινοτομία), οι οιονεί ολιγοπωλιακές συνθήκες σε συγκεκριμένες αγορές αγαθών και υπηρεσιών, και οι στρεβλώσεις στην αγορά ενέργειας. Το ΑΕΠ της χώρας εξακολουθεί να υπολείπεται σημαντικά των επιπέδων του 2008, το δημόσιο χρέος παραμένει το υψηλότερο της ευρωζώνης, ενώ το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών βρίσκεται πάνω από το 6% του ΑΕΠ.
Καθώς οι προκλήσεις για την χρηματοπιστωτική σταθερότητα παγκοσμίως παραμένουν υψηλές με διαδοχικές κρίσεις και διάχυτη, αυξημένη αβεβαιότητα, ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας θα ήταν η απώλεια της αξιοπιστίας της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής, που τόσο δύσκολα έχει ανακτηθεί, και η επιστροφή σε πρακτικές του παρελθόντος. Απαιτείται σύνεση, υπευθυνότητα και δέσμευση των υπευθύνων χάραξης της οικονομικής πολιτικής ώστε να διαφυλαχθούν οι θυσίες της προηγούμενης περιόδου και να συνεχιστεί η πρόοδος που έχει επιτευχθεί. Θα πρέπει να τεθεί ως πρωταρχικό καθήκον της επόμενης κυβέρνησης (α) το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων που θα βελτιώσει την διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα και θα αυξήσει την ολική παραγωγικότητα της οικονομίας και (β) η επιστροφή σε πρωτογενή, διαρθρωτικά δημοσιονομικά πλεονάσματα της τάξης του 2% του ΑΕΠ, ώστε φέτος να ανακτηθεί, να διατηρηθεί, και μεσοπροθέσμως να υπερακοντιστεί, η επενδυτική βαθμίδα, η οποία θα έχει ευνοϊκές πολλαπλασιαστικές επιδράσεις σε όλους τους τομείς της οικονομίας.
Θα μου επιτρέψετε όμως να εστιάσω το κύριο μέρος της ομιλίας μου στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Το 2022 ήταν ένα έτος ορόσημο για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα καθώς, μετά από αρκετά χρόνια, υπήρξε θεαματική βελτίωση σε όλους τους τομείς, ώστε πλέον να κάνουμε λόγο για σταδιακή επιστροφή στην κανονικότητα. Πιο συγκεκριμένα:
Η ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου των πιστωτικών ιδρυμάτων βελτιώθηκε σημαντικά. Ο λόγος των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) προς το σύνολο των δανείων διαμορφώθηκε το Δεκέμβριο του 2022 σε 8,7%, έναντι 12,7% τον Δεκέμβριο του 2021, με το συνολικό απόθεμα των ΜΕΔ να ανέρχεται σε 13,2 δισεκ. ευρώ, μειωμένο κατά 28,2% σε ετήσια βάση. Για πρώτη φορά δηλαδή μετά το 2009, το σύστημα βρίσκεται ξανά με μονοψήφιο δείκτη ΜΕΔ. Σημειώνεται ότι η συνολική μείωση των ΜΕΔ σε σχέση με το υψηλότερο επίπεδό τους, το οποίο καταγράφηκε το Μάρτιο του 2016, ανέρχεται πλέον σε 88% ή 94 δισεκ. ευρώ. Η μείωση αυτή αντανακλά την πρόοδο στις προσπάθειες εξυγίανσης του δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών, κυρίως μέσω των τιτλοποιήσεων δανείων με την χρήση των κρατικών εγγυήσεων του προγράμματος ‘Ηρακλής’.
Οι τράπεζες επανεκκίνησαν τη χρηματοδότηση προς την πραγματική οικονομία. Σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, το Δεκέμβριο του 2022, o ετήσιος ρυθμός μεταβολής της συνολικής χρηματοδότησης του ιδιωτικού τομέα ανήλθε σε 6,3%, ενώ ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής της χρηματοδότησης των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων (ΜΧΕ) διαμορφώθηκε στο 11,8%.
Το 2022 οι ελληνικές τράπεζες κατέγραψαν κέρδη μετά από φόρους και διακοπτόμενες δραστηριότητες ύψους 3,6 δισεκ. ευρώ, επιστρέφοντας στην κερδοφορία έπειτα από αρκετές ζημιογόνες χρήσεις. Στην εξέλιξη αυτή συνέβαλαν καθοριστικά η αύξηση των μη επαναλαμβανόμενων εσόδων καθώς και ο σχηματισμός μειωμένων προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο λόγω της βελτίωσης της ποιότητας του ενεργητικού. Παράλληλα, κατά τη διάρκεια του 2ου εξαμήνου του έτους αυξήθηκαν τα έσοδα από κύριες τραπεζικές εργασίες, και ιδίως τα καθαρά έσοδα από τόκους, καθώς οι τράπεζες ευνοήθηκαν από την αύξηση των βασικών επιτοκίων και την ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής. Αξίζει επίσης να αναφερθεί η πρόοδος σε σχέση με τη μείωση των λειτουργικών εξόδων.
Η κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζικών ομίλων ενισχύθηκε σημαντικά το 2022, κυρίως λόγω της αύξησης των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών μέσω της κερδοφορίας και δευτερευόντως λόγω της έκδοσης πρόσθετων μέσων κεφαλαίου. Συγκεκριμένα, ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας αυξήθηκε σε 17,5% το Δεκέμβριο του 2022, από 16,2% το 2021. Ενσωματώνοντας την πλήρη επίδραση του IFRS 9 (ΔΠΧΑ 9), ο Δείκτης διαμορφώθηκε σε 16,4%.
Τέλος, οι συνθήκες ρευστότητας παραμένουν ικανοποιητικές. Κατά τη διάρκεια του 2022, οι καταθέσεις συνέχισαν την ανοδική τους πορεία, αν και ο ετήσιος ρυθμός ανόδου τους επιβραδύνθηκε, αντικατοπτρίζοντας την ισχυρή οικονομική ανάπτυξη, παρά την αρνητική επίδραση του υψηλού πληθωρισμού. Η ανοδική πορεία των καταθέσεων συνετέλεσε σε σημαντικό βαθμό ώστε τα ρευστά διαθέσιμα των ελληνικών πιστωτικών ιδρυμάτων να παραμείνουν σε υψηλό επίπεδο παρά την πρόωρη και μερική αποπληρωμή των δανείων στο πλαίσιο των πράξεων πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης (Targeted Longer-Term Refinancing Operations ‒ TLTRO-III) της ΕΚΤ.
Το τελευταίο χρονικό διάστημα οι κίνδυνοι για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα παγκοσμίως έχουν αυξηθεί. Η διατήρηση των πληθωριστικών πιέσεων, παρά την ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής, σε συνδυασμό με τους αυξημένους γεωπολιτικούς κινδύνους (όπως η Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και η ένταση στις σχέσεις μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας), δημιουργούν υψηλή αβεβαιότητα και κινδύνους που περιβάλλουν το διεθνές χρηματοπιστωτικό περιβάλλον.
Η πρόσφατη τραπεζική αναταραχή στις ΗΠΑ και στην Ελβετία κατέδειξε την ταχύτητα μετάδοσης και διάχυσης των κινδύνων στο σύγχρονο χρηματοπιστωτικό περιβάλλον. Οι αδυναμίες μεμονωμένων τραπεζών, υπό συνθήκες κλονισμού της εμπιστοσύνης των επενδυτών και καταθετών, μεγεθύνονται και διαχέονται με μεγάλη ταχύτητα τόσο σε άλλα πιστωτικά ιδρύματα εντός της χώρας όπου εδρεύουν οι τράπεζες αυτές όσο και διεθνώς, λόγω της διασύνδεσης των χρηματοπιστωτικών αγορών παγκοσμίως. Συνεπώς, η διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας απαιτεί την περαιτέρω θωράκιση του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Όπως προαναφέρθηκε, ο τραπεζικός τομέας στην Ελλάδα έχει πραγματοποιήσει τα τελευταία έτη σημαντικά βήματα προόδου και έχει ισχυροποιηθεί, ώστε να είναι σε καλύτερη θέση να αντιμετωπίσει ενδεχόμενες αναταράξεις και κλυδωνισμούς, όπως αυτούς που βιώσαμε πρόσφατα. Ωστόσο, ενώ οι προοπτικές για το εγγύς μέλλον προδιαγράφονται θετικές, παραμένουν προκλήσεις, όπως η περαιτέρω βελτίωση της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού στα επίπεδα του ευρωπαϊκού μέσου όρου, εν μέσω πιέσεων στη χρηματοοικονομική κατάσταση νοικοκυριών και επιχειρήσεων λόγω του πληθωρισμού, της ανόδου των επιτοκίων αλλά και της επιβράδυνσης της οικονομικής δραστηριότητας. Ταυτόχρονα, προκλήσεις αποτελούν η επίτευξη διατηρήσιμης κερδοφορίας και η περαιτέρω ποσοτική και ποιοτική ενίσχυση της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών, η οποία υπολείπεται του μέσου όρου των πιστωτικών ιδρυμάτων υπό την άμεση εποπτεία της ΕΚΤ (ΔΚΕ 19,4% το Δεκέμβριο του 2022).
Η αναταραχή στο τραπεζικό σύστημα των ΗΠΑ δείχνει τη σημασία που έχουν οι συνετές και επαρκείς πρακτικές διαχείρισης κινδύνων και εσωτερικού ελέγχου σε ένα πιστωτικό ίδρυμα, μαζί βεβαίως με ένα αποτελεσματικό σύστημα εποπτείας και διαχείρισης κρίσεων. Αν και ακόμα είναι νωρίς προκειμένου να αντλήσουμε συμπεράσματα από την πρόσφατη κρίση, είναι προφανές ότι στις περισσότερες περιπτώσεις των τραπεζών που κατέρρευσαν, δεν ακολουθήθηκαν βασικές πρακτικές διαχείρισης κινδύνου και εσωτερικού ελέγχου, απόρροια, μεταξύ άλλων, και της ‘χαλάρωσης’ της εποπτείας των μικρών και μεσαίων πιστωτικών ιδρυμάτων από τις αρμόδιες αρχές στις ΗΠΑ από τα μέσα του 2019. Είναι επίσης γεγονός ότι ο κίνδυνος αυτός που συχνά εκδηλώνεται μέσω της μαζικής απόσυρσης καταθέσεων (bank run) και την αποστράγγιση της ρευστότητας των τραπεζών, στην σημερινή εποχή της ψηφιακής, μη αυτοπρόσωπης τραπεζικής(digital, non face to face banking) και των άμεσων πληρωμών (instant payments), μπορεί πλέον να πραγματωθεί με εντυπωσιακή ταχύτητα, συγκρινόμενο με το παρελθόν και την πρόσφατη δική μας εμπειρία.
Η επιτυχημένη εφαρμογή πρακτικών διαχείρισης κινδύνου από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα στη σημερινή εποχή συνιστά σημαντική πρόκληση λόγω του αυξημένου ψηφιακού μετασχηματισμού του χρηματοπιστωτικού συστήματος, της υιοθέτησης τεχνολογικής καινοτομίας και της ολοένα επεκτεινόμενης διασύνδεσης των χρηματοπιστωτικών φορέων μεταξύ τους αλλά και με τρίτους παρόχους ή εταιρείες τεχνολογίας.
Είναι δεδομένο ότι η εκτεταμένη χρήση της τεχνολογίας, της πληροφορικής και των τηλεπικοινωνιών από τις εταιρείες του χρηματοπιστωτικού τομέα έχει συμβάλει, μεταξύ άλλων, στην αποδοτικότερη διαχείριση των επιχειρηματικών πόρων, στην καλύτερη επίβλεψη και στον αποτελεσματικότερο έλεγχο του συνόλου των δραστηριοτήτων τους, αλλά και στην γεωγραφική τους επέκταση με χαμηλό κόστος. Η μετάβαση σε μια πιο τεχνολογικά καθοδηγούμενη αγορά χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών παρουσιάζει πολλά οφέλη για τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, τα οποία περιλαμβάνουν μειωμένο κόστος, βελτιωμένη εμπειρία πελατών και αυξημένη ταχύτητα συναλλαγών, μείωση του χρόνου ανοίγματος λογαριασμού και άμεση πρόσβαση σε διαδικτυακές υπηρεσίες. Δημιουργεί όμως παράλληλα νέες περιοχές κινδύνων για τις οποίες είναι σημαντικό να ακολουθούνται οι βέλτιστες πρακτικές διαχείρισης κινδύνου καθώς και η στενή παρακολούθηση του αντίστοιχα εξελισσόμενου κανονιστικού πλαισίου και η συμμόρφωση με αυτό το ταχύτερο δυνατό.
Θα ήθελα πολύ συνοπτικά να εστιάσω σε ορισμένες από τις περιοχές αυτές που μας απασχολούν και εμάς ως εποπτική αρχή και για τις οποίες ήδη καλούμαστε να αναπτύξουμε γνώσεις και εργαλεία προκειμένου να διασφαλίσουμε τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και την εμπιστοσύνη στο χρηματοπιστωτικό σύστημα:
Η μεγάλη εξάρτηση από τεχνολογικές υποδομές επιδεινώνει τους κινδύνους για την κυβερνοασφάλεια και την προστασία των δεδομένων. Η περσινή έκθεση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου για τον «Μετριασμό του συστημικού κινδύνου στον κυβερνοχώρο», τόνισε με ιδιαίτερη έμφαση ότι οι κίνδυνοι στον κυβερνοχώρο εξελίσσονται διαρκώς, οι επιθέσεις γίνονται όλο και πιο περίπλοκες και οι πιθανοί στόχοι μπορούν εύκολα να βρίσκονται σε διαφορετικούς τομείς ή και χώρες. Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να αναβαθμίσουν την ψηφιακή τους επιχειρησιακή ανθεκτικότητα ώστε να είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν ένα ευρύ φάσμα σύνθετων απειλών, όπως ήδη κάνουν για πιο παραδοσιακούς χρηματοπιστωτικούς κινδύνους.
Στο πλαίσιο της ανοιχτής τραπεζικής θεωρούμε εξαιρετικά σημαντικό η επικοινωνία μεταξύ χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων να συντελείται με ασφαλή και δομημένο τρόπο, μέσω Διεπαφών Προγραμματισμού Εφαρμογών – APIs, όπως αυτές που έχουν υλοποιηθεί από παρόχους εξυπηρέτησης λογαριασμών στο πλαίσιο της αναθεωρημένης οδηγίας για τις πληρωμές – PSD2, αφήνοντας πίσω λιγότερο ασφαλείς πρακτικές εξαγωγής δεδομένων από τους δικτυακούς τόπους των παρόχων. Επίσης, νέες μορφές κινδύνων ή διαφορετικές εκφάνσεις υπαρχόντων κινδύνων ενδέχεται να ανακύψουν στο άμεσο μέλλον από τη διαδεδομένη χρήση καινοτόμων μορφών χρηματοπιστωτικών μέσων ή υπηρεσιών όπως είναι .τα κρυπτοστοιχεία και η αποκεντρωμένη χρηματοδότηση (decentralised finance).
Η μετάβαση από την παραδοσιακή αυτοπρόσωπη (face-to-face) αλληλεπίδραση με τον πελάτη, σε μη αυτοπρόσωπα (non face-to-face) διαδικτυακά κανάλια αλληλεπίδρασης σε απομακρυσμένη βάση, δημιουργεί μια σειρά προκλήσεων όσον αφορά τη συμμόρφωσή τους με το θεσμικό πλαίσιο πρόληψης του Ξεπλύματος Χρήματος και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας (ΞΤ/ΧΤ). Οι προκλήσεις αυτές απευθύνονται τόσο στην εποπτική αρχή που οφείλει να θωρακίσει το σύστημα μέσω του ρυθμιστικού της ρόλου, όσο και στις εταιρείες του χρηματοπιστωτικού τομέα που θα πρέπει να προσαρμόσουν τις επιχειρηματικές τους πρακτικές προκειμένου να παραμένουν ανταγωνιστικές, αξιολογώντας παράλληλα και αντιμετωπίζοντας αποτελεσματικά τους νέους και αναδυόμενους κινδύνους που συνδέονται με το ΞΤ/ΧΤ.
Μια άλλη πηγή προβληματισμού από την άποψη της διασυνοριακής χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, είναι η υπερβολική εξάρτηση των οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα από περιορισμένο αριθμό τρίτων παρόχων, όπως είναι οι τεχνολογικοί κολοσσοί – BigTech, για σκοπούς εξωτερικής ανάθεσης λειτουργιών ή παροχής τεχνολογικών υποδομών και υπηρεσιών. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό στο πλαίσιο της μετάβασης κρίσιμων υποδομών και υπηρεσιών στο υπολογιστικό νέφος, το οποίο μπορεί να οδηγήσει σε κινδύνους συγκέντρωσης, επιχειρηματικής συνέχειας και διακυβέρνησης δεδομένων.
Η τεχνητή νοημοσύνη, συμπεριλαμβανομένης της μηχανικής μάθησης, εξοπλίζει τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα με εργαλεία που μπορούν να ενισχύσουν τις δυνατότητές τους σε ποικίλους επιχειρησιακούς τομείς. Ενδεικτικά αναφέρω τη λήψη και αυτοματοποίηση αποφάσεων και τις εκτιμήσεις εξέλιξης μεγεθών, τον εντοπισμό απάτης, απειλών στον κυβερνοχώρο και του ξεπλύματος χρήματος και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, τη διαχείριση λειτουργικού κινδύνου, την παρακολούθηση της αγοράς, τη βελτιωμένη εμπειρία πελάτη στην απομακρυσμένη επαφή του με τον οργανισμό και την κανονιστική συμμόρφωση. Ωστόσο, ενδέχεται να επιφέρει κινδύνους όσον αφορά την ικανότητα επεξήγησης των αποτελεσμάτων των μοντέλων τεχνητής νοημοσύνης, καθώς και τη μεροληψία ή ανακρίβειες που οφείλονται στα δεδομένα με τα οποία τροφοδοτούνται τα μοντέλα. Σε κάθε περίπτωση τα ιδρύματα οφείλουν να είναι σε θέση να αιτιολογήσουν τις αποφάσεις οι οποίες λαμβάνονται με τη βοήθεια εργαλείου τεχνητής νοημοσύνης.
Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι, σε επίπεδο εταιρικής διακυβέρνησης, η στρατηγική ψηφιακού μετασχηματισμού ενός ιδρύματος θα πρέπει να έχει την έγκριση και πλήρη υποστήριξη του διοικητικού του συμβουλίου και να υπάρχει εναρμόνιση μεταξύ της επιχειρησιακής στρατηγικής και της στρατηγικής πληροφορικής. Ο ψηφιακός μετασχηματισμός αποτελεί μια διαρκή και σύνθετη διαδικασία και τα ιδρύματα οφείλουν να τον υλοποιούν με τρόπο ολιστικό, πλήρη και κεντροποιημένο, με σαφή οριοθέτηση των αρμοδιοτήτων και ευθυνών και επαρκή στήριξη και εμπλοκή των υπηρεσιών που συνιστούν τη δεύτερη και τρίτη γραμμή άμυνας.
Για ορισμένες από τις περιοχές που ανέφερα παραπάνω έχουν ήδη αναληφθεί σημαντικές πρωτοβουλίες σε εθνικό επίπεδο από κυβερνητικούς και εποπτικούς φορείς, προκειμένου να μετριαστούν οι κίνδυνοι εντός ενός βέλτιστου κανονιστικού πλαισίου ή πρακτικών. Σε αυτό το πλαίσιο και απαντώντας άμεσα στις ανάγκες της αγοράς, η ΤτΕ τον Μάϊο του 2020 εξέδωσε την ΠΕΕ 172 με την οποία προσδιόρισε τους όρους και τις προϋποθέσεις για την εξ αποστάσεως ηλεκτρονική ταυτοποίηση φυσικών προσώπων (digital onboarding). Στην ίδια κατεύθυνση, με πρωτοβουλία του Υπ. Ψηφιακής Διακυβέρνησης, το 2021 τέθηκε σε λειτουργία η ηλεκτρονική υπηρεσία eGov-KYC μέσω της οποίας τα πιστωτικά ιδρύματα (ΠΙ) και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί (ΧΟ) μπορούν να αντλούν σε ψηφιακή μορφή τα στοιχεία πιστοποίησης ταυτότητας των πελατών τους φυσικών προσώπων από τα πρωτογενή μητρώα και τα πληροφοριακά συστήματα του Δημοσίου, ως εναλλακτικό της προσκόμισης των πρωτοτύπων εγγράφων σε φυσική μορφή. Τα βήματα αυτά έχουν συμβάλλει σημαντικά στην ενίσχυση της ασφάλειας και της αξιοπιστίας της εφαρμοζόμενης διαδικασίας εξ’ αποστάσεως πιστοποίησης της ταυτότητας των πελατών και στη βελτίωση του επιπέδου συμμόρφωσης των ΠΙ με τις υποχρεώσεις τους που απορρέουν από το πλαίσιο πρόληψης ΞΧ/ΧΤ. Σημαντικές εξελίξεις ήταν επίσης η θέσπιση ενός εναρμονισμένου πλαισίου εξωτερικής ανάθεσης λειτουργιών (ΠΕΕ 178/5/2020), όπου εξειδικεύτηκαν οι υποχρεώσεις των ιδρυμάτων κατά την ανάθεση δραστηριοτήτων σε παρόχους υπηρεσιών υπολογιστικού νέφους, καθώς και η θέσπιση επιμέρους πράξεων για την υλοποίηση παράγωγου δικαίου που αφορά τις υπηρεσίες πληρωμών στο πλαίσιο της PSD2. Επίσης, προκειμένου να ενισχύσει την ικανότητά της να κατανοεί έγκαιρα τις εξελίξεις που συντελούνται στο πλαίσιο του ψηφιακού μετασχηματισμού του χρηματοπιστωτικού συστήματος, η ΤτΕ δημιούργησε ως μηχανισμούς διευκόλυνσης της καινοτομίας τα τελευταία έτη τον Κόμβο Καινοτομίας FinTech και το Προστατευμένο Κανονιστικό Περιβάλλον.
Εντούτοις, πολλές συναφείς σημαντικές δράσεις αναμένουμε να αναληφθούν μεσοπρόθεσμα, τόσο από την αγορά όσο και από αρμόδιες εποπτικές και ρυθμιστικές αρχές σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο. Οι πρωτοβουλίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τον Κανονισμό για την Ψηφιακή Επιχειρησιακή Ανθεκτικότητα του Χρηματοοικονομικού Τομέα, γνωστού ως DORA, και τον Κανονισμό για τις Αγορές Κρυπτοστοιχείων, γνωστού ως MICA, αποτελούν βασικά παραδείγματα μεταρρύθμισης με στόχο την κάλυψη ρυθμιστικών κενών στον τομέα της εποπτείας ψηφιακών χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών και προϊόντων. Αντίστοιχα, η πολυαναμενόμενη νομοθετική δέσμη της ΕΕ για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, γνωστή ως AML Package, στοχεύει σε μια εκ βάθρων αναμόρφωση του ευρωπαϊκού ρυθμιστικού και εποπτικού πλαισίου στον τομέα αυτό. Το AML Package εστιάζει πρωτίστως στη θέσπιση ενός νέου Κανονισμού με κοινούς, ομοιόμορφους κανόνες και υποχρεώσεις για όλα τα ιδρύματα και τη δημιουργία μιας νέας ευρωπαϊκής εποπτικής αρχής, γνωστή ως AMLA (AML Authority), με ισχυρές εξουσίες και αρμοδιότητες, περιλαμβανομένης της άσκησης άμεσης εποπτείας σε επιλεγμένες υψηλού κινδύνου υπόχρεες οντότητες.
Από την εποπτική πλευρά, θα κληθούμε να εξοικειωθούμε και να εφαρμόσουμε το νέο πλαίσιο, ενώ από την πλευρά τους τα πιστωτικά ιδρύματα θα πρέπει να συμμορφωθούν, αναπτύσσοντας τους κατάλληλους μηχανισμούς.
Η ψηφιακή μετάβαση των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών είναι μια δυναμική, διαρκώς εξελισσόμενη διαδικασία η οποία έχει αντίκτυπο όχι μόνο στο επιχειρηματικό μοντέλο αλλά και σε ολόκληρο το προφίλ κινδύνου των ιδρυμάτων, στις λειτουργίες (Operations) και στην εταιρική διακυβέρνηση. Προκειμένου ένα ίδρυμα να διαχειριστεί αποτελεσματικά τους νέους και αναδυόμενους κινδύνους, απαιτείται εκπαίδευση, ενημερωμένες και εξειδικευμένες γνώσεις σε όλα τα επίπεδα οργάνωσης, από τον επιχειρησιακό λειτουργό μέχρι τα μέλη ΔΣ του ιδρύματος. Εξίσου σημαντική είναι η επίδειξη ετοιμότητας και εγρήγορσης στους μηχανισμούς ελέγχου από την 2η και την 3η γραμμή άμυνας (LOD) για τον εντοπισμό, την αξιολόγηση και την αντιμετώπιση των κινδύνων (ΙΤ,cyber, fraud, ML/TF, επιχειρησιακής συνέχειας κλπ.) και την ανάπτυξη μηχανισμών πρόληψης και ελέγχου στο πλαίσιο συμμόρφωσης με τις κανονιστικές απαιτήσεις. Σε κάθε περίπτωση, η αντιμετώπιση των προκλήσεων και των νέων περιοχών κινδύνων που συνδέονται με τις νέες τεχνολογίες, προϋποθέτει στενή συνεργασία τόσο μεταξύ στελεχών διαφορετικών ειδικοτήτων σε διαφορετικές επιχειρησιακές μονάδες εντός του ίδιου του ιδρύματος, όσο και με τις εποπτικές αρχές, προσβλέποντας στον κοινό στόχο να παραμείνουν ανταγωνιστικά, ανταποκρινόμενα στις ανάγκες των καταναλωτών και ακολουθώντας τις τεχνολογικές εξελίξεις, θωρακίζοντας παράλληλα την ασφάλεια και τη σταθερότητα του συστήματος.
Κλείνοντας, θα ήθελα να κάνω μία αναφορά στις πρόσφατες προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το πλαίσιο διαχείρισης κρίσεων, οι οποίες κινούνται προς την ορθή κατεύθυνση, καλύπτουν υπάρχοντα κενά και ενισχύουν σημαντικά το πλαίσιο εξυγίανσης. Ταυτόχρονα όμως, θα πρέπει να επιταχυνθούν οι πρωτοβουλίες για την ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ένωσης με τη δημιουργία του τρίτου Πυλώνα ενός πανευρωπαϊκού συστήματος ασφάλισης των τραπεζικών καταθέσεων (European Deposit Insurance Scheme – EDIS). Λαμβάνοντας δε υπόψη ότι ο ψηφιακός μετασχηματισμός των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων μπορεί να επιταχύνει τη μετάδοση των κρίσεων, όπως προανέφερα, η υιοθέτηση του πλαισίου αυτού θα πρέπει να προχωρήσει με γρήγορους ρυθμούς, προκειμένου να είμαστε σε θέση να προλαμβάνουμε αλλά και να αντιμετωπίζουμε αποτελεσματικά τις προκλήσεις που δημιουργούνται από την σύγχρονη λειτουργία της αγοράς.