Μια παλιά αρμένικη παροιμία λέει πως «μέσα στην καρδιά κάθε ανθρώπου κοιμάται ένα λιοντάρι».
Όταν οι ηγέτες αποτυγχάνουν λοιπόν και η διπλωματία σηκώνει τα χέρια, αυτό το λιοντάρι πρέπει να ξυπνήσει για να ξαναφέρει την ανθρωπιά στον κόσμο μας.
Και το λιοντάρι Έιζα Τζένινγκς το ξύπνησε η ίδια η Ιστορία, μια ιστορία φρίκης και ολέθρου που εκτυλίχθηκε στη Σμύρνη το 1922 μέσα στην απάθεια και τα αλλότρια συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων.
Το ημερολόγιο γράφει 13 Σεπτεμβρίου 1922 όταν η αρμενική συνοικία της Σμύρνης τυλίγεται στις φλόγες, πριν γενικευτεί η φωτιά σε ολόκληρη την κοσμοπολίτικη πόλη. Σύντομα η προκυμαία θα μετατραπεί σε μια μακρόστενη λωρίδα πανικού και μαρτυρίου για χιλιάδες αβοήθητους ανθρώπους, την ώρα που τόσα και τόσα πτώματα κείτονται στα σοκάκια.
Μπροστά τους η θάλασσα με τις «ουδέτερες» Μεγάλες Δυνάμεις και πίσω μια πλήρης σφαγή εν εξελίξει, ένα ουσιαστικό αδιέξοδο δηλαδή στο οποίο λύση δεν φαινόταν. Το ελληνικό μέτωπο στη Μικρά Ασία έχει καταρρεύσει, τα πληρώματα των θωρηκτών των Μεγάλων Δυνάμεων έχουν λάβει σαφείς εντολές να μην εμπλακούν στο μακελειό και το τέλος προδιαγράφεται με γοργούς ρυθμούς.
Όχι βέβαια αν περνά από το χέρι κάποιου άγνωστου μεθοδιστή πάστορα ονόματι Έιζα Τζένινγκς! Δεν περνά φυσικά, αν και αυτός μοιάζει απρόθυμος να κλείσει τα μάτια μπροστά στη σφαγή των αμάχων. Κι έτσι πρωτοστατεί σε μια απίστευτη σε έκταση και ανθρωπιά επιχείρηση διάσωσης των εγκλωβισμένων Ελλήνων, Αρμενίων αλλά και ξένων πολιτών, οδηγώντας στην ασφάλεια κάπου 350.000 ψυχές!
Σε μια περίοδο 11 ημερών το δραστήριο μέλος του παραρτήματος της Xριστιανικής Eνώσεως Nέων Aνθρώπων της Σμύρνης θα έσωζε 350.000 ανθρώπους (από 250.000-300.000) και 1.250.000 κατά το υπόλοιπο της χρονιάς.
Το λιοντάρι που έκρυβε στην καρδιά του ο αμερικανός ιερωμένος βρυχήθηκε και τους βρυχηθμούς τους άκουσαν όλοι οι μισαλλόδοξοι σφαγείς, οι «ουδέτεροι» κυβερνήτες και οι τρομοκρατημένοι κυβερνώντες του τόπου μας. Ο Τζένινγκς αποφάσισε να μην εγκαταλείψει τους συνανθρώπους του τη στιγμή που όλοι έτρεχαν να γλιτώσουν τις ζωές τους γράφοντας ένα πραγματικά χρυσό κεφάλαιο στην ιστορία του ανθρωπισμού.
Διαβάστε εδώ: “Στη θάλασσα δεν ρίξαμε τον ελληνικό στρατό, αλλά τον ελληνικό και τον αρμενικό λαό”
Φιλάσθενος από τα μικράτα του και καμπούρης από τα 28 του, ο πάστορας από τη Νέα Υόρκη είχε καταφτάσει μάλιστα στη Σμύρνη με την οικογένειά του ούτε μήνα πριν τον μοιραίο Σεπτέμβριο. Χαμηλών τόνων και μάλλον αποτυχημένος στην πορεία του ως ιερωμένος καριέρας, στάλθηκε να υπηρετήσει στην τοπική Χριστιανική Αδελφότητα Νέων της Σμύρνης.
Και ήταν καταμεσής ακριβώς των καπνών της λεηλασίας και των ουρλιαχτών των απέλπιδων, με την απόγνωση και τη λησμονιά να κυριαρχούν στην ιωνική γη, που αναδύθηκε η μορφή του διακριτικού αυτού ήρωα που λησμόνησε κατόπιν η Ιστορία. Η ίδια η Ιστορία που τόσο καθοριστικά διαμόρφωσε εκείνος δηλαδή! Ακόμα και η νεοελληνική ιστορία που τόσα του χρωστά.
Στην πραγματικότητα ο μεθοδικός Τζένινγκς έκανε πολλά περισσότερα απ’ όσο οι λαμπρές πράξεις του εκείνης της ημέρας μπορούν να υποδείξουν. Κόντρα σε όλους και όλα με αποκλειστικά δική του πρωτοβουλία, είχε εξασφαλίσει τη συναίνεση του Κεμάλ Ατατούρκ για τη μεταφορά των Ελλήνων με πλοία (εκτός των ανδρών ηλικίας 17-45 ετών που στάλθηκαν στα Tάγματα Eργασίας).
Κατόπιν, με δικά του έξοδα και κονδύλια της Χριστιανικής Αδελφότητας, ναύλωσε ιταλικό πλοίο και μετέφερε αρχικά 2.000 Έλληνες της Σμύρνης στη Μυτιλήνη, όπου ναυλοχούσαν τα 20 πλοία που μετέφεραν τον ελληνικό στρατό. O στρατηγός Φράγκου του ζήτησε μάλιστα εγγυήσεις για να διαθέσει τα ελληνικά πλοία για τη σωτηρία των Ελλήνων, φοβούμενος ότι οι Tούρκοι θα καταλάβουν τα πλοία χωρίς την αμερικανική προστασία.
O Τζένινγκς δεν θα έμενε στις αντιρρήσεις του στρατηγού και την επιφύλαξη της ελληνικής κυβέρνησης. Τα υπόλοιπα είναι Ιστορία, η ίδια η νεοελληνική ιστορία του τόπου μας: ο κυβερνήτης του πολεμικού «Kιλκίς», Θεοφανίδης, έφερε τον αμερικανό πάστορα σε επαφή με την ελληνική κυβέρνηση και η επικοινωνία καρποφόρησε.
Mε ελληνικά εμπορικά, αμερικανικά πολεμικά και μεταγωγικά που ναύλωσαν οι Bρετανοί, με τα «Πλοία της Συμπόνιας» του Τζένιγκς δηλαδή, μεταφέρθηκαν ασφαλείς στην Ελλάδα εκατοντάδες χιλιάδες μικρασιάτες πρόσφυγες της Σμύρνης αρχικά και κατόπιν του Aϊβαλί, των Bουρλών, του Tσεσμέ και όλων των παραλίων. Τα ελληνικά και αμερικανικά στοιχεία συμφωνούν στα νούμερα: «300.000 Έλληνες διασώθηκαν εκείνες τις μέρες» μέσω των προσωπικών πρωτοβουλιών του Τζένινγκς, το 15% του ελληνικού στοιχείου της Μικράς Ασίας δηλαδή!
Ήταν ο ασθενικός Αμερικανός αυτός που όρθωσε το μέτριο ανάστημά του (η κύφωση τον είχε αφήσει στο 1,60) στην τουρκική εμπροσθοφυλακή και τους φοβερούς Τσέτες, αναγκάζοντας τους ουδέτερους Συμμάχους να αναλάβουν τμήμα των ευθυνών που τους αναλογούσαν.
Ήταν ο μετριοπαθής Τζένινγκς αυτός που εξαπέλυσε μύδρους κατά της ολιγωρίας της ελληνικής κυβέρνησης για τη διάσωση των Μικρασιατών, καθώς η διορία που είχε πάρει προσωπικά από τον Κεμάλ ήταν μόλις εφτά ημέρες. Μετά τη θεάρεστη παρέμβασή του, 55 πλοία με τη συνοδεία του αμερικανικού Ναυτικού παρέλαβαν τους κατατρεγμένους έξι μάλιστα ώρες πριν λήξει η προθεσμία του Ατατούρκ. Ο Τζένινγκς ήταν πια ναύαρχος του ελληνικού στόλου!
Η διορία επεκτάθηκε κατόπιν ως τον Δεκέμβριο και αφορούσε πια σε όλα τα λιμάνια της Μικράς Ασίας, από τη Συρία ως τη Μαύρη θάλασσα. Υπεύθυνο για την εκκένωση των κατατρεγμένων συμπατριωτών μας όρισε η ελληνική κυβέρνηση τον ίδιο τον Έιζα, όπου συνέχισε μέχρι να μεταφέρει περισσότερους από 1,2 εκατ. ψυχές στην ασφάλεια.
Η Ελλάδα τίμησε τον σπουδαίο αυτό άνθρωπο με το υψηλότερο στρατιωτικό και πολιτειακό μετάλλιο και μετά πήγε για άλλα. Κανείς δεν θυμάται σήμερα τον άνθρωπο στον οποίο οφείλει την ίδια της την ύπαρξη ένα καλό κομμάτι του ελληνικού παρελθόντος. Ο Τζένινγκς πέθανε το 1933 ως πραγματικό λιοντάρι, ένα λιοντάρι μέσα σε ύαινες, λύκους και αθώα πρόβατα.
Γιατί το έκανε όμως; Γιατί αψήφησε την ίδια του τη ζωή για να σταθεί στον άγνωστο συνάνθρωπο; Πιθανότατα ήταν η πίστη του. Την ημέρα που ξεκίνησε άλλωστε η επιχείρηση διάσωσης, ο Τζένινγκς είπε ότι ένιωσε το χέρι του Θεού να τον ακουμπά στον ώμο. Πίστευε ότι έσωζε ανθρώπους και αυτό ήταν το μεγαλειώδες όλο. Ανθρώπους, πέρα από φυλές, τάξεις, έθνη και θρησκείες. Ανθρώπους…
Πρώτα χρόνια
Ο Έιζα Κεντ Τζένινγκς γεννιέται το 1877 σε κομητεία της Νέας Υόρκης. Για τα παιδικά του χρόνια δεν είναι και πολλά γνωστά, καθώς οι βιογράφοι τού αφιέρωσαν λιγοστές γραμμές. Ξέρουμε πάντως ότι το φιλάσθενο παιδί χτυπήθηκε στην τρίτη δεκαετία της ζωής του (στα 28 του) με έναν σπάνιο τύπο φυματίωσης που πλήττει τη σπονδυλική στήλη.
Εξαιτίας της νόσου, έφτανε δεν έφτανε τώρα το 1,60 μ., καθώς η ευδιάκριτη καμπούρα τον κρατούσε μονίμως σκυμμένο. Ξέρουμε επίσης ότι το αγόρι μεγάλωσε στη Νέα Υόρκη και φόρεσε κάποια στιγμή το σχήμα, γινόμενος μεθοδιστής πάστορας, αλλά ως εκεί.
Ως περιπλανώμενος ιερωμένος καριέρας βρέθηκε στη Γαλλία το 1918 και κατόπιν στην Τσεχοσλοβακία. Τον Τζένινγκς τον ξαναβρίσκουμε τον Αύγουστο του 1922 στη Σμύρνη να υπηρετεί σε διοικητική θέση της YMCA (Xριστιανική Ένωση Nέων Aνθρώπων), μια μετάθεση καθόλου κολακευτική για το βιογραφικό του. Ο γραμματέας της Ένωσης ανέλαβε επικεφαλής εκείνες τις μοιραίες εβδομάδες, καθώς ήταν καλοκαίρι και τα μεγάλα κεφάλια είχαν φύγει διακοπές. Κατέφτασε μάλιστα στη Σμύρνη δύο εβδομάδες πριν νικηθεί ο ελληνικός στρατός από τις δυνάμεις των Νεότουρκων.
Όπως έγινε γνωστό από ανθρώπους που τον γνώριζαν προσωπικά, ο πάστορας ήταν ένας δυναμικός χαρακτήρας, τον οποίο συνταίριαζε με έναν άκρατο ανθρωπισμό και μια θρησκευτική αγάπη για όλους. Ο αμερικανικός προτεσταντισμός συνοδευόταν εξάλλου διαχρονικά από αυξημένη κοινωνική συνείδηση και στο πλαίσιο αυτό πρέπει να αναζητηθεί η απίστευτη δράση του τις μοιραίες μέρες του 1922.
Βαθύτατα πνευματικός και θρησκευόμενος, ο πάστορας ήθελε να κάνει κάτι σημαντικό στη ζωή του από πολύ μικρός. Το ασθενικό του σώμα ήταν ωστόσο πάντα εμπόδιο, καθώς υπέφερε από χρόνιους πόνους που δεν τον εγκατέλειπαν ποτέ. Ακόμα και στην επιχείρηση διάσωσης που οργάνωσε, υπέμενε τον πόνο καθ’ όλη τη διάρκειά της…
Το «λιοντάρι» πιάνει δουλειά
Η εκτεταμένη βία με την οποία ήρθε αντιμέτωπος ο θεοσεβής πάστορας στους δρόμους της Σμύρνης από τις πρώτες του στιγμές εκεί ήταν πρωτοφανής. Ο ελληνικός στρατός βρισκόταν ήδη στο λιμάνι του Τσεσμέ και επιβιβαζόταν στα πλοία. Ούτε αστυνομία ούτε στρατός είχαν απομείνει στη Σμύρνη για να σταματήσουν τις λεηλασίες, τους βιασμούς και τους εν ψυχρώ φόνους.
Ο Έιζα Τζένινγκς ανέλαβε αμέσως δράση! Ίδρυσε την Αμερικανική Επιτροπή Αρωγής και έβαλε στο συμβούλιό της τα μέλη του Διεθνούς Κολεγίου της Σμύρνης. Μέσω δικών του πρωτοβουλιών, αλεύρι αποστέλλεται αμέσως με αμερικανικά πολεμικά πλοία από τις αποθήκες φιλανθρωπικής οργάνωσης της Κωνσταντινούπολης για να τραφούν οι ανέστιες μάζες της Σμύρνης.
Του λείπουν όμως ξύλα και φούρνοι. Επικοινωνεί με επιφανείς Έλληνες της Σμύρνης, οι οποίοι την ώρα που εγκαταλείπουν οικογενειακώς την πόλη εμπιστεύονται τις επαύλεις τους στον πάστορα. Μία μετατρέπεται σε μαιευτήριο, άλλες γίνονται ορφανοτροφεία που στεγάζουν αμέσως 2.000 παιδιά και πλέον στα σπίτια της Αμερικανικής Επιτροπής Αρωγής συνωστίζονται γυναικόπαιδα για να γλιτώσουν τα αποτρόπαια εγκλήματα που λαμβάνουν χώρα στους δρόμους.
Η ανθρωπιστική βοήθεια που στήνει ο πάστορας είναι μεγάλη και καλοκουρδισμένη, επιστρατεύοντας τον Ερυθρό Σταυρό και πολλούς ακόμα φιλανθρωπικούς οργανισμούς στον σκοπό του. Βλέπει όμως ότι αυτό που λαχταρά ο κόσμος είναι να έρθουν πλοία να τον πάρουν. Τα πλοία όμως δεν έρχονται.
Ο Έιζα επικοινωνεί με τον επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματικής αποστολής, Τζορτζ Χόρτον, τον οποίο καλεί επανειλημμένως στις συνεδριάσεις της Επιτροπής Αρωγής. Υπάρχουν περισσότεροι από 350.000 άνθρωποι εγκλωβισμένοι στην προκυμαία της Σμύρνης, οι 300.000 εκ των οποίων είναι Έλληνες. Ξέρει ότι ο Χόρτον είναι παντρεμένος με Ελληνίδα και είναι ο μόνος ίσως που μπορεί με το κύρος του να εξασφαλίσει συμφωνία με τους Τούρκους μπας να λυπηθούν τα γυναικόπαιδα.
Οι ΗΠΑ έχουν ωστόσο αγαστές πια σχέσεις με την Τουρκία και όλοι οι διπλωμάτες τους δουλεύουν για το συμφέρον της νέας Τουρκίας. Ο Χόρτον περιορίζεται να του ανακοινώσει πως θα το δει το θέμα, αν και όπως ο Τζένινγκς γνωρίζει καλύτερα από τον καθένα, δεν πρόκειται να κάνει τίποτα. «Μου φαινόταν ότι τα τρομερά, αγωνιώδη, απελπισμένα ουρλιαχτά που εκλιπαρούσαν για βοήθεια δεν θα έπαυαν να με κυνηγάνε σε όλη μου τη ζωή», έγραψε και έγινε λιοντάρι…
Η μοιραία μέρα της διάσωσης των 300.000 ανθρώπων: «μια δωροδοκία, ένα ψέμα και μια κενή απειλή»
Στις 13 Σεπτεμβρίου 1922, οι χειρότεροι φόβοι του Έιζα επιβεβαιώνονται: η πόλη καίγεται από άκρη σε άκρη, πιθανότατα για να χαθούν τα τόσα πτώματα από τους δρόμους, σκέφτεται. Οι Αμερικανοί και οι Βρετανοί της Σμύρνης ειδοποιούνται να μεταβούν αμέσως στα συμμαχικά πολεμικά.
Ο Χόρτον είναι από τους πρώτους που εγκαταλείπει την πόλη, λέγοντας μεγαλόστομα «ντρέπομαι που ανήκω στο ανθρώπινο είδος» και αφήνοντας πίσω 300.000 Έλληνες και 50.000 Αρμένιους, εβραίους και πολλούς ακόμα στις δολοφονικές ορέξεις των Νεότουρκων. Όταν μπαίνει και ο τελευταίος αμερικανός πολίτης στις βάρκες, έχει απομείνει μόνο ο πάστορας πίσω να παλεύει κάτω από αντίξοες συνθήκες.
Δεν έχει απομείνει όμως επικεφαλής διπλωμάτης στη Σμύρνη, κι έτσι είναι ελεύθερος να αναλάβει πρωτοβουλίες όπως ο ίδιος τις καταλαβαίνει. Το στρατόπεδο του τουρκικού στρατού φαίνεται εξάλλου από το σπίτι του στο Διεθνές Κολλέγιο και τα παιδιά του είχαν δει από το παράθυρο τις μάχες σώμα με σώμα Ελλήνων και Τούρκων λίγο πρωτύτερα.
Πήρε λοιπόν το αυτοκίνητο της Χριστιανικής Αποστολής και πετάχτηκε στο στρατόπεδο για να δει τον ίδιο τον Κεμάλ Ατατούρκ! Ήρωας των Τούρκων και θρύλος για τον λαό του ο ένας, είχε ήδη νικήσει τους Βρετανούς στην Καλλίπολη και ο λόγος του ήταν τώρα νόμος. Από την άλλη ο καμπουριασμένος και ασθενικός πάστορας, χωρίς τίτλους και ακολούθους ξοπίσω του, μα με μια αποφασιστικότητα που θα λύγιζε ακόμα και τον αδίστακτο Κεμάλ.
Ο Έιζα ήθελε να μπορούν να εγκαταλείψουν οι πρόσφυγες την Τουρκία με ασφάλεια. Είδε, όπως είπε, ότι και ο Κεμάλ δεν επιθυμούσε τον φόνο τους, υπαινίχθηκε πάντως ότι δεν είχε τη δύναμη να σταματήσει τις βιαιοπραγίες κατά των Ελλήνων. Με το αφοπλιστικό του χαμόγελο, μιας και δεν είχε κανένα διαπραγματευτικό χαρτί στα χέρια του, πείθει τον Μουσταφά Κεμάλ να του επιτρέψει να εκκενώσει τις μειονότητες από τη χώρα. Πώς; Αυτό το ήξερε ο ίδιος!
Ο Ατατούρκ συμφωνεί, θέτει ωστόσο περιορισμούς: τώρα ο Τζένινγκς έχει μόλις εφτά μέρες στα χέρια του για να εκτελέσει την απίστευτη σε έκταση διάσωση 350.000 ανθρώπων από τη Σμύρνη. Ανθρώπων που υπέφεραν από την πείνα, τη δίψα, την έλλειψη υγιεινής και τη διάσπαρτη βία. Διαφορετικά θα μεταφέρονταν στο εσωτερικό της Τουρκίας για να εξοντωθούν σταδιακά στις πορείες του θανάτου, όπως είχε γίνει εξάλλου πριν από λίγο με τους Αρμενίους.
Ο Τζένινγκς αντιλήφθηκε από νωρίς ότι δεν μπορούσε να δέσει ελληνικό πλοίο στη Σμύρνη, αφού στη θέα της ελληνικής σημαίας και μόνο κανείς δεν θα ήταν ασφαλής. Ο Κεμάλ θέλησε μάλιστα να βάλει τους δικούς του επικεφαλής στην εκκένωση, την ίδια ώρα που απαίτησε όλοι οι έλληνες άντρες ηλικίας 17-45 να σταλούν σε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας.
Ο πάστοράς δέχτηκε ό,τι του πρότεινε ο Κεμάλ, καθώς πάλευε εντελώς μόνος, και επέστρεψε με το αμάξι του στο ταλαίπωρο λιμάνι. Εκεί επιβιβάστηκε σε μια άκατο που είχε επιταχθεί από το αμερικανικό ναυτικό, η οποία τον μετέφερε στο γαλλικό εμπορικό «Πιερ Λοτί». Ο Έιζα είδε ότι είχε μπόλικο ελεύθερο χώρο στα αμπάρια του και ήξερε ότι τα ελληνικά νησιά είναι δίπλα.
Ο γάλλος κυβερνήτης δεν είχε βέβαια σκοπό να εμπλακεί στην ελληνική περιπέτεια. Σήκωσε έτσι πανιά και έφυγε άρον-άρον. Λίγο παρακεί ήταν ένα ιταλικό εμπορικό, η «Κωνσταντινούπολη». Αυτή την ευκαιρία δεν θα την έχανε! Κι έτσι δωροδόκησε με δικά του κεφάλαια τον καπετάνιο, ο οποίος προσέγγισε το λιμάνι και γέμισε το καράβι του με 2.000 ψυχές.
Πριν σηκώσει άγκυρες, απαίτησε βέβαια περισσότερα λεφτά, λέγοντας στον Τζένινγκς ότι οι Έλληνες μπορεί να μην τον άφηναν να δέσει στη Μυτιλήνη. Την ώρα που ο Έιζα πλήρωνε τη δεύτερη δωροδοκία, του υποσχέθηκε πως θα τον ακολουθούσε με το δικό του καράβι, ένα αντιτορπιλικό, και θα αναλάμβανε πλήρως την ευθύνη για τη διασωστική αποστολή.
Φτάνοντας στη Μυτιλήνη, ο Τζένινγκς δεν μπορούσε να πιστέψει πόσοι έλληνες στρατιώτες περίμεναν εκεί στα αγκυροβολημένα καράβια αλλά και κάτω στο λιμάνι. Αφού κατέβασε τους πρόσφυγες από το καράβι, πήγε και βρήκε τον στρατηγό Φράγκου, επικεφαλής της ελληνικής στρατιάς, από τον οποίο ζήτησε να στείλει τα ελληνικά καράβια να περιμαζέψουν τους Έλληνες του λιμανιού της Σμύρνης.
Οι Τούρκοι τον είχαν διαβεβαιώσει, είπε στον στρατηγό, πως τίποτα κακό δεν θα συνέβαινε στον ελληνικό στρατό που θα επέστρεφε στη Σμύρνη. Ποιος ήταν όμως αυτός ο ασθενικός πάστορας που παρείχε εγγυήσεις για κάτι τέτοιο; Ο Φράγκου δεν τον πίστεψε και αρνήθηκε να γυρίσει στο μακελειό. Ο Έιζα εξοργίστηκε για τον «στρατηγό που αρνιόταν να σώσει 300.000 συμπατριώτες του», όπως έγραψε στο ημερολόγιό του, και είπε να επιστρέψει στο καράβι του. Λίγο ήξερε ο πάστορας ότι ο Φράγκου προετοίμαζε πραξικοπηματικό κίνημα και δεν είχε μυαλά για σωτηρίες Ελλήνων, το οποίο θα εκδηλωνόταν μάλιστα τέσσερις μέρες αργότερα.
Φτάνοντας στο λιμάνι, είδε ένα ελληνικό πολεμικό που προσπαθούσε να δέσει. Ήταν το «Κιλκίς» του Θεοφανίδη. Ο κυβερνήτης του ήταν κάτι παραπάνω από πρόθυμος να βοηθήσει, όπως είπε στον Τζένινγκς που είχε ανέβει στο κατάστρωμα μαινόμενος, και τον πήγε αμέσως στον ασύρματο του πλοίου.
Μέσω μιας σειράς κωδικοποιημένων μηνυμάτων με την ελληνική κυβέρνηση, τα οποία μετέφραζε ο Θεοφανίδης, κανονίστηκε το πράγμα. Όχι βέβαια χωρίς επιπλοκές, μιας και η πρώτη απάντηση της Αθήνας στις ικεσίες του πάστορα ήταν πως ο πρωθυπουργός κοιμάται! Ο Έιζα απαίτησε να τον ξυπνήσουν(!), όπως γράφει στα προσωπικά του κιτάπια, και μετά έπρεπε να περιμένει μέχρι να συγκληθεί υπουργικό συμβούλιο για να συζητηθεί το θέμα.
«Εν ονόματι του ανθρωπισμού, αποστείλατε άνευ καθυστερήσεως είκοσι σκάφη ευρισκόμενα εδώ και αδρανούντα δια να παραλάβουν λιμοκτονούντας Έλληνας πρόσφυγες εκ Σμύρνης. Έιζα Τζένιγκς. Αμερικανός πολίτης», έγραφε το πρώτο μήνυμα του πάστορα.
Ακόμα κι έτσι όμως η ελληνική κυβέρνηση φαινόταν να μη μοιράζεται τις ανησυχίες του Τζένινγκς για το κατεπείγον της κατάστασης. Το υπουργικό συμβούλιο απάντησε πως δεν μπορούσε τελικά να στείλει πλοία στη Σμύρνη, φοβούμενο τις αντιδράσεις των Τούρκων και πιθανή εισβολή τους στα ελληνικά νησιά. Η κατάσταση ήταν πολύ εύθραυστη για να τη χειριστεί ένας αμερικανός πάστορας.
Ο Έιζα έκανε κίνηση-ματ στέλνοντας το τελεσίγραφο-μπλόφα του. Αν δεν έβλεπε ελληνικά πλοία να δένουν στο λιμάνι της Σμύρνης, διεμήνυσε στην κυβέρνηση, τότε το επόμενο μήνυμά του δεν θα ήταν κωδικοποιημένο, αλλά μια ανοιχτή επιστολή στον παγκόσμιο Τύπο που θα ενημέρωνε την οικουμένη για το πώς και τα γιατί άφησε η ελληνική κυβέρνηση τους Μικρασιάτες να σφαγιαστούν στη Σμύρνη.
Η μπλόφα έπιασε! «Όλα τα πλοία τίθενται υπό τις διαταγές σας για να απομακρυνθούν οι πρόσφυγες από την Σμύρνη», του απαντά το υπουργικό συμβούλιο που σπεύδει να τον χρίσει ναύαρχο του ελληνικού στολίσκου! Τα ελληνικά πλοία της περιοχής τέθηκαν λοιπόν στην αποκλειστική διάθεση του πάστορα, αν και εκείνος θα είχε την τελική ευθύνη αν κάτι κακό συνέβαινε στην αποστολή σωτηρίας, του διεμήνυσαν επιστρέφοντας τον εκβιασμό! Οι έλληνες κυβερνήτες επιστράτευσαν τα ελληνικά εμπορικά της περιοχής για να σαλπάρουν όλοι μαζί για τη Σμύρνη, επικρατούσε όμως φόβος και φόβος δικαιολογημένος.
Κάποιοι μάλιστα ισχυρίστηκαν ότι τα πλοία τους ήταν χαλασμένα, ο απεσταλμένος όμως της ελληνικής κυβέρνησης Τζένινγκς δεν άκουγε δικαιολογίες. Ο Θεοφανίδης, δεξί του χέρι, οργάνωσε συνάντηση των καπεταναίων των ελληνικών εμπορικών πάνω στο «Κιλκίς», τους οποίους φοβέρισε με στρατοδικείο αν δεν είχαν έτοιμα τα καράβια τους (άδεια δηλαδή) μέχρι τα μεσάνυχτα. Η αποστολή σωτηρίας σάλπαρε πράγματι τα μεσάνυχτα με εννιά «Πλοία της Συμπόνιας» και ο Έιζα επέβαινε στο πρώτο καράβι, το «Προποντίς».
Μέχρι τότε είχε εξασφαλίσει την υψηλή επίβλεψη του αμερικανικού ναυτικού για να αποφευχθούν πράξεις ρεβανσισμού και βίας. Κάτω από τη δική του δεξιοτεχνική διπλωματική οδό, οι Τούρκοι επέκτειναν τη διορία στις έντεκα μέρες και χαλάρωσαν τους όρους της εκκένωσης της Σμύρνης.
Στις 24 Σεπτεμβρίου 1922, οι πρώτοι πρόσφυγες, ηλικιωμένοι και γυναικόπαιδα, είχαν διασωθεί. Στις 26 Σεπτεμβρίου, ο Τζένιγκς επέστρεψε με 17 πλοία, ενώ την τρίτη ημέρα κατέφτασε και ένας μεταγωγικός στόλος ναυλωμένος από Βρετανούς. Μέχρι την 1η Οκτωβρίου 1922, 180.000 πρόσφυγες είχαν μεταφερθεί με ασφάλεια από τη Σμύρνη. Το τελευταίο πλοίο απέπλευσε μάλιστα έξι ώρες πριν από την εκπνοή της τουρκικής διορίας!
Σε έντεκα μέρες το ελληνικό στοιχείο θα ήταν παρελθόν από την Ιωνία. Οι άντρες ήταν πια σε στρατόπεδα εργασίας και τα γυναικόπαιδα μακριά από τα ερείπια που κάποτε λέγανε Σμύρνη. Εντωμεταξύ είχε γίνει το πραξικόπημα της Αθήνας και η νέα κυβέρνηση καμάρωνε για την εξαιρετική δουλειά που έκανε ο πάστορας-ναύαρχος, ο οποίος λάμβανε τώρα τηλεγραφήματα με το τσουβάλι για την εκκένωση ελληνικών πληθυσμών από άλλα τουρκικά λιμάνια…
Δεν ήταν μόνο η Σμύρνη
Μόλις ολοκλήρωσε την εκκένωση-ρεκόρ της Σμύρνης με τα καράβια του αυτοσχέδιου στόλου του, κάτω από τις επευφημίες του καθεστώτος των Αθηνών, ο ναύαρχος Τζένινγκς εξουσιοδοτήθηκε από τους Τούρκους να οργανώσει αντίστοιχες αποστολές σε όλα τα λιμάνια, από τη Συρία μέχρι και τη Μαύρη Θάλασσα.
Η ελληνική κυβέρνηση συνέδραμε τον στόλο του ναυάρχου Τζένινγκς, που τώρα αριθμούσε 55 καράβια. Μέχρι τότε ο καμπουριαστός «ναύαρχος» ήταν βέβαια θρύλος και οι Έλληνες του φιλούσαν το χέρι από σεβασμό. Μέχρι τον Δεκέμβριο, περισσότεροι από 500.000 είχαν φυγαδευτεί με ασφάλεια από τις πατρίδες τους για τα ελληνικά νησιά, τον Πειραιά και τη Θεσσαλονίκη. Το Ορθόδοξο Πατριαρχείο έκανε λόγο για 1.250.000 ανθρώπους που εγκατέλειψαν τις εστίες τους χάρη στον πάστορα. Η ανταλλαγή των πληθυσμών είχε πολύ Τζένινγκς μέσα της, κάτι που φαίνεται να έχουν ξεχάσει τα εγχειρίδια Ιστορίας και στις δύο πλευρές του Αιγαίου.
Ήταν τέτοια η απήχηση του πάστορα και ο σεβασμός που απολάμβανε και στις δύο πλευρές που εκπροσώπησε την Ελλάδα, παρά το γεγονός ότι ήταν αμερικανός πολίτης, στις συνομιλίες της Λωζάννης για τον επαναπατρισμό των αιχμαλώτων πολέμου. Τον ίδιο άντρα επέλεξαν και οι Τούρκοι στις ίδιες διαπραγματεύσεις, κάνοντάς τον τον μόνο ίσως άνθρωπο της Ιστορίας που εκπροσώπησε δύο εμπόλεμα έθνη σε τόσο ευαίσθητες συζητήσεις!
Με τη βοήθεια του αμερικανικού ναυτικού, ο Έιζα πρωτοστάτησε στη μεταφορά των αιχμαλώτων πολέμου και άφησε κληρονομιά ειρήνης σε μια αιματοβαμμένη περίοδο για τις δύο χώρες.
Για τις υπηρεσίες του στο ελληνικό έθνος, τιμήθηκε με την ύψιστη στρατιωτική (Μετάλλιο Στρατιωτικής Αξίας) και πολιτειακή τιμή της Ελλάδας και έλαβε αργότερα πολλές ακόμα διακρίσεις και επαίνους. Ήταν μάλιστα η πρώτη φορά στην ελληνική ιστορία που ένα πρόσωπο λάμβανε ταυτόχρονα την ύψιστη στρατιωτική και πολιτειακή τιμή! Ακόμα και ο πατριάρχης τον τίμησε για την πραγματικά αλτρουιστική δράση του. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, τόσο η Ελλάδα όσο και η Τουρκία του ζήτησαν να παραμείνει ως επικεφαλής ανθρωπιστικών και εκπαιδευτικών δράσεων.
Εκείνος έκρινε πως η Ελλάδα ήταν σε πολύ καλύτερη μοίρα από την Τουρκία, κι έτσι επέστρεψε στη νεότευκτη Τουρκική Δημοκρατία το 1923 οργανώνοντας κοινωνικές υπηρεσίες στα μήκη και τα πλάτη της χώρας.
Ο Έιζα σχημάτισε την οργάνωση Αμερικανοί Φίλοι της Τουρκίας και παρείχε αφειδώς επαγγελματική κατάρτιση, δομές υγείας και κοινωνικής πρόνοιας στην Τουρκία, προσπαθώντας όπως έλεγε να διδάξει την ειρηνική συνύπαρξη και τη ζωή σε έναν κόσμο χωρίς πολέμους. Προσωπικός του φίλος έγινε κάποια στιγμή ο άνθρωπος που τόσο λυσσαλέα διαπραγματεύτηκε την ασφαλή φυγάδευση των Ελλήνων, ο ίδιος ο Κεμάλ Ατατούρκ.
Ο Έιζα Τζένινγκς πέθανε το 1933 και τη λαμπρή του κληρονομιά στον ανθρωπισμό ανέλαβε ο γιος του, συνοδοιπόρος εξάλλου του πάστορα ήδη από τις τραγικές μέρες της Σμύρνης. Του πάστορα που χρησιμοποιώντας δωροδοκίες, ψέματα και μια μεγάλη μπλόφα κατάφερε να αλλάξει τον ρου της Ιστορίας, αποδεικνύοντας για άλλη μια φορά ότι οι περιστάσεις κάνουν τους ήρωες.
Φτάνει να μην τους ξεχνάμε…