Αν η Ελληνική Επανάσταση του 1821 όχι μόνο διασώθηκε αλλά απέκτησε και γερό λαϊκό έρεισμα, ήταν χάρη στον πατριωτισμό, το μεγαλόπνοο σχέδιο και τη στρατηγική του αρχιστράτηγου του αγώνα Θεόδωρου Κολοκοτρώνη.
Ο κορυφαίος αγωνιστής της ελληνικής εθνεγερσίας συνέλαβε από τα σπάργανα το πραγματικό νόημα της επανάστασης, θεωρώντας πως επρόκειτο για ένα πανεθνικό ξεσήκωμα του σκλαβωμένου ιστορικού έθνους που πισωγύρισμα δεν είχε: «Ο Θεός υπέγραψε τη λευτεριά της Ελλάδος και δεν παίρνει πίσω την υπογραφή του», προσυπέγραφε.
Η αποστολή ήταν υψηλή και ο σκοπός πολύ μεγαλύτερος από τη ζωή των θνητών αγωνιστών της πατρίδας: «Όταν αποφασίσαμε να κάμομε την Επανάσταση», ανακαλούσε ο Γέρος του Μοριά στην Πνύκα στις 7 Οκτωβρίου 1838, «δεν εσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι είμεθα ούτε πώς δεν έχομε άρματα ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε “πού πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα;”, αλλά ως μία βροχή έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και ο κλήρος μας και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι, εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση».
Η εξοχότερη ηγετική φυσιογνωμία της επανάστασης του 1821, που τόσο άρρηκτα συνδέθηκε το όνομά του με τις σημαντικότερες φάσεις του αγώνα στην Πελοπόννησο, δεν είχε καμιά αμφιβολία για τη νικηφόρα έκβαση του εθνικού ξεσηκωμού. Το μόνο που φοβόταν ήταν οι ίδιοι οι Έλληνες, οι «προσκυνημένοι», όπως τους έλεγε, οι οποίοι σε συνάρτηση και με την επέλαση του Ιμπραήμ έθεταν σε άμεσο κίνδυνο τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα: «Μόνον εις τον καιρόν του προσκυνήματος εφοβήθηκα διά την πατρίδα μου», έλεγε στα απομνημονεύματά του.
Βλέποντας λοιπόν τις θυσίες των υπόδουλων Ελλήνων να πηγαίνουν χαμένες από τη μάστιγα των «προσκυνημένων», αντέτεινε το ιστορικό σήμερα «φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους», δίνοντας έτσι μια νέα δυναμική στη σχεδόν ετοιμοθάνατη εξέγερση. Και βέβαια στην τρομοκρατία του Ιμπραήμ ανταπάντησε με μια δίχως προηγούμενο ελληνική τρομοκρατία: σε όλο τον Μοριά, από άκρη σε άκρη, οι πρωτεργάτες του προσκυνήματος συλλαμβάνονταν και εκτελούνταν και στις πλατείες των χωριών οι απαγχονισμένοι συνεργάτες του εχθρού έφεραν τον τρόμο και την απαραίτητη πειθώ στους διστακτικούς κατοίκους, ώστε να λάβουν πολύ σοβαρά υπόψη τους τις απειλητικές προειδοποιήσεις του αντάρτη στρατηγού.
Αυτός και πολλά ακόμα ήταν ο πεφωτισμένος οπλαρχηγός Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο οποίος μόνο όταν ανακατεύτηκε με την πολιτική φάνηκε να χάνει τα νερά του. Κι έτσι πολύ γρήγορα κατάλαβε ότι η διπλωματία δεν ήταν γι’ αυτόν και επέστρεψε στα άρματά του, χαρίζοντας τελικά την ελευθερία σε ένα ολόκληρο έθνος. Με την πατρίδα βέβαια να μην τον τιμά όπως του έπρεπε, αν και ο ίδιος το γνώριζε αυτό καλά και προκαταβολικά. Όταν κάποτε του είπαν «Κολοκοτρώνη, η πατρίδα θα σε ανταμείψει», εκείνος απάντησε περιπαικτικά: «Το ξέρω, εμένα θα πρωτοεξορίσει»…
Στα τελευταία ζοφερά χρόνια της ζωής του, ο «Γέρος του Μοριά» υπαγόρευσε στον λόγιο Γεώργιο Τερτσέτη τα «Απομνημονεύματά» του, τα οποία αποτελούν πολύτιμη πηγή για την Ελληνική Επανάσταση αλλά και ένα από τα σπουδαιότερα μνημεία της νεοελληνικής γραμματείας…
Πρώτα χρόνια
Όπως διηγείται ο ίδιος στα «Απομνημονεύματά» του, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης γεννήθηκε στις 3 Απριλίου 1770 κάτω από ένα δέντρο στο βουνό Ραμαβούνι της Μεσσηνίας μέσα σε φημισμένη οικογένεια του καιρού: ήταν πρωτότοκος γιος του περίφημου αρματολού Κωνσταντή Κολοκοτρώνη, που είχε πρωτοστατήσει στην υποκινούμενη από τους Ρώσους ένοπλη εξέγερση της Πελοποννήσου το 1770. Ο μικρός έμεινε ορφανός σε ηλικία 10 ετών, όταν ο πατέρας του σκοτώθηκε από τον κατακτητή, έπειτα από προδοσία τούρκου φίλου του.
Όσοι από τους Κολοκοτρωναίους γλίτωσαν τη σφαγή (μητέρα, Θεόδωρος και τέσσερα αδέλφια) κατέφυγαν στη Μάνη, όπου παρέμειναν για τρία χρόνια, και κατόπιν η ορφανεμένη φαμίλια βρήκε καταφύγιο στην Αλωνίσταινα, όπου φιλοξενήθηκε σε σπίτια συγγενών για 2 περίπου χρόνια (1783-1785). Όταν όμως οι Τούρκοι πληροφορήθηκαν ποιοι ήταν, αναγκάστηκαν να ξενιτευτούν και πάλι και τώρα βρήκαν προστασία στον Άκοβο (1785).
Όταν ο μικρός Θεόδωρος ήταν 13 ετών, συνέβη το περιστατικό που θα πείσμωνε το αγόρι: μια μέρα που είχε βρέξει πολύ, έμπαινε με το γαϊδουράκι του φορτωμένο ξύλα στη Τρίπολη. Το ζώο γλίστρησε, παραπάτησε σε μια λακκούβα με νερά και πιτσίλισε τα ρούχα διερχόμενων Τούρκων. Ένας από αυτούς αγριεμένος του έδωσε δυο χαστούκια. Ο Κολοκοτρώνης τον κοίταξε με βουρκωμένα μάτια και ορκίστηκε μέσα του να το γυρίσει πίσω το χαστούκι. Στην Τρίπολη δεν θα γυρνούσε παρά το 1821, ως στρατηγός των Ελλήνων πια, πορθητής και εκδικητής!
Σχεδόν αγράμματος, μόλις που κατόρθωνε να συλλαβίζει δηλαδή, γνώριζε ωστόσο αρκετά καλά την ιστορία του γένους του, όντας αργότερα ο μόνος από τους αγωνιστές που φορούσε κόκκινη φουστανέλα και περικεφαλαία στο κεφάλι, πιθανότατα για να διακρίνεται στις μάχες. Αυτοδίδακτος και λιγόλογος, ο γενναίος νεαρός εισχώρησε στα σώματα των κλεφτών της Πελοποννήσου στα 15 του χρόνια και λίγο αργότερα (1787) οι κάτοικοι του Ακόβου τον διόρισαν οπλαρχηγό της περιοχής!
Το 1790, σε ηλικία 20 χρονών, παντρεύτηκε τη μικρότερη κόρη του προεστού του Ακόβου, Κατερίνα Καρούσου, και πέρασε άλλα 7 χρόνια στον Άκοβο, όπου απέκτησε τελικά 6 παιδιά (3 γιους και 3 κόρες, ενώ αργότερα φέρεται να απέκτησε άλλον έναν γιο, καρπό της σχέσης του με μια Υδραία). Ζούσε ήρεμο βίο με την πλουσιοπάροχη προίκα που πήρε από τον κοτσαμπάση και πλέον ήταν αγρότης, κτηνοτρόφος και μυλωνάς.
Φανερά τουλάχιστον, γιατί ήταν πάντα ενταγμένος στα σώματα των πελοποννήσιων κλεφτών, όπου γρήγορα διακρίθηκε για τη γενναιότητά του και έγινε πρωτοπαλίκαρο, πριν συγκροτήσει δικό του σώμα και αναπτύξει πλούσια δράση. Από το 1797, οι Τούρκοι τον βάζουν στο στόχαστρο, γι’ αυτό και για τα επόμενα 5 περίπου χρόνια (1797-1802) επιδόθηκε σε σφοδρό ανταρτοπόλεμο με τα 60 παλικάρια του. Αποτέλεσμα; Το 1802 εκδόθηκε φιρμάνι από την Υψηλή Πύλη εναντίον του, να σκοτώσουν δηλαδή με κάθε τρόπο τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη!
Οι Τούρκοι καταδιώκουν λυσσαλέα τον πολύπειρο πια στη μάχη Κολοκοτρώνη, χάρη σε νέο φιρμάνι που εκδόθηκε τον Ιανουάριο του 1806, και δεν είναι λίγοι οι καλοθελητές που τον προδίδουν: έπειτα από αλλεπάλληλες προδοσίες κοτζαμπάσηδων και καλόγερων, ενέδρες και ανελέητο κυνηγητό, ο Κολοκοτρώνης κατορθώνει να διαφύγει νύχτα και γλιτώνει τη ζωή του.
Τον Απρίλιο του 1806 φτάνει τελικά στη Ζάκυνθο, με τη γενιά του να έχει ξεκληριστεί εν τω μεταξύ από τον οθωμανό κατακτητή: από τα 36 πρωτοξαδέλφια του οπλαρχηγού, μόνον 8 γλίτωσαν από το ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Στο νησί τον περιμένει βέβαια, πέρα από νέο φιρμάνι του σουλτάνου για τον θάνατό του, και ο αφορισμός από το Πατριαρχείο (ενδεχομένως από την πίεση του σουλτάνου). Στη Ζάκυνθο θα περάσει 15 ολόκληρα χρόνια, φέρνοντας εκεί τη φαμίλια του και συνάπτοντας σχέσεις με πολλούς οπλαρχηγούς και ηγέτες κατόπιν του εθνικού μας αγώνα.
Η γέννηση του οπλαρχηγού
Μετά την άρνηση του Κολοκοτρώνη να ενταχθεί στον ρωσικό στρατό και να πολεμήσει τους Γάλλους στην Ιταλία («Τι έχω να κάμω με τον Ναπολέοντα; Αν θέλετε στρατιώτας δια να ελευθερώσωμεν την πατρίδα μας σας υπόσχομαι και πέντε και δέκα χιλιάδες στρατιώτας. Μια φορά εβαπτισθήκαμεν με το λάδι, βαπτιζόμεθα και μίαν με το αίμα και άλλην μίαν δια την ελευθερίαν της πατρίδος μας»), υπηρετεί στον αγγλικό στρατό ως ταγματάρχης σε σύνταγμα ελλήνων εθελοντών. Ήταν αυτή η θητεία που θα του δίδασκε πολλά για τη στρατιωτική τέχνη, την οποία και θα εφάρμοζε αργότερα στον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας.
Ο Κολοκοτρώνης διακρίθηκε για τη δράση του ενάντια στους Γάλλους και πήρε τον βαθμό του ταγματάρχη (από εκεί προέρχεται και η επίσημη στολή με τη χαρακτηριστική κόκκινη περικεφαλαία με τον λευκό σταυρό και τη χαραγμένη λέξη «ΕΙΘΕ»). Μετά τη διάλυση του εκστρατευτικού συντάγματος, ο οπλαρχηγός έκανε τον ζωέμπορο και τον χασάπη.
Το 1819 έχασε τη γυναίκα του και επόμενος σταθμός ήταν η 3η Ιανουαρίου 1821, όταν εγκατέλειψε τη Ζάκυνθο μεταμφιεσμένος σε καλόγερο και αποβιβάστηκε στη Μάνη, όπου ύψωσε μαζί με τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη στις 23 Μαρτίου 1821 το λάβαρο της επανάστασης στην Καλαμάτα και τέθηκε επικεφαλής πολλών ακόμα αγωνιστών, απελευθερώνοντας την πόλη!
Από την πρώτη στιγμή της επανάστασης, ο Κολοκοτρώνης μερίμνησε για το αξιόμαχο των ελλήνων ανταρτών ιδρύοντας στρατόπεδα για την εκπαίδευση πολεμιστών. Η πολιορκία της Τριπολιτσάς ήταν εξάλλου προ των πυλών. Ο Κολοκοτρώνης πρωταγωνιστεί στις στρατιωτικές επιχειρήσεις του αγώνα και είναι παρών σε πολλά ορόσημα της περιόδου. Χαρακτηριστικά, η μάχη στο Βαλτέτσι τον Μάιο του 1821 ήταν η πρώτη μεγάλη νίκη, αυτή που έσφιξε τον κλοιό της πολιορκίας της Τρίπολης.
Η περίφημη άλωση της Τριπολιτσάς (Σεπτέμβριος 1821) ήταν η πρώτη μεγάλη στρατιωτική επιτυχία του απελευθερωτικού αγώνα, αυτή που παγίωσε τη θέση των επαναστατών. Και ήταν η καταστροφή της τεράστιας στρατιάς του Δράμαλη (30.000 άντρες!) στα Δερβενάκια τον Ιούλιο του 1822, με τον Κολοκοτρώνη να κινητοποιεί ακόμα και τους χωρικούς μετατρέποντάς τους σε τρομερούς αγωνιστές, που εδραίωσε την επανάσταση στον Μοριά. Ο οπλαρχηγός ξεπηδά ως ο ιθύνων στρατηγικά νους της επανάστασης, με τις επιτυχίες αυτές να συμβάλουν τα μέγιστα στην εν συνεχεία ανάδειξή του σε αρχιστράτηγο των επαναστατικών δυνάμεων.
Ταυτοχρόνως, ο Κολοκοτρώνης αρχίζει να συμμετέχει ενεργά και στην πολιτική, καθώς εκλέχτηκε μέλος της Πελοποννησιακής Γερουσίας και έγινε αντιπρόεδρος του Εκτελεστικού (με πρόεδρο τον Μαυροκορδάτο)…
Ηχηρές στρατιωτικές επιτυχίες
Μετά την αποφασιστική για το μέλλον της επανάστασης μάχη στο Βαλτέτσι (24 Απριλίου και 12-13 Μαΐου 1821) εναντίον των τουρκικών δυνάμεων που υπεράσπιζαν την Τριπολιτσά, ο Γέρος του Μοριά ήταν έτοιμος να εξαπολύσει τη στρατηγικής σημασίας επίθεσή του στην πόλη, διακαής πόθος του από την πρώτη στιγμή του αγώνα.
Σε πλήρη αντίθεση με τις διαφορετικές απόψεις των άλλων στρατιωτικών αρχηγών που ήθελαν πολιορκία και απελευθέρωση μικρών μεσσηνιακών κάστρων, ο Κολοκοτρώνης είχε κατανοήσει πως η κατάληψη της Τριπολιτσάς ήταν πρωταρχικής σημασίας για την επανάσταση, αφού θα επέτρεπε στις ελληνικές δυνάμεις να ελέγχουν τον Μοριά και να καταλάβουν ευκολότερα τις υπόλοιπες περιοχές. Πίστευε εξάλλου σθεναρά ότι τα ελληνικά στρατεύματα δεν έπρεπε να διασπαστούν, αλλά να συγκεντρωθούν στην πολιορκία ενός μεγάλου στόχου, που δεν ήταν άλλος από την Τριπολιτσά. Η γνώμη του επικράτησε τελικά κι έτσι η κατάληψη της Τρίπολης αποτέλεσε τον πρώτο μεγάλο στόχο των επαναστατών.
Μετά τη σημαντική νίκη στο Βαλτέτσι, καθώς και τις νίκες στα Δολιανά, στα Βέρβαινα, στη Γράνα και στο Καπαρέλι, ο ελληνικός κλοιός άρχισε να σφίγγει γύρω από την πόλη. Ο Κολοκοτρώνης μάζεψε 10.000 άντρες, την ίδια στιγμή που ο αριθμός των πολιορκούμενων ξεπερνούσε τις 30.000 κατοίκους. Τελικά, στις 23 Σεπτεμβρίου 1821, έπειτα από πεντάμηνη πολιορκία, η πόλη πέφτει και οι σφαγές του πληθυσμού ήταν εκτεταμένες (6.000-30.000 ανάλογα με την πηγή). Ο Κολοκοτρώνης θυμάται στο ημερολόγιό του: «Το ασκέρι όπου ήτον μέσα, το ελληνικό, έκοβε και εσκότωνε, από Παρασκευή έως Κυριακή, γυναίκες, παιδιά και άντρες, τριανταδύο χιλιάδες. Το άλογό μου από τα τείχη έως τα σαράγια δεν επάτησε γη. Έλληνες εσκοτώθηκαν εκατό».
Μετά την ηχηρή πτώση της Τριπολιτσάς, καθώς και των φρουρίων της Μονεμβασιάς και του Νεοκάστρου, ο Κολοκοτρώνης πρότεινε στο πολεμικό συμβούλιο την άμεση πολιορκία της Πάτρας. Οι πρόκριτοι της Αχαΐας όμως, συνειδητοποιώντας ότι ο Κολοκοτρώνης αποκτούσε ολοένα και μεγαλύτερη δύναμη, διαμήνυσαν στον Δημήτριο Υψηλάντη ότι δεν επιθυμούσαν τη βοήθεια του οπλαρχηγού αλλά μπορούσαν και μόνοι τους να απαλλαγούν από τους Τούρκους της Πάτρας. Έπειτα από πολλές αμφιταλαντεύσεις και διαφωνίες, ανατέθηκε τελικά στον Κολοκοτρώνη η πολιορκία της Πάτρας, δίχως όμως ουσιαστική βοήθεια. Ο Κολοκοτρώνης, με μόλις 600 άνδρες στα χέρια του και πικραμένος από τις συνωμοσίες που γνώριζε ότι εξυφαίνονταν ολόγυρά του, παραιτήθηκε από την πολιορκία (23 Ιουνίου 1922).
Ταυτοχρόνως, ο Δράμαλης βάδιζε πάνοπλος κατά της Πελοποννήσου, λεηλατώντας, καίγοντας και σπέρνοντας τρόμο και πανικό στο διάβα του. Ο τούρκος αρχιστράτηγος υπολόγιζε όμως χωρίς τον ξενοδόχο, ήτοι τον Κολοκοτρώνη, ο οποίος συγκέντρωνε εκ νέου άντρες με κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσο: ξεκινώντας από την Τριπολιτσά να συναντήσει τον Δράμαλη, διαμήνυσε ότι όποιος ικανός να φέρει όπλα άντρας βρισκόταν κρυμμένος στην πόλη ύστερα από δύο ώρες, θα τουφεκιζόταν αμέσως!
Στις 26 Ιουλίου ακούστηκαν πυροβολισμοί στο στρατόπεδο του Δράμαλη, που ανήγγειλαν την εκκίνηση της μεγάλης στρατιάς. Λέγεται ότι τότε ο Κολοκοτρώνης μίλησε στους Έλληνες διηγούμενος ότι στο όνειρό του η ίδια η θεά Τύχη τον είχε βεβαιώσει για τη νίκη. Τόσο σίγουρος ήταν μάλιστα ώστε φέρεται να είπε: «Έχω τόσην βεβαιότητα να σας ειπώ να μην πάρετε ούτε τα άρματά σας, για να πάρωμε των Τούρκων. Σήμερα ο καθένας από εμάς θα καταδιώκη πολλούς».
Το όνειρο του Γέρου του Μοριά θα είχε πράγματι πραγματοποιηθεί αν οι οπλαρχηγοί που είχε καλέσει κοντά του είχαν καταφθάσει εγκαίρως. Όπως ξέρουμε όμως, έπειτα από περιπέτειες η τουρκική στρατιά κατατροπώθηκε και ό,τι απέμεινε από δαύτη άρχισε να υποκύπτει στην πείνα και τις αρρώστιες που επέφερε η στέρηση. Ο Δράμαλης αρρώστησε και πέθανε λίγους μήνες αργότερα στην Κόρινθο και ο Κολοκοτρώνης έγινε αρχιστράτηγος κατ’ απαίτηση των οπλαρχηγών…
Ο τραγικός εμφύλιος
Την ίδια στιγμή βέβαια που ο Κολοκοτρώνης και οι άλλοι γενναίοι αγωνιστές δοξάζονταν στα πεδία των μαχών, οι πολιτικοί άντρες είχαν τα δικά τους να σκεφτούν, ήτοι να περιορίσουν τη δύναμη του αρχιστράτηγου. Κι έτσι κατά τη Β’ Εθνοσυνέλευση του Άστρους (Μάρτιος-Απρίλιος 1823), η πολιτική ηγεσία «αντάμειψε» τον φωτισμένο οπλαρχηγό χαρίζοντας τον βαθμό του στρατηγού σε 50 ακόμη ανθρώπους(!), για να μειώσουν τον Κολοκοτρώνη και να αμφισβητήσουν ενεργά την εξουσία του.
Η ρήξη Κολοκοτρώνη και Μαυροκορδάτου, ρήξη στρατιωτικής και πολιτικής ηγεσίας δηλαδή, έφερε την κατάργηση μεταξύ άλλων της Πελοποννησιακής Γερουσίας, ψυχή της οποίας ήταν ο Κολοκοτρώνης, αλλά και του βαθμού του αρχιστράτηγου, τον οποίο έφερε και πάλι ο Γέρος του Μοριά. Ο πάντα αγέρωχος Κολοκοτρώνης παραιτείται από αντιπρόεδρος και πλέον η ρήξη είναι ολομέτωπη.
Η συνέχεια είναι γνωστή σε όλους: στις αρχές του 1824 εμφανίζονται δύο επαναστατικές κυβερνήσεις, μία στην Τριπολιτσά υπό τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και η άλλη υπό τον Κουντουριώτη στο Κρανίδι. Τον Μάρτιο οι κυβερνητικοί στράφηκαν εναντίον των στρατιωτικών, κατέλαβαν την Τριπολιτσά και άρχισαν να πολιορκούν το Ναύπλιο, το οποίο υπεράσπιζε μάλιστα ο γιος του Κολοκοτρώνη, Πάνος. Ο οπλαρχηγός αντιλαμβανόμενος ότι οι εξελίξεις απέβαιναν σε βάρος του ήρθε σε συνεννόηση με τον Κουντουριώτη και παρέδωσε το Ναύπλιο με αντάλλαγμα τη χορήγηση αμνηστίας. Έτσι τελείωσε η πρώτη φάση του εμφυλίου πολέμου.
Η εμφύλια διαμάχη έμελλε όμως να κλιμακωθεί καθώς και οι δύο παρατάξεις επιδίωκαν να διαδραματίσουν ηγετικό ρόλο στις στρατιωτικές και πολιτικές εξελίξεις. Η μία πλευρά, με Κολοκοτρώνη, Λόντο και Ζαΐμη, είχε την υποστήριξη πολλών πελοποννήσιων στρατιωτικών και πολιτικών, ενώ με τον Κουντουριώτη συντάχθηκαν οι ρουμελιώτες, υδραίοι και σπετσιώτες οπλαρχηγοί. Η άρνηση πλήθους περιοχών της Πελοποννήσου να πληρώσουν στην κυβέρνηση φόρο αποτέλεσε την αφορμή για την έκρηξη της δεύτερης φάσης του εμφυλίου, κατά την οποία σημειώθηκαν σφοδρές συγκρούσεις από άκρη σε άκρη της Πελοποννήσου.
Στις 13 Νοεμβρίου 1824, οι πολιτικοί αντίπαλοι του Κολοκοτρώνη σκότωσαν τον γιο του Πάνο, με την άνανδρη δολοφονία του να κλονίζει σοβαρά τον οπλαρχηγό, ο οποίος παραδόθηκε στις αρχές Δεκεμβρίου του 1824 για να τερματιστεί ο εμφύλιος. Στις 6 Φεβρουαρίου 1825 φυλακίστηκε στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία της Ύδρας, αν και τον αποφυλάκισαν άρον-άρον το 1825 καθώς ήταν ο μόνος που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τον Ιμπραήμ!
Στο Ναύπλιο, μετά την αποφυλάκισή του, μίλησε ανεβασμένος σε μια πέτρα στο πλήθος που παραληρούσε: «Έλληνες! Πριν βγω στ’ Ανάπλι, έριξα στη θάλασσα τα πικρά τα περασμένα. Κάντε και σεις το ίδιο. Στο δρόμο που περνάγαμε για να ρθούμε στην εκκλησιά, είδα να σκάβουν κάποιοι άνθρωποι. Ρώτησα και μου είπαν πως σκάβουν να βρούνε κρυμμένο θησαυρό. Εκεί στο λάκκο μέσα ρίξτε και τα μίση τα δικά σας. Έτσι θα βρεθεί κι ο χαμένος θησαυρός». Την ίδια στιγμή, εκτόξευε φοβέρες στον Ιμπραήμ: «Όχι τα κλαριά να μας κόψεις, όχι τα δένδρα, όχι τα σπίτια που μας έκαψες, μήτε πέτρα απάνω στην πέτρα να μη μείνει, εμείς δεν προσκυνάμε. Μόνο ένας Έλληνας να μείνει, πάντα θα πολεμούμε. Και μην ελπίζεις πως τη γη μας θα την κάνεις δική σου, βγάλ’ το από το νου σου». Τα πράγματα είχαν πάρει όμως άσχημη τροπή και ο Γέρος, παρά τις φιλότιμες προσπάθειές του, δεν θα κατάφερνε να ανακόψει τη δραματική εξέλιξη…
«Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους»
Την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1827, η Πελοπόννησος εξακολουθούσε να υφίσταται λεηλασίες και καταστροφές από τα στρατεύματα του Ιμπραήμ, με τις περισσότερες εστίες αντίστασης να έχουν πια εξουδετερωθεί. Οι Έλληνες κατέφευγαν πάντα σε ανταρτοπόλεμο, για τον οποίο παρατηρεί ο Κολοκοτρώνης στα «Απομνημονεύματά» του: «O Ιμπραΐμης μου επαράγγειλε μια φορά διατί δεν στέκω να πολεμήσωμεν (κατά μέτωπον). Εγώ του αποκρίθηκα, ας πάρη πεντακόσιους, χίλιους, και παίρνω και εγώ άλλους τόσους, και τότε πολεμούμε, ή αν θέλη ας έλθη και να μονομαχήσωμεν οι δύο. Αυτός δεν με αποκρίθηκε εις κανένα. Και αν ήθελε το δεχθή το έκαμνα με όλην την καρδιάν, διότι έλεγα αν χανόμουν, ας πήγαινα, αν τον χαλούσα, εγλύτωνα το έθνος μου».
Οι εξαντλημένοι Πελοποννήσιοι συνέχιζαν την αντίστασή τους όπως μπορούσαν και ο Ιμπραήμ εφάρμοσε τότε τη μέθοδο του μαζικού προσκυνήματος: «Προσκύνημα» ονομαζόταν στα χρόνια της Τουρκοκρατίας η δήλωση υποταγής μεμονωμένων ατόμων ή ολόκληρων ομάδων (ή ακόμα και περιοχών) προς τον κατακτητή, εναντίον του οποίου είχαν προηγουμένως εξεγερθεί. Η αποδοχή της υποταγής εκφραζόταν έμπρακτα από τους Τούρκους με χορήγηση στους προσκυνημένους ειδικού πιστοποιητικού, γνωστού ως «προσκυνοχάρτι». Με αυτό τον τρόπο οι επαναστατημένοι επανέρχονταν στην κατάσταση του νομιμόφρονα υπηκόου.
Ο Κολοκοτρώνης ανέφερε στα απομνημονεύματά του ότι όσοι οπλαρχηγοί προσκυνούσαν, κυρίως λόγω των υψηλών χρηματικών αμοιβών που τους υποσχέθηκε ο Ιμπραήμ, ήταν πρώην μισθοφόροι στην υπηρεσία των προκρίτων του Μοριά, αν και οι περισσότεροι άλλαζαν στρατόπεδο υπό τον φόβο των αιγυπτιακών επιδρομών.
Και ήταν τότε που ο Κολοκοτρώνης θα προσέφερε την τελευταία μεγάλη υπηρεσία στην πατρίδα. Σε αυτές τις αντίξοες συνθήκες, ο Γέρος αναζωπύρωσε τη σπίθα της ετοιμοθάνατης επανάστασης: με το σύνθημα «Φωτιά στα σπίτια και τσεκούρι στην περιουσία και το λαιμό εκείνων που κάνουν τα χατίρια των Τούρκων. Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους!», εξαπέλυσε φόβο και τρόμο στους προσκυνημένους. Μεταχειριζόμενος σκληρά μέτρα, απέτρεψε τον λαό της Πελοποννήσου από το να επανέλθει κάτω από την οθωμανική κυριαρχία και διατήρησε έτσι τη φλόγα του πολέμου άσβεστη, μέχρι τη Ναυμαχία του Ναβαρίνου τουλάχιστον, όταν οι Μεγάλες Δυνάμεις συγκατάνευσαν στην ελευθερία της Ελλάδας.
Μέσα στις τρομερά αντίξοες συνθήκες, που αυξάνονταν από την απροθυμία της Αντικυβερνητικής Επιτροπής να βοηθήσει τον Κολοκοτρώνη με χρήματα και πολεμοφόδια, εκείνος έβλεπε ότι μόνο με τέτοιου είδους μέτρα θα μπορούσε να αποσοβήσει τη μεγάλη καταστροφή, τον θάνατο του επαναστατικού κλίματος δηλαδή. Δεν ήταν ωστόσο σπάνιο να προσπαθεί να επαναφέρει τους προσκυνημένους στο πατριωτικό τους χρέος με συστάσεις και νουθεσίες…
Δίκη και φυλάκιση
Ο Κολοκοτρώνης θεωρούσε πάντα πως οι Έλληνες έχουν χρέος να πολεμήσουν μόνοι τους για την ανεξαρτησία τους χωρίς ξένες παρεμβολές. Αντιμετώπιζε εξάλλου με δυσπιστία την ανάμειξη των ξένων δυνάμεων στις εσωτερικές υποθέσεις της Ελλάδας, πιστεύοντας πως αυτή γινόταν πρώτιστα για την εξυπηρέτηση των δικών τους συμφερόντων. Από την άλλη βέβαια πλευρά, εμφορούμενος από παροιμιώδη μεγαλοψυχία, συγχώρησε τους εχθρούς του, ακόμα και εκείνους που ευθύνονταν για τον θάνατο συγγενών του, ακόμα και του γιου του.
Με την έλευση του Καποδίστρια, ο Κολοκοτρώνης τάχθηκε ένθερμα υπέρ της πολιτικής του αν και διαφωνούσε με τον «αυταρχικό» τρόπο της εφαρμογής της. Πρωτοστάτησε επίσης στα γεγονότα για την εκλογή του Όθωνα, αν και με την έλευση του τελευταίου (30 Ιανουαρίου 1832) έγινε στόχος συκοφαντιών και ραδιουργιών εκ μέρους των πολιτικών του αντιπάλων. Κι έτσι οι Βαυαροί τον αντιμετώπιζαν με ψυχρότητα, κι αυτό λόγω των φιλοκαποδιστριακών του αισθημάτων.
Η σκευωρία που εξυφάνθηκε εναντίον του κατέληξε τελικά στο να κατηγορηθεί για εσχάτη προδοσία και να συλληφθεί (6 Σεπτεμβρίου 1833), από κοινού με τον Πλαπούτα, τον Τζαβέλα, τον Νικηταρά και άλλους στρατιωτικούς ηγέτες με την κατηγορία ότι προετοίμαζαν συνομωσία εναντίον του ανήλικου βασιλιά και της κυβέρνησής του.
Η διαβόητη δίκη άρχισε στο Ναύπλιο στις 30 Απριλίου 1834 και διάρκεσε μέχρι τις 26 Μαΐου και ήταν μια σκευωρία από τις λίγες. Από όλες τις βαρύτατες κατηγορίες καμία δεν αποδείχτηκε κατά τρόπο αδιαμφισβήτητο, καθώς επρόκειτο για αοριστίες που δεν θεμελίωναν νομικά την παραπομπή των Κολοκοτρώνη και Πλαπούτα, πόσο μάλιστα για εσχάτη προδοσία! Ο νομομαθής Γεώργιος Τερτσέτης υποστήριξε στις παρασκηνιακές διαβουλεύσεις που έγιναν αργότερα ότι «με τέτοιες κατηγορίες δεν μπορούν να καταδικαστούν σε θάνατο ούτε δυο γάτοι»!
Η εμφάνιση του Κολοκοτρώνη στο εδώλιο του κατηγορουμένου συγκλόνισε το ακροατήριο, πόσο μάλιστα όταν ο Γέρος του Μοριά ερωτηθείς «τι επάγγελμα έχεις;», έδωσε την ιστορική απάντηση: «Στρατιωτικός. Κρατάω σαράντα εννιά χρόνους στο χέρι το ντουφέκι και πολεμώ για την πατρίδα». Το δέος απαθανατίστηκε ακόμα και στο πρόσωπο των εχθρών του οπλαρχηγού.
Παρά τη γενναία στάση των δύο εκ των πέντε δικαστών, ο Κολοκοτρώνης και ο Πλαπούτας καταδικάστηκαν σε θάνατο και φυλακίστηκαν στο Παλαμήδι. Ο Γέρος ήταν 64 ετών. Λίγο αργότερα βέβαια η ποινή του μετατράπηκε σε εικοσαετή κάθειρξη από τον βασιλιά, με τον Κολοκοτρώνη να υποδέχεται τα νέα της μετατροπής της ποινής του ως εξής: «Θα γελάσω τον βασιλιά! Δεν θα ζήσω τόσους (χρόνους)!»…
Τελευταία χρόνια
Τον Μάιο του 1835, μετά την ενηλικίωση του Όθωνα, ο Κολοκοτρώνης έλαβε βασιλική χάρη και αποφυλακίστηκε, αποκαμωμένος και εξουθενωμένος πια από τις άθλιες συνθήκες κράτησης αλλά και την ταπείνωση. Σχεδόν τυφλός και ρακένδυτος (από όπου βγήκε και η φράση «χάλια κολοκοτρωνέικα»), κατέφυγε στην Αθήνα, τη νέα πρωτεύουσα της Ελλάδας, όπου ευτύχησε βέβαια να γνωρίσει τη λαϊκή αναγνώριση για την προσφορά του στον αγώνα.
Τιμήθηκε με τον βαθμό του στρατηγού, διορίστηκε σύμβουλος Επικρατείας, βραβεύτηκε με τον Μεγαλόσταυρο του Σωτήρος, ορίστηκε μέλος της επιτροπής για την ανέγερση του Πανεπιστημίου Αθηνών και στάθηκε πιστός σύμβουλος του Όθωνα. Φύσει ανιδιοτελής όμως, ποτέ δεν επεδίωξε προσωπικά οφέλη και ανταλλάγματα.
Ο Γέρος του Μοριά άφησε την τελευταία του πνοή στις 4 Φεβρουαρίου 1843, σε ηλικία 73 ετών, χτυπημένος από εγκεφαλικό επεισόδιο αμέσως μετά τον γάμο του μικρότερου γιου του. Αφού στεφάνωσε τον γιο του και ευθύμησε στον γάμο του, πήγε στις 3 Φεβρουαρίου στον βασιλικό χορό, όπου αστειεύτηκε με τους παλιούς του συντρόφους, συνομίλησε με τον Όθωνα και τα έτσουξε λίγο παραπάνω, πίνοντας άφθονο κρασί. Γύρω στα μεσάνυχτα «επέστρεψεν χαίρων εις την οικίαν του, κατεκλίθη εις την στρώμνην του, όπου κοιμόμενον τον προσέβαλεν η αποπληξία» (εφημερίδα «Αιών»).
Αυτό ήταν το τέλος του μεγάλου αντρός, ο οποίος φτωχός από υλικά αγαθά αλλά πλούσιος από την αγάπη του απλού λαού, πρόλαβε να δει την αγαπημένη του πατρίδα ελεύθερη, μια πατρίδα για την οποία αγωνίστηκε σκληρά με μεγαλοψυχία και όραμα. Πριν κλείσει τα μάτια του, υπαγόρευσε τα απομνημονεύματά του στον Γεώργιο Τερτσέτη («Διήγησις συμβάντων της Ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836»), τα οποία εκδόθηκαν το 1846 ως ένα πλήρες χρονικό της Ελληνικής Επανάστασης…