Στις 22 Οκτωβρίου 1940 ο υπουργός των εξωτερικών της Ιταλίας κόμης Τσιάνο, έγραφε στο ημερολόγιο του: «Ο Ντούτσε επανέρχεται. Συνέταξε μια επιστολή δια τον Χίτλερ επί της γενικής καταστάσεως. Υπαινίσσεται επίσης εις αυτήν την επικειμένην ενέργεια μας εις την Ελλάδα, αλλά δεν καθορίζει ούτε την μορφήν ούτε την ημερομηνίαν, διότι φοβείται μήπως τον σταματήσουν δια μίαν ακόμη φοράν. Πολλαί ενδείξεις μας κάνουν να πιστεύσουμε ότι εις το Βερολίνον δεν βλέπουν με πολύ ενθουσιασμό την πορεία μας προς Αθήνας.
Η ορισθείσα τώρα ημερομηνία είναι η 28η Οκτωβρίου… Αρχίζω να συντάσσω το τελεσίγραφο, το οποίον ο Γκράτσι θα επιδώσει εις τον Μεταξά εις τας 2 το πρωί της 28ης Οκτωβρίου. Φυσικά είναι ένα κείμενον το οποίον δεν αφήνει διέξοδον εις την Ελλάδα. Ή θα δεχθεί κατάληψιν ή θα υποστεί επίθεση…».
Η ημερομηνία της εισβολής στην Ελλάδα αναβλήθηκε από την 26η στην 28η Οκτωβρίου 1940, κατόπιν επιμονής του Γενικού Επιτελείου Στρατού. Την ίδια μέρα, 22 Οκτωβρίου, ο Τσιάνο έστειλε προς τον τοποτηρητή της Αλβανίας Γιακομόνι το ακόλουθο σήμα: «Ημερομηνία ωρίσθη η 28η Οκτωβρίου. Ανάγκη όπως μεταθέσητε δια την 26ην τα ορισθέντα επεισόδια…». Και ο Γιακομόνι την επομένη ανακοίνωσε στον Μπενίνι υφυπουργό επί των Αλβανικών υποθέσεων, ότι αποφάσισε όπως: την εσπέρα της 25ης Οκτωβρίου εκραγεί βόμβα στο λιμάνι της Αυλώνος, την πρωία της 26ης γίνει εικονική επίθεση εναντίον Ιταλικού συνοριακού Φυλακίου στην περιοχή της Κορυτσάς και την αυγή της 27ης ριφθούν προκηρύξεις στο αλβανικό έδαφος από υποτιθέμενο Ελληνικό ή αγγλικό αεροπλάνο.
Στις 23 Οκτωβρίου 1940 ο Έλληνας Πρεσβευτής στην Ρώμη, θαυμάσια πληροφορημένος τηλεγραφούσε στην Ελληνική κυβέρνηση ότι: «κατά πληροφορίες στρατιωτικής πηγής, η εναντίον της Ελλάδος ενέργεια έχει προσδιορισθεί για τις 25 έως 28 Οκτωβρίου…». Στο μεταξύ ο Πρεσβευτής στην Αθήνα της Ιταλίας Γκράτσι, με τις οδηγίες της κυβερνήσεως του, έπαιζε το τελευταίο και γραφικότερο μέρος του ρόλου του: Με την ευκαιρία που στην Αθήνα το Εθνικό Θέατρο, ως νεοσύστατη «Λυρική Σκηνή», ανέβαζε το μελόδραμα του Τζάκομο Πουτσίνι «Μαντάμ Μπατερφλάϋ», είχε προτείνει να κληθεί ο υιός του διασήμου συνθέτη για να παρακολουθήσει την πρώτη επίσημη παράσταση. Θα ήταν μια ευκαιρία να αναθερμανθούν οι σχέσεις των δύο λαών στο καλλιτεχνικό και κοι ωνικό τομέα, γιατί η Ιταλική Πρεσβεία θα έδινε την επομένη μία δεξίωση όπου θα καλούσε την γνωστή Αθηναϊκή κοινωνία. Θα ήταν «μεγίστη τιμή» αν στην δεξίωση αυτή δεχόταν να προσέλθει και ο Πρωθυπουργός… Ο Ιωάννης Μεταξάς συμφώνησε -ίσως για να εξαντλήσει έτσι όλες τις δυνατότητες – και γι’ αυτό είπε: «Έστω… ας έλθει ο κύριος Πουτσίνι. Ας δοθεί η εορτή. Αλλά να ξέρει ο κ. Γκράτσι ότι εγώ δεν θα παραστώ. Ούτε η κυβέρνησις…». Και εξηγούσε κάτω από ποιες συνθήκες μπορούσε η Ιταλία, αν ήθελε να αποκατασταθούν οι σχέσεις. Ο Αντώνιος Πουτσίνι συνοδευόμενος από την γυναίκα του ήρθε.
Στον σταθμό Λαρίσης τον υποδέχθηκε η Διοίκηση του Εθνικού Θεάτρου και ανώτερα στελέχη του. Η παράσταση της «Μαντάμ Μπατερφλάϋ» δόθηκε στο Εθνικό Θέατρο το βράδυ της 25ης Οκτωβρίου 1940 με πολλή επισημότητα και επιτυχία, παρά την παγερή ατμόσφαιρα που είχε δημιουργηθεί από τα προηγηθέντα γεγονότα.