Λιγότερες από 24 ώρες έμειναν για τις πρώτες κάλπες του 2019 και όπως είχνουν ξεκάθαρα όλες οι δημοσκοπήσεις των τελευταίων ημερών, η Νέα Δημοκρατία θα είναι πρώτο κόμμα, κάτι που δείχνουν ξεκάθαρα όλες οι δημοσκοπήσεις των τελευταίων ημερών.
Αυτό που «παίζεται» και για το οποίο όλοι αναρωτιούνται είναι η διαφορά του νικητή με το κυβερνών κόμμα.
Μια διαφορά η οποία θα κρίνει και το χρόνο των εθνικών εκλογών, τις αποφάσεις που θα πάρει ο Αλέξης Τσίπρας. Θα προχωρήσει σε πρόωρες κάλπες στα τέλη Ιουνίου ή θα πάει με βάση το πρόγγραμμα που έχει στηρίξει εδώ και καιρό, δηλαδή στα τέλη Σεπτεμβρίου – αρχές Οκτωβρίου.
Οπως λένε άνθρωποι που έχουν στα χέρια τους δημοσκοπήσεις, κρυφές και φανερές, αυτό που φαίνεται να παγιώνεται είναι μια διαφορά της Νέας Δημοκρατίας πάνω από 5 μονάδες.
Κυριαρχεί όμως και η αίσθηση μιας διαφαινόμενης ήττας για τον ΣΥΡΙΖΑ που είχε συνηθίσει να είναι κυρίαρχος του πολιτικού παιχνιδιού και τώρα με όλες τις έρευνες στο τραπέζι, να θεωρείται δεδομένη η νίκη της ΝΔ, με μικρή ή μεγάλη διαφορά.
Η «απειλή» του Αλέξη Τσίπρα ότι θα πάει σε πρόωρες εκλογές τον Ιούνιο εντάσσεται στη λογική του εκβιασμού των πολιτών. Να ψηφίσουν τις παροχές που τους τάζει γιατί αλλιώς θα έρθει ο Μητσοτάκης και θα γκρεμίσει ό,τι μέχρι σήμερα έχτισε η κυβέρνηση.
Να ψηφίσουν ΣΥΡΙΖΑ για να πάρουν τα «δώρα» Τσίπρα αλλιώς η ΝΔ θα καταργήσει τις εξαγγελίες και δεν θα δώσει τίποτε.
Είναι σαφές ότι σε μερίδα των ψηφοφόρων αυτή η λογική έχει αποτέλεσμα και η μείωση των αναποφάσιστων θα κλείσει ενδεχομένως την ψαλίδα των δύο κομμάτων. Πάντως, όπως δείχνουν όλες οι τελευταίες δημοσκοπήσεις, οι προεκλογικές παροχές δεν αποτελούν για τον κόσμο τον κυρίαρχο λόγο για το πώς θα ψηφίσουν. Μάλιστα στην έρευνα της Marc πάνω από 6 στους 10 δεν θεωρούν τα οικονομικά μέτρα σημαντικά.
Κάποιοι έχουν αποφασίσει να ψηφίσουν με βάση την απογοήτευση, την οργή για τα τέσσερα χρόνια ΣΥΡΙΖΑ.
Παρά το γεγονός ότι σε οποιαδήποτε κάλπη η νίκη είναι νίκη έστω και με μία ψήφο διαφορά, στην συγκεκριμένη αναμέτρηση της Κυριακής τον πήχη τον έχει βάλει ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας στις προηγούμενες ευρωεκλογές, το 2014.
Τότε, ο ΣΥΡΙΖΑ έλαβε ποσοστό 26,5% και κέρδισε τη Νέα Δημοκρατία με μόλις 3,8% διαφορά.
Παρόλο που το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ ήταν χειρότερο ακόμη και από αυτό που είχε λάβει στις εθνικές εκλογές του 2012 (26,9%), ο κ. Τσίπρας τον Ιούνιο του 2014, και πιο συγκεκριμένα το βράδυ των αποτελεσμάτων, μίλησε για “ιστορική ανατροπή” και “μεγάλη δυσαρμονία ανάμεσα στη βούληση του λαϊκού σώματος και τους συσχετισμούς στη Βουλή”.
Το ερώτημα που τίθεται πλέον ελάχιστες ώρες πριν ανοίξουν οι κάλπες είναι το εξής: Αν χάσει τις εκλογές, θα κάνει πράξη αυτό που ο ίδιος ως αρχηγός της αντιπολίτευσης έλεγε ότι θα έπρεπε να κάνει τότε ο κ. Σαμαράς;
Θα πάει δηλαδή αυτή τη φορά στον κ. Παυλόπουλο για να υποβάλει την παραίτησή του, όταν ο ίδιος δηλώνει μέχρι και σήμερα ότι «δεν υπάρχει ούτε μια πιθανότητα στο εκατομμύριο να ηττηθεί;»
Όποια και αν είναι η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα η ουσία είναι μία: Εάν το αποτέλεσμα επιβεβαιώσει την προσδοκώμενη από τους πολίτες πολιτική αλλαγή, το βράδυ των εκλογών ο κ. Τσίπρας θα περιέλθει σε απόλυτο πολιτικό αδιέξοδο, γιατί για πρώτη φορά ο πρωθυπουργός θα κληθεί να διαχειριστεί μια ήττα για την οποία την αποκλειστική ευθύνη θα έχει ο ίδιος.
Ενδιαφέρον όμως θα έχει εκτός από την αντίδραση του κ.Τσίπρα, ποιά θα είναι η κίνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη το βράδυ των εκλογών, σε περίπτωση που η ΝΔ κατακτήσει μία “καθαρή” νίκη. Θα ακολουθήσει το παράδειγμα Τσίπρα του 2014 ή θα επιλέξει μία διαφορετική τακτική;
Σαφής εικόνα δε φαίνεται να υπάρχει ακόμα για το τί ακριβώς θα πράξει ο κ. Μητσοτάκης. Το βέβαιο όμως είναι ότι ο πρόεδρος της ΝΔ δεν σκοπεύει να συμπεριφερθεί όπως ο κ. Τσίπρας. Ούτε στο Ζάππειο προτίθεται να πάει, ούτε σχεδιάζει να τον κ. Παυλόπουλο, δεδομένου μάλιστα ότι ο πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν έχει καμία σχετική αρμοδιότητα.