Μετά τις τελευταίες εξελίξεις με τις Πρέσπες οι δημοσκοπήσεις δίνουν και παίρνουν με την κυβέρνηση να μην ανακάμπτει με τίποτα δημοσκοπικά και τα δημοσιεύματα να πέφτουν βροχή εναντίων της. Η κυβέρνηση είναι εγκλωβισμένη στην πολιτική της αφού δεν άκουσε το όχι του Ελληνικού λαού.
Έτσι πιο κοντά παρά ποτέ είναι οι Εθνικές Εκλογές. Όλες οι δημοσκοπήσεις συμφωνούν ότι τα θέματα που αφορούν την οικονομία, την απασχόληση, την ανεργία και την κοινωνική κατάσταση των πολιτών, κυριαρχούν στη σκέψη των πολιτών αλλά και αναφέρονται ως τα βασικά κριτήρια με τα οποία θα σταθμίσουν και την ψήφο τους.
Η κοινωνία που έχει υποστεί όλο το πραγματικό κόστος της περιόδου των Μνημονίων, είδε την οικονομική της κατάσταση να επιδεινώνεται, αντιμετώπισε την έκρηξη της ανεργίας και της επισφάλειας και με μεγάλη δυσκολία κατάφερε να αναπτύξει «τεχνολογίες επιβίωσης».
Αυτή η κοινωνία είναι εκ των πραγμάτων πάρα πολύ δύσκολη σε οποιαδήποτε εύκολη πολιτική μεγαλοστομία αλλά και πολύ ευαίσθητη σε οποιαδήποτε πραγματική πρόταση για τη βελτίωση των οικονομικών πραγμάτων.
Η μάχη για τα «κόκκινα δάνεια»
Δεν είναι τυχαίο επομένως που στην επικαιρότητα κυριαρχεί το ζήτημα των «κόκκινων δανείων».
Το ζήτημα των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων παραμένει η μεγαλύτερη ανοιχτή πληγή του τραπεζικού συστήματος της Ελλάδας και ο βασικότερος ανασταλτικός παράγοντας για να αποκτήσουν ξανά οι επιχειρήσεις μεγαλύτερη πρόσβαση σε χρηματοδοτικά εργαλεία.
Σήμερα, το θέμα αυτό επικεντρώνεται σε δύο κρίσιμα σημεία. Το ένα αφορά το διάδοχο θεσμικό πλαίσιο για την προστασία της πρώτης κατοικίας μετά το τέλος του Νόμου Κατσέλη όπως ισχύει σήμερα.
Εδώ η ανάγκη είναι να ισορροπηθούν δύο βασικές κατευθύνσεις.
Από τη μια, η κυβέρνηση, όπως και οι προηγούμενες, δεν επιθυμεί να βρεθεί αντιμέτωπη με ένα μεγάλο κύμα πλειστηριασμών πρώτων κατοικιών, γιατί αυτό θα δημιουργούσε ένα εξαιρετικά αρνητικό κλίμα.
Είναι η επιθυμία να επαναληφθούν στην Ελλάδα εικόνες όπως αυτές στην Ισπανία πριν από μερικά χρόνια με ειδικές αστυνομικές δυνάμεις να επιβάλουν εξώσεις οικογενειών από τα σπίτια τους.
Από την άλλη, οι τράπεζες και οι θεσμοί φοβούνται ότι όσο διατηρείται ένα πλαίσιο προστασίας για την πρώτη κατοικία, ιδίως εκεί όπου αυτή είναι υποθηκευμένη για επιχειρηματικά δάνεια, τότε δεν θα υπάρχει η αναγκαία πίεση προς του οφειλέτες να είναι πιο συνεπείς στις υποχρεώσεις τους και άρα θα διαιωνίζεται το πρόβλημα και τελικά θα αυξάνονται τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα.
Ακριβώς σε αυτή τη λεπτή ισορροπία είναι που θα κριθεί τόσο η διαπραγμάτευση της ελληνικής κυβέρνησης με τις ελληνικές τράπεζες όσο και με τους θεσμούς. Όμως, σε μια προεκλογική χρονιά είναι αναμενόμενο τα κοινωνικά κριτήρια να προταχθούν των αμιγώς οικονομικών.
Το δεύτερο κρίσιμο ζήτημα αφορά το συνολικό πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, που υπερβαίνουν κατά πολύ το πρόβλημα της προστασίας της πρώτης κατοικίας.
Είναι προφανές ότι με τις ελληνικές τράπεζες «φορτωμένες» με δεκάδες εκατομμύρια «κόκκινων δανείων» δεν υπάρχει κανένα περιθώριο για «επιστροφή στην κανονικότητα», ούτε και στη δανειοδότηση των επιχειρήσεων με τέτοιους όρους που να βοηθούσαν μια νέα επενδυτική άνοιξη.
Η κρίσιμη 28η Φεβρουαρίου
Ο Φεβρουάριος είναι ένας μήνας όπου επιστρέφουν στο προσκήνιο λέξεις όπως «αξιολόγηση» και «προαπαιτούμενα». Ο λόγος είναι ότι ούτως ή άλλως στο πλαίσιο της ενισχυμένης επιτήρησης στην οποία βρισκόμαστε, αλλά και της συμφωνίας για το τέλος του ελληνικού προγράμματος, η Κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να τηρήσει μια σειρά από προαπαιτούμενα.
Και η αξιολόγηση αυτή δεν είναι «συμβολική»: από τη συνολική πορεία της ελληνικής οικονομίας θα κριθεί το εάν θα ενεργοποιηθούν τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους όπως έχουν συμφωνηθεί.
Ακόμα, μπορεί να μην υπάρχουν πια «δανειακές δόσεις», αλλά υπάρχουν τα κέρδη από τα ελληνικά ομόλογα που είχαν κρατήσει ευρωπαϊκές τράπεζες και τα οποία θα αποτελούσαν μια χρηματοδοτικά ανάσα για ένα Δημόσιο.
Σε αυτό το πλαίσιο, τα κρίσιμα νέα θα είναι αυτά που θα αφορούν δύο σημαντικές εκθέσεις, τη μία για την ενισχυμένη εποπτεία και την άλλη για τις μακροοικονομικές ανισορροπίες.
Ενόψει αυτών των εκθέσεων η ελληνική κυβέρνηση στην πραγματικότητα έχει ένα μικρό περιθώριο για να δώσει πειστικές απαντήσεις σε μια σειρά από ανοιχτά μέτωπα.
Αυτά αφορούν προφανώς το τι θα γίνει με τη διάδοχη κατάσταση του Νόμου Κατσέλη και συνολικά με τα «κόκκινα δάνεια», το ζήτημα που προέκυψε με την αποτυχημένη ιδιωτικοποίηση των λιγνιτικών μονάδων, η καθυστέρηση στη διαδικασία παραχώρησης της Εγνατίας Οδού, τα εκκρεμή θεσμικά ζητήματα όπως είναι οι διορισμοί των γενικών γραμματέων στα υπουργεία, στο πλαίσιο της λεγόμενης «αποπολιτικοποίησης» του δημοσίου.
Σε αυτό το πλαίσιο πολλά θα κριθούν στο Euro Working Group της 28ης Φεβρουαρίου αλλά και το Eurogroup της 11ης Μαρτίου. Εκεί θα φανεί σε ποια κλίμακα οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις θα επιμείνουν και σε μια σειρά από άλλες επιφυλάξεις που έχουν διατυπώσεις, όπως είναι αυτές που αφορούν το νέο κύμα προσλήψεων ή την παράταση του μειωμένου ΦΠΑ στα νησιά που δέχονται το μεγάλο βάρος του εισροών προσφύγων.
Με ανάλογο ενδιαφέρον αναμένεται και η Έκθεση του ΔΝΤ για την Ελλάδα, η ανακοίνωση της οποία μετατέθηκε για τον Μάρτιο.