Άρθρο του Ν. Ανδρουλάκη στην Εφημερίδα των Συντακτών
Πριν από λίγες ημέρες είχαμε ένα ακόμα γαϊτανάκι δηλώσεων και αντι- δηλώσεων από Έλληνες και Τούρκους αξιωματούχους με αφορμή Τουρκικές προκλήσεις και παραβιάσεις στο Αιγαίο. Πως όμως εξυπηρετούνται καλύτερα τα εθνικά συμφέροντα σε παρόμοιες καταστάσεις;
Σε θέματα εξωτερικής πολίτικης είναι πάντοτε φρόνιμο να βλέπουμε την μεγάλη εικόνα. Το σημαντικό ζήτημα για τον κ. Ερντογάν αυτή τη στιγμή είναι το δημοψήφισμα που θα διεξαχθεί σε λίγες εβδομάδες. Το διακύβευμα δεν είναι τίποτα λιγότερο από την μορφή που θα έχει το Τουρκικό κράτος μελλοντικά και ο βαθμός ελέγχου της εκτελεστικής εξουσίας επί αυτού. Είναι δεδομένο, ότι ο κ. Ερντογάν επιθυμεί να συγκροτήσει ένα καθετοποιημένο πολίτευμα με τον εαυτό του στην κορυφή της πυραμίδας ως υπέρτατο κριτή και μοναδικό πόλο εξουσίας, αποδυναμώνοντας παράλληλα την πολιτική επιρροή του φιλοκουρδικού Κόμματος HDP.
Ωστόσο, το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος δεν είναι καθόλου προδιαγεγραμμένο. Ο κ. Ερντογάν αντιμετωπίζει πολλαπλές κρίσεις, οι οποίες δυνητικά μπορούν να επιδράσουν αρνητικά στην επιλογή των ψηφοφόρων. Μέσα σε ένα χρόνο , η Τουρκική λίρα έχει χάσει το 40% της αξίας της, η τρομοκρατία έχει πλήξει τα τουριστικά έσοδα, με τις αφίξεις να είναι μειωμένες κατά 11 εκατομμύρια φέτος, ενώ στην νοτιοανατολική τουρκιά διεξάγεται ένας ακήρυχτος πόλεμος με το PKK. Και στην Συρία όμως, η Τουρκική παρέμβαση δεν έχει φέρει τα αποτελέσματα που θα επιθυμούσε ο κ. Ερντογάν και οι μελλοντικές εξελίξεις είναι μάλλον αβέβαιες.
Αυτή είναι και η αιτία των πρόσφατων Τούρκικων προκλήσεων. Οι στόχοι του κ. Ερντογάν εξυπηρετούνται από μια στρατηγική που θα δημιουργεί τεχνητές εντάσεις με γείτονες (όπως η Ελλάδα) για να συσπειρώσει τους ψηφοφόρους του και να διατηρήσει την υποστήριξη των εθνικιστών του κ. Μπαχτσέλι.
[irp posts=”115235″ name=”Τουρκία Νέα: Παραστρατιωτική οργάνωση του Ερντογάν θα χτυπήσει με θερμά επεισόδια στο Αιγαίο”]
Η Ελλάδα φυσικά και δεν πρέπει να αφήσει καμία Τουρκική πρόκλησή αναπάντητη. Το ερώτημα δεν είναι εάν πρέπει να αντιδράσουμε αλλά πως πρέπει να το κάνουμε με τρόπο επωφελή για τα εθνικά συμφέροντα. Είναι δεδομένο ότι αυτό δεν μπορεί να γίνεται μέσω ψευτοπαλικαρισμών σε τηλεοπτικά παράθυρα αλλά, θεσμικά, με βάση τους κανόνες που διέπουν τις σχέσεις μεταξύ κυρίαρχων κρατών και τις δυνατότητες που μας δίνει η συμμετοχή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Στην Ελλάδα, η εξωτερική πολιτική ασκείται από το Υπουργείο Εξωτερικών και την κυβέρνηση συλλογικά. Περιθώρια παρέμβασης υπάρχουν επίσης στα Ευρωπαϊκά όργανα και στους διεθνείς οργανισμούς. Το Υπουργείο Εξωτερικών πράγματι εξέδωσε ανακοίνωση την προηγουμένη εβδομάδα στηλιτεύοντας τις τουρκικές ενέργειες, όπως και όφειλε.
Παράλληλα, στα πλαίσια άσκησης των καθηκόντων μου, απέστειλα επιστολή προς τον Επίτροπο κ. Johannes Hahn, υπεύθυνο για την Ευρωπαϊκή Πολιτική Γειτονίας και τις Διαπραγματεύσεις Διεύρυνσης, θέτοντας το ζήτημα της Τουρκικής προκλητικότητας, ιδιαίτερα μετά την απόφαση του Αρείου Πάγου να μην εκδώσει τους 8 Τούρκους Αξιωματικούς. Άλλωστε το ζήτημα αυτό δεν αφορά μόνο την Ελλάδα. Αρκετές δεκάδες Τούρκοι αξιωματικοί που υπηρετούσαν είτε στο ΝΑΤΟ, είτε σε Πρεσβείες έχουν ζητήσει άσυλο στις χώρες που βρίσκονταν. Αξίζει να σημειωθεί πως μετά την απόπειρα πραξικοπήματος, η επιδείνωση της κατάστασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Τουρκία που έχει καταγραφεί από Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις, Διεθνείς Οργανισμούς και την Ευρωπαϊκή Ένωση, οδήγησε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, να ζητήσει πριν από λίγους μήνες το πάγωμα των ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Στην απάντηση του ο κ. Hahn, επισημαίνει «τη μεγάλη κλίμακα και το συλλογικό χαρακτήρα των μέτρων» μετά το πραξικόπημα καταδικάζοντας αυτές τις πρακτικές. Όσον αφορά τις προκλήσεις, καλεί την Τουρκική κυβέρνηση να σεβαστεί όλες τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το καθεστώς της υποψήφιας προς ένταξη χώρας, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων καλής γειτονίας.
Οι μεμονωμένες παρεμβάσεις του κ. Καμένου είναι εξωθεσμικές, ανεύθυνες και σίγουρα δεν εντάσσονται στο πλαίσιο μιας σοβαρής εξωτερικής πολίτικης. Είναι πραγματικά δύσκολο να καταλάβει κάποιος τι επιδιώκει. Ή ακούσια εξυπηρετεί τους σχεδιασμούς του κ. Ερντογάν ή εκούσια, προσπαθεί να εξυπηρετήσει το κομματικό του αυτοσυντήρητο, χρησιμοποιώντας και εκείνος την τακτική του απροσανατολισμού.
Υπάρχει ένα ακόμα σοβαρό ζήτημα και αυτό αφορά την προκλητική απουσία του Πρωθυπουργού. Ανεξάρτητα από τι συμφωνίες έχει κάνει ο κ. Τσίπρας με τον κ. Καμμένο και τι ισορροπίες προσπαθεί να κρατήσει οφείλει να παρεμβαίνει όταν η κατάσταση κινδυνεύει να εκτροχιαστεί, εκτός και αν συμφωνεί μαζί του. Η Ελλάδα δεν πρέπει να παίζει το παιχνίδι που σχεδιάζει η Τουρκία, κάτι τέτοιο είναι όχι μόνο ανόητο αλλά και επικίνδυνο.
Νίκος Ανδρουλάκης – Ευρωβουλευτής ΠΑΣΟΚ – Μέλος S&D
www.androulakisnikos.gr