Το πρόσφατο όργιο τροπολογιών την τελευταία ουσιαστικά μέρα λειτουργίας της Βουλής, αρκετές από τις οποίες χαρακτηρίστηκαν ως «φωτογραφικές», αν και θύμισε πολλές από τις κακές στιγμές του κοινοβουλευτικού μας βίου, εντούτοις, το γεγονός αυτό δεν σημαίνει ότι δεν αποτέλεσαν ακόμα ένα μεγάλο πλήγμα για την εικόνα του κυβερνώντος κόμματος.
Κι αυτό, γιατί υποτίθεται ότι ο ΣΥΡΙΖΑ «θα έκανε τη διαφορά», καθώς ως το κόμμα του «ηθικού πλεονεκτήματος» δεν θα ακολουθούσε τις παραδόσεις των άλλων κομμάτων και άρα δεν επρόκειτο να καταλήξει ούτε σε τροπολογίες της τελευταίας στιγμής, ούτε σε διορισμούς και μετατάξεις «ημετέρων».
Μόνο που η τραγική εικόνα της Βουλής στην τελευταία της συνεδρίαση είναι απλώς ένας ακόμη κόμβος σε μια αλυσίδα λαθών που κάνει το πολιτικό και επικοινωνιακό επιτελείο του ΣΥΡΙΖΑ.
Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι σαφές ότι δεν μπόρεσε να σχεδιάσει την πορεία προς τις ευρωεκλογές με βάση την προσπάθεια να μειώσει τη διαφορά από τη Νέα Δημοκρατία.
Αντίθετα, ξεκίνησε με την αλαζονική αντίληψη ότι είχε πετύχει μια μικρή διαφορά με τη ΝΔ και άρα θα μπορούσε απλώς την καλύψει ή να την περιορίσει σε ένα μικρό ποσοστό.
Όμως, αυτή η εκτίμηση είχε ως αποτέλεσμα ο ΣΥΡΙΖΑ να πάει στις εκλογές αδυνατώντας να κατανοήσει το βάθος της δυσαρέσκειας που είχε συσσωρευτεί και το οποίο θα αποτυπωνόταν και στην κάλπη.
Δεν προσπάθησε να δείξει ότι έχει πάρει το μήνυμα της δυσαρέσκειας, δεν προχώρησε σε κάποια αυτοκριτική για τα πεπραγμένα του, δεν προσπάθησε να απολογηθεί έγκαιρα για τα φαινόμενα «αλαζονείας της εξουσίας» που καταγράφονταν στις γραμμές του.
Με αυτό τον τρόπο, ουσιαστικά δεν έκανε καμία προσπάθεια να ξανακερδίσει ψηφοφόρους που είχαν αποξενωθεί από το κυβερνών κόμμα, για τον απλούστατο λόγο ότι πίστευε ότι αυτοί δεν είχαν απομακρυνθεί.
Σε όλα αυτά προστέθηκε και ένα πρόβλημα ακόμη. Ο ΣΥΡΙΖΑ θεώρησε ότι οι ψηφοφόροι θα πείθονταν από παροχές της τελευταίας στιγμής, παραβλέποντας ότι οι ψηφοφόροι θέλουν πραγματικές δεσμεύσεις για βελτίωση της οικονομικής και κοινωνικής τους κατάστασης σε βάθος χρόνου και όχι προσπάθειες εξαγοράς της ψήφου του.
Όλα αυτά οδήγησαν στην απουσία ενός πραγματικού σχεδίου για τη διαχείριση μιας διαφοράς που εξαρχής ήταν μεγάλη –και την οποία έδειχναν όλες οι έρευνες πλην αυτών που διεξήχθηκαν από τις εταιρείες με τις οποίες συνεργάστηκε ο ΣΥΡΙΖΑ– και τελικά σε ένα κακό αποτέλεσμα που με τη σειρά του διαμόρφωσε μια παράσταση ήττας.
Είναι προφανές ότι η κυβέρνηση δεν είχε ένα σχέδιο για τη διαχείριση του αποτελέσματος των ευρωεκλογών. Προσανατολισμένη σε πρόωρες εκλογές υπό το βάρος θετικού αποτελέσματος, δηλαδή μιας συνθήκης όπου π.χ. με το θετικό momentum μιας μικρής διαφοράς θα δοκίμαζε να πάει να πολώσει και να κερδίσει τις εκλογές, δεν μπορούσε να χειριστεί την ήττα.
Η κοινή λογική όντως επέβαλε την άμεση προσφυγή στις κάλπες, εφόσον η μεγάλη διαφορά για μια κυβέρνηση που ούτως ή άλλως κυβερνά με μια οριακή πλειοψηφία η οποία διαμορφώθηκε… στη διαδρομή και αφού είχε χάσει τον κυβερνητικό της εταίρο.
Όμως, αντί για αυτό είδαμε να εξαγγέλλονται εκλογές και μετά να υπάρχουν ταλαντεύσεις και για την ημερομηνία ακόμη και για το εάν έπρεπε να γίνουν πρόωρες εκλογές. Και αυτό γιατί παρότι ήταν σαφές ότι πήγαιναν για ήττα, η λογική ήταν «να δοκιμάσουν να γυρίσουν το παιχνίδι», αγνοώντας ότι σε τέτοιες πολιτικές μάχες κανένα παιχνίδι δεν κρίνεται στην παράταση.
Επιπλέον, όπως και σε άλλες στιγμές, υποτίμησαν την ικανότητα του εκλογικού σώματος να αντιλαμβάνεται πότε μια κυβέρνηση κάνει πολιτική και πότε κάνει χειρισμούς. Και οι χειρισμοί συνήθως δημιουργούν κακή εικόνα, γιατί το εκλογικό ακροατήριο, ακόμη και το στενά κομματικό, θέλει να βλέπει ότι «τηρούνται οι κανόνες του παιχνιδιού».
Ο ΣΥΡΙΖΑ υποτίμησε τις αυτοδιοικητικές εκλογές. Για την ακρίβεια θεώρησε δεδομένο ότι θα έχανε στις αυτοδιοικητικές και άρα το βάρος θα έπεφτε στις ευρωεκλογές. Όμως, με αυτόν τον τρόπο παρέβλεψε το ενδεχόμενο οι αυτοδιοικητικές εκλογές να οδηγήσουν σε ακόμη πιο έντονη «παράσταση ήττας», κάτι που φάνηκε πολύ έντονα με το «γαλάζιο χάρτη» το βράδυ της Κυριακής 2 Ιουνίου.
Αυτό ήταν και αποτέλεσμα μιας αδυναμίας να έχει καλές υποψηφιότητες σε αρκετές περιπτώσεις, της αναγκαστικής επιλογής να συνεχίσει να στηρίζει υποψηφιότητες που ήταν σχεδόν βέβαιο ότι θα έχαναν, όπως ήταν π.χ. η υποψηφιότητα Δούρου στην Αττική, την αδυναμία να χειριστεί ακόμη και εκλογές που αποδείχτηκαν ανοιχτές, όπως ήταν τελικά αυτή της Θεσσαλονίκης.
Όλα αυτά οδήγησαν όχι απλώς σε μια συμβολική κατίσχυση της ΝΔ στο επίπεδο των περιφερειών, αλλά και στην απώλεια σημαντικών ερεισμάτων του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ σε δήμους και περιφέρειες.
Σε μια εκλογικά μάχη ότι τα πολιτικά επίδικα αφορούν αφενός την αποτίμηση της προηγούμενης τετραετίας και αφετέρου την προοπτική για την επόμενη τετραετία, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κατάφερε να παρουσιάσει ούτε μια πειστική αφήγηση ούτε ένα συνεκτικό πρόγραμμα μέχρι τώρα.
Αυτό κυρίως οφείλεται στον τρόπο που κυριάρχησε η λογική ότι η κυβέρνηση δεν έπρεπε να απολογηθεί καθόλου για το ότι εφάρμοσε πλήρως το τρίτο μνημόνιο, εφόσον αυτό ήταν αναγκασμένη να το κάνει υπό το βάρος ενός αρνητικού συσχετισμού, και ότι απλώς έπρεπε να προβάλει το φιλολαϊκό έργο της από τον Αύγουστο του 2018 και μετά.
Μόνο που με αυτό τον τρόπο ένα τμήμα της κοινωνίας αποξενώθηκε ακόμη περισσότερο γιατί διέκρινε στο κυβερνών κόμμα μια πραγματική απροθυμία αν όχι να απολογηθεί έστω να μπορέσει να δώσει μια αυτοκριτική εξήγηση για τα ίδια της τα πεπραγμένα στη διακυβέρνηση.
Δεν είναι τυχαίο ότι τα στοιχεία του exit poll έδειξαν ότι ένα κρίσιμο κομμάτι ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε αποφασίσει μέχρι την τελευταία στιγμή και ότι τελικά επέλεξε να μην υπερψηφίσει το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα.