Υπό την απειλή κατασχέσεων βρίσκονται χιλιάδες φορολογούμενοι που είναι συνδικαιούχοι σε τραπεζικό λογαριασμό με οφειλέτες του Δημοσίου έστω κι αν ο λογαριασμός έχει δηλωθεί ως ακατάσχετος. Σύμφωνα με τα όσα ισχύουν και διευκρινίζονται σε σχετική εγκύκλιο της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων το Δημόσιο σμπορεί να κατάσχει από κοινούς λογαριασμούς τα διαθέσιμα υπόλοιπα που αντιστοιχούν στα ποσοστά κυριότητας που κατά τεκμήριο έχουν οι οφειλέτες του Δημοσίου στους συγκεκριμένους λογαριασμούς, έστω κι αν οι έτεροι συνδικαιούχοι-μη οφειλέτες του Δημοσίου έχουν δηλώσει τους λογαριασμούς αυτούς ως «ακατάσχετους».
Μόνο στην περίπτωση που ο οφειλέτης του Δημοσίου έχει δηλώσει ως ακατάσχετο τον λογαριασμό αποτρέπεται η κατάσχεση και για τους μη οφειλέτες.
Ετσι, στην περίπτωση που από τους δύο συνδικαιούχους σε έναν τραπεζικό λογαριασμό ο ένας χρωστά στην εφορία και δεν έχει δηλώσει τον λογαριασμό του ως ακατάσχετο και ο δεύτερος δεν είναι οφειλέτης και έχει δηλώσει τον λογαριασμό του ως ακατάσχετο, τότε η εφορία μπορεί να προχωρήσει σε δέσμευση μέρους του μισού ποσού που υπάρχει στο λογαριασμό θεωρώντας ότι ανήκει στον συνδικαιούχο οφειλέτη.
Οπως αναφέρει η Διεύθυνση Εισπράξεων της ΑΑΔΕ ο Προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. έχει την υποχρέωση να επιδιώξει την είσπραξη των ληξιπροθέσμων χρεών προς το Δημόσιο καθώς και τη διακοπή της παραγραφής τους, ανεξάρτητα από την αιτία προέλευσης αυτών, λαμβάνοντας όλα τα προβλεπόμενα αναγκαστικά, ποινικά και λοιπά μέτρα κατά των οφειλετών, μεταξύ των οποίων και η κατάσχεση εις χείρας τρίτων.
Με την ολοκλήρωση της κατάσχεσης εις χείρας τρίτου επέρχεται αυτοδικαίως αναγκαστική εκχώρηση της κατασχεθείσης χρηματικής απαίτησης στο κατασχόν Δημόσιο, το οποίο πλέον καθίσταται δικαιούχος του συνόλου αυτής. Η κατάσχεση δεν αίρεται πριν την εξόφληση ή τη διαγραφή του χρέους για το οποίο επιβλήθηκε.
Επίσης, με τη διάταξη του άρθρου 31 παρ. 2 του Κ.Ε.Δ.Ε., όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 του ν. 4336/2015 (ΦΕΚ. 94Α/14-08-2015), ισχύει το ακατάσχετο καταθέσεων σε πιστωτικά ιδρύματα για έναν και μοναδικό ατομικό ή κοινό λογαριασμό σε ένα μόνο πιστωτικό ίδρυμα για κάθε φυσικό πρόσωπο μέχρι του ποσού των χιλίων διακοσίων πενήντα (1.250) ευρώ μηνιαίος.
Σε περίπτωση που υπάρχει λογαριασμός περιοδικής πίστωσης μισθών, συντάξεων και ασφαλιστικών βοηθημάτων, θα πρέπει να γνωστοποιηθεί αποκλειστικά και μόνο ο λογαριασμός αυτός.
Από την ανωτέρω διάταξη νόμου προκύπτει ότι προστατεύονται ως ακατάσχετες μόνο οι καταθέσεις του ενός και μοναδικού στο χρηματοπιστωτικό σύστημα δηλωθέντος ως ακατάσχετου λογαριασμού και μέχρι του ύψους 1.250 ευρώ μηνιαίως, ανεξαρτήτως προελεύσεως αυτών (δηλαδή ανεξάρτητα από το εάν αφορούν ποσά μισθοδοσίας, σύνταξης ή περιοδικά καταβαλλόμενου ασφαλιστικού βοηθήματος), προκειμένου κάθε φυσικό πρόσωπο να διασφαλίσει ένα αποδεκτό επίπεδο διαβίωσης, ακόμη και αν ο μισθός/σύνταξη του είναι κατώτερος/η αυτού.
Ο χαρακτηρισμός ενός λογαριασμού ως μισθοδοτικού ή συνταξιοδοτικού ή πίστωσης ασφαλιστικών βοηθημάτων περιοδικά καταβαλλόμενων έχει σημασία μόνο ως προς την υποχρέωση του φορολογουμένου να δηλώσει αυτόν ως τον μοναδικό ακατάσχετο λογαριασμό, εφόσον υφίσταται τέτοιος.