Μέσα στις επόμενες ημέρες θα αποφασίσει εάν θα κινηθεί δικαστικά εναντίον της Ελλάδας και της Γερμανίας. Ο ίδιος περιγράφει μιλώντας στην «Καθημερινή της Κυριακής» όσα έζησε. «Το κελί μύριζε σαν δημόσιο ουρητήριο» εξομολογήθηκε. Οταν κατάλαβαν το λάθος των Γερμανών, οι ελληνικές αρχές του είπαν: «Ο υπουργός σάς ζητάει συγγνώμη.
Το λάθος έγινε επειδή το ένταλμα των Γερμανών ήταν “κούφιο”. Δεν είχε δακτυλικά αποτυπώματα ούτε επαρκή στοιχεία». Ο Σαλέχ δεν είπε τίποτα. Την άλλη μέρα τον συνόδευσαν στο λιμάνι για να μπει στο στο καράβι της επιστροφής. Ηταν ήρεμος, αλλά όταν είδε ένα περιπολικό δίπλα στην πόρτα του πλοίου τρόμαξε. «Μην ανησυχείς. Θέλουμε την υπογραφή σου σε ένα έγγραφο ώστε να μην υπάρξει πρόβλημα όταν ταξιδέψεις ξανά στην Ελλάδα». Ο Σαλέχ γέλασε ειρωνικά. «Πραγματικά, πιστεύετε πως θα ξαναέρθω στη χώρα σας;» τους είπε. «Πάντα θεωρούσα πως κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί σε χώρες όπως η Συρία ή το Ιράκ, αλλά όχι στην Ελλάδα, μια δημοκρατική, ευρωπαϊκή χώρα. Μια συγγνώμη δεν διαγράφει τα όσα έζησα αυτές τις πέντε ημέρες», λέει ο Σαλέχ στην Καθημερινή.
Διαβάστε την συγκλονιστική αφήγηση του Λιβανέζου στην «Καθημερινή»:
Ηταν Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου, στις 7.30 το πρωί, όταν το κρουαζιερόπλοιο «Orient Queen» έδεσε στη Μύκονο. Ο 65χρονος Λιβανέζος Μοχάμαντ Αλι Σαλέχ είχε ξαναέρθει δύο φορές στο νησί οπότε δεν βιαζόταν να βγει. Αφού πήρε πρωινό με τη σύζυγο του, επέστρεψαν στη σουίτα τους στο 7ο κατάστρωμα και συζητούσαν για το πώς θα περνούσαν την ημέρα τους.
Στις 10 χτύπησε το τηλέφωνο της καμπίνας. Κάποιος του ζητούσε ευγενικά να κατέβει στη ρεσεψιόν με το διαβατήριό του. Δεν παραξενεύτηκε. Ούτε όταν του είπαν να τους ακολουθήσει στο αστυνομικό τμήμα. Οταν όμως ξεκίνησαν να του κάνουν διάφορες περίεργες ερωτήσεις για το παρελθόν του, κατάλαβε πως δεν επρόκειτο για θέμα ρουτίνας. Πέρασαν επτά ώρες μέχρι να του πουν πως εκκρεμούσε εις βάρος του ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης των γερμανικών δικαστικών αρχών για υπόθεση τρομοκρατίας. Θεωρούσαν πως ήταν ο αεροπειρατής της πτήσης TWA 847.
Η πρώτη του αντίδραση ήταν να βάλει τα γέλια. «Λέτε να ήμουν εγώ και να ερχόμουν κρουαζιέρα στα ελληνικά νησιά;», τους είπε ο Σαλέχ.
Τα ονόματά τους πράγματι έμοιαζαν, δεν ήταν όμως ακριβώς τα ίδια (ο τρομοκράτης είναι ο Μοχάμεντ Αλι Χαμαντεΐ του Σαλέχ, ενώ εκείνος είναι ο Μοχάμαντ Σαλέχ του Αλι) ούτε είχαν «Οταν συνταξιοδοτήθηκα πριν από 3 χρόνια ήμουν διευθυντής της εφημερίδας μου για όλο τον Νότιο Λίβανο. Πάρτε τηλέφωνο στη χώρα μου και θα σας το επιβεβαιώσουν», επέμενε. Εκείνοι όμως δεν τον άκουγαν. «Στο τμήμα υπήρχε κλίμα ευφορίας. Οι αξιωματικοί προφανώς θεωρούσαν πως είχαν μόλις πιστωθεί μια μεγάλη επιτυχία», λέει στην «Κ» ο Σαλέχ.
Γύρω στις 10 το βράδυ του ανακοίνωσαν πως θα περνούσε τη νύχτα στο κρατητήριο. Πριν του κατασχέσουν το κινητό, ζήτησε να κάνει ένα τηλέφωνο στον μοναδικό άνθρωπο που θεωρούσε πως θα τον βοηθούσε αποτελεσματικά: Τον Αμπάς Ιμπραήμ. Ο ισχυρός άνδρας, επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών του Λιβάνου επιβεβαίωσε στην «Κ» πως είχαν επικοινωνία. Ακουσε το τι είχε συμβεί και παρότι γνώριζε από το πρώτο λεπτό ότι επρόκειτο για ένα μεγάλο λάθος (οι δύο άνδρες γνωρίζονταν προσωπικά από τα δημοσιογραφικά χρόνια του Σαλέχ) ζήτησε από την ομάδα του να κινήσει άμεσα τη διαδικασία ώστε να πιστοποιηθεί η αθωότητά του.
«Το κελί μύριζε σαν δημόσιο ουρητήριο»
Η σύζυγός του, του έφερε στο τμήμα μια αλλαξιά ρούχα και το βαλιτσάκι με τα φάρμακα για την καρδιά, την πίεση και το σάκχαρο. Ηθελε να μείνει μαζί του, αλλά το κρουαζιερόπλοιο θα έφευγε τα μεσάνυχτα και εκείνη δεν είχε βίζα για να παραμείνει στην Ελλάδα. «Μην ανησυχείς, αύριο όλα θα ξεκαθαρίσουν», της είπε. Εμοιαζε ψύχραιμος, αλλά όταν η πόρτα πίσω του κλείδωσε, πανικοβλήθηκε. «Το κελί μύριζε σα δημόσιο ουρητήριο, το κρεβάτι ήταν βρώμικο. Εκατσα σε ένα πάγκο, με ένα ανεξήγητο τρέμουλο παρότι δεν κρύωνα και προσπαθούσα να ηρεμήσω».
Το επόμενο πρωί οδηγήθηκε στη Σύρο. Ενώπιον αντεισαγγελέα εφετών και χωρίς δικηγόρο, εξήγησε ξανά το ποιος είναι, θεωρώντας πως σε λίγα λεπτά θα ήταν ελεύθερος. Η απόφαση ήταν όμως αρνητική: «Σύλληψη, προσωρινή κράτηση και σύντομα μεταφορά στον Κορυδαλλό» του είπαν. Στο αστυνομικό τμήμα τον φωτογράφισαν και του πήραν τόσες φορές δακτυλικά αποτυπώματα που αναγκάστηκαν να του πλύνουν τα χέρια με βενζίνη για να φύγει το σκούρο μελάνι. Χωρίς κινητό ή τηλεκάρτα δεν είχε τρόπο να επικοινωνήσει με κανέναν. «Αρχισα να πανικοβάλλομαι» θυμάται ο Σαλέχ, «ένιωθα πως είμαι τελείως μόνος και πως από ένα λάθος θα καταστρεφόταν η ζωή μου. Φοβόμουν πως κάποιος θεωρώντας πως είμαι ο τρομοκράτης μπορούσε να με απαγάγει. Ετρεμα επίσης μήπως το μάθαινε η μητέρα μου που είναι 93 ετών και ξέρω πως δεν θα το άντεχε».
Πίσω στον Λίβανο, στο κτίριο των μυστικών υπηρεσιών, ο Αμπάς Ιμπραήμ είχε την επίσημη επιβεβαίωση από την ομάδα του πως ο Σαλέχ δεν είχε καμία σχέση με την αεροπειρατεία. Ηλπιζε πως ήταν θέμα ωρών να λυθεί η παρεξήγηση. «Επικοινώνησα με τον Ελληνα πρέσβη στη Βηρυτό και τον διαβεβαίωσα πως έχω όλα τα χαρτιά. Το ίδιο έκανα και με τις αρμόδιες υπηρεσίες της Γερμανίας. Τα έγγραφα όμως έπρεπε να φτάσουν μέσω της επίσημης οδού και αυτό, μου είπαν, έπρεπε αναγκαστικά να γίνει τη Δευτέρα», εξηγεί στην «Κ».
Ο αδελφός του θύματος
Οι ώρες περνούσαν, η είδηση δημοσιεύθηκε και αναπαράχθηκε παντού. Από τη Γερμανία και τον Λίβανο μέχρι την Αμερική. Στην Ουάσιγκτον, ο Κένεθ Στέθεμ, ο αδελφός του θύματος της αεροπειρατείας, χάζευε τις ειδήσεις στο κινητό του, όταν ξαφνικά είδε τη χαρακτηριστική ασπρόμαυρη φωτογραφία του αεροπλάνου με τον τρομοκράτη να σημαδεύει με το πιστόλι τον πιλότο. Διάβασε το άρθρο και «πάγωσε». «Για την οικογένειά μου ήταν πάντα σημαντικό να αποδοθεί δικαιοσύνη. Οπότε δεν σας κρύβω πως χάρηκα πολύ, αλλά ήμουν και λίγο επιφυλακτικός, επειδή η ηλικία δεν ταίριαζε», λέει στην «Κ». Επικοινώνησε αμέσως με τους Αμερικανούς αξιωματικούς που χειρίζονται τον φάκελο της δολοφονίας του αδελφού του και προσπάθησε να μάθει δύο πράγματα: Εάν είναι σίγουροι πως πρόκειται για τον ίδιο άνδρα και το σημαντικότερο: Εάν θα εκδοθεί στην Αμερική. Η απάντηση ήταν πως όλα τελούσαν υπό διερεύνηση.
Το «κούφιο» γερμανικό ένταλμα και το θρίλερ μέχρι τη δικαίωση
Στην πρεσβεία του Λιβάνου στην Αθήνα είχε επίσης σημάνει συναγερμός. Γνωρίζοντας πως επρόκειτο για ένα λάθος, προσπαθούσαν να βρουν δικηγόρο αλλά και τρόπο να τον επισκεφθεί άμεσα η επιτετραμμένη της πρεσβείας. «Και πού ξέρουμε ότι είναι αυτή που λέει πως είναι;» ρώτησε καχύποπτα ο αξιωματικός υπηρεσίας. «Μπορείτε να τηλεφωνήσετε στο υπουργείο Εξωτερικών και να το επιβεβαιώσετε», του απάντησαν ενοχλημένοι. Το πράσινο φως δόθηκε αργά το Σάββατο και η Ράνια Αμπταλάχ μπήκε στο πρωινό καράβι με έναν υπάλληλο της πρεσβείας.
Ο Σαλέχ μόλις τους αντίκρισε ξέσπασε σε κλάματα. «Ηταν σαν να μπήκε η καρδιά μου στη θέση της», λέει στην «Κ». Του έδωσαν τα κουλούρια που του είχαν φέρει για πρωινό και σημείωσαν σε ένα χαρτάκι τα πράγματα που επιθυμούσε να του φέρουν: σαπούνι, πετσέτα (ακόμη δεν είχε μπορέσει να κάνει μπάνιο), φάρμακα και μια τηλεκάρτα (μέχρι εκείνη την ώρα δεν είχε μιλήσει στους δικούς του). Κάθισαν για ώρα μαζί του μέχρι που τους ζήτησαν να αποχωρήσουν. Μια γυναίκα από την Υπατη Αρμοστεία για τους πρόσφυγες ήθελε να τον δει. Μιλούσε αραβικά και ήταν ευγενική. Ο Σαλέχ μέσα σε λίγα λεπτά κατάλαβε πως δεν είχε σχέση με την Αρμοστεία, παρ’ όλα αυτά απάντησε ψύχραιμα στις ερωτήσεις της. (Από την αστυνομία επιβεβαίωσαν πως τον επισκέφθηκε αραβόφωνο κλιμάκιο της Αντιτρομοκρατικής.)
Το βράδυ της Κυριακής, ο υπάλληλος της πρεσβείας τον είδε τόσο ζορισμένο που ζήτησε άδεια ώστε να κοιμηθεί κι εκείνος στο κρατητήριο. Δεν το δέχτηκαν, οπότε τον αποχαιρέτησε και του είπε να κάνει κουράγιο. Εν τω μεταξύ, την ίδια ακριβώς ώρα, στην άλλη άκρη του Ατλαντικού στέλεχος της αμερικανικού υπουργείου Δικαιοσύνης τηλεφωνούσε στον αδελφό του θύματος για να του ανακοινώσει τα νέα: «Ηταν ένα σύντομο τηλεφώνημα, πως δυστυχώς δεν είχαν συλλάβει τον “σωστό”. Είχε γίνει λάθος», εξηγεί ο Στέθεμ. Μπορεί στην Ουάσιγκτον να το γνώριζαν από το βράδυ της Κυριακής, ο Σαλέχ όμως οδηγήθηκε το επόμενο πρωί με χειροπέδες στον εισαγγελέα. Είπε για ακόμη μία φορά την ιστορία του και τους έδειξε όλα τα έγγραφα που έδειχναν το ποιος πραγματικά είναι. Ο εισαγγελέας, ωστόσο, όρισε δικάσιμο για τις 2 Οκτωβρίου. Οταν κατάλαβε πως θα περνούσε άλλες δέκα ημέρες στο κρατητήριο κατέρρευσε. «Κάνε υπομονή, άλλοι περιμένουν δύο μήνες», προσπάθησε να τον παρηγορήσει ο υπάλληλος της πρεσβείας. Ανεπίσημα έμαθαν πως ο εισαγγελέας είχε πειστεί, αλλά δεν μπορούσε να πάρει την ευθύνη της αποφυλάκισης χωρίς επίσημη απάντηση από τη Γερμανία.
«Ο υπουργός σας ζητά συγγνώμη»
Εν τω μεταξύ, ο Αμπάς Ιμπραήμ των μυστικών υπηρεσιών είχε πάρει –ανεπίσημα– την ενημέρωση που περίμενε όλο το Σαββατοκύριακο: Το απαλλακτικό έγγραφο είχε επιτέλους φύγει από τον ομοσπονδιακό εισαγγελέα της Γερμανίας. «Ηταν μεγάλη η χαρά και η ανακούφιση», σημειώνει στην «Κ». Ενημέρωσε άτυπα την οικογένεια και την πρεσβεία. Στη Σύρο, όμως, το έγγραφο έκανε ώρες να φτάσει. Τελικά, στις 22.45 ένας αστυνομικός μπήκε στο κρατητήριο και ξύπνησε τον Σαλέχ. «Θα με εκδώσετε στη Γερμανία;» ρωτούσε πανικόβλητος. Ενας Σομαλός συγκρατούμενος, που είχε αναλάβει όλες τις ημέρες χρέη μεταφραστή, του είπε τα καλά νέα: «Ο υπουργός σάς ζητάει συγγνώμη. Το λάθος έγινε επειδή το ένταλμα των Γερμανών ήταν “κούφιο”. Δεν είχε δακτυλικά αποτυπώματα ούτε επαρκή στοιχεία». Ο Σαλέχ δεν είπε τίποτα.
«Μια συγγνώμη δεν διαγράφει όσα έζησα»
Το επόμενο πρωί περπάτησε μέχρι το λιμάνι για να μπει στο καράβι της επιστροφής. Ηταν ήρεμος, αλλά όταν είδε ένα περιπολικό δίπλα στην πόρτα του πλοίου τρόμαξε. «Μην ανησυχείς. Θέλουμε την υπογραφή σου σε ένα έγγραφο ώστε να μην υπάρξει πρόβλημα όταν ταξιδέψεις ξανά στην Ελλάδα». Ο Σαλέχ γέλασε ειρωνικά. «Πραγματικά, πιστεύετε πως θα ξαναέρθω στη χώρα σας;» τους είπε. Στον Πειραιά τον περίμενε η επιτετραμμένη της πρεσβείας. Του είχε αγοράσει ρούχα, τον πήγε στο σπίτι που θα τον φιλοξενούσαν και όλοι μαζί βγήκαν για φαγητό. Το επόμενο πρωί επέστρεψε στη χώρα του. Με μουσική και χορούς, πλήθος κόσμου τον υποδέχτηκε και τον συνόδευσε στο σπίτι του. «Πιστεύετε πως πλέον στο βιογραφικό μου μπορώ να γράφω πέρα από δημοσιογράφος και αεροπειρατής;» ρώτησε τους δικούς του με σοβαρό ύφος. Ηταν η πρώτη φορά που αστειευόταν για την περιπέτειά του, δείγμα πως ένιωθε καλύτερα. «Πάντα θεωρούσα πως κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί σε χώρες όπως η Συρία ή το Ιράκ, αλλά όχι στην Ελλάδα, μια δημοκρατική, ευρωπαϊκή χώρα. Μια συγγνώμη δεν διαγράφει τα όσα έζησα αυτές τις πέντε ημέρες», ξεκαθαρίζει ο ίδιος στην «Κ». Μέσα στις επόμενες ημέρες θα αποφασίσει εάν θα κινηθεί δικαστικά εναντίον της Ελλάδας και της Γερμανίας».