Όπως αναφέρει η εφημερίδα «Καθημερινή», η «εν αναμονή» δικαστική απόφαση, που αφορά τον νόμο Κατρούγκαλου εκτιμάται ότι, παρά τη μεγάλη καθυστέρηση, θα εκδοθεί από το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) εντός του επόμενου διαστήματος, καθορίζοντας τις κινήσεις του οικονομικού επιτελείου.
Ο αρμόδιος υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων Γιάννης Βρούτσης έχει ξεκαθαρίσει ότι η κυβέρνηση θα σεβαστεί την απόφαση της Δικαιοσύνης, στο πλαίσιο πάντα των δημοσιονομικών δυνατοτήτων της χώρας.
Το θέμα των αναδρομικών διεκδικήσεων θεωρείται μέγιστο, καθώς το κόστος της δικαίωσης όλων των ενδιαφερομένων – συνταξιούχων –οι οποίοι διεκδικούν την επιστροφή ποσών που σύμφωνα με την απόφαση του ΣτΕ του 2015 κόπηκαν από τις συντάξεις τους, αντισυνταγματικά– είναι ικανό να τινάξει στον αέρα κάθε προγραμματισμό του οικονομικού επιτελείου.
Οι περικοπές που κρίθηκαν ήδη αντισυνταγματικές, αγγίζουν 1,2 εκατ. συνταξιούχους, ενώ η κατάργηση των δώρων που είχαν διαμορφωθεί σε σταθερό ποσό 800 ευρώ ετησίως, αφορά τους πάντες, δηλαδή 2,5 εκατομμύρια πολίτες.
Οι συνταξιούχοι διεκδικούν ποσά που σε ορισμένες περιπτώσεις ξεπερνούν τις 7.000 ευρώ κατ’ άτομο για το διάστημα από την έκδοση της επίμαχης απόφασης του ΣτΕ, ήτοι τον Ιούλιο του 2015 έως και το τέλος του 2018, όταν και ξεκίνησε ο επανυπολογισμός των συντάξεων.
Οι ειδικοί από την πλευρά τους εκτιμούν ότι μέχρι να κριθεί η τύχη του νόμου Κατρούγκαλου και ο επανυπολογισμός, το επίμαχο διάστημα αφορά σίγουρα το 10μηνο μεταξύ της απόφασης του ΣτΕ (Ιούλιος 2015) και την ψήφιση του νόμου Κατρούγκαλου (Μάιος 2016).
Βέβαια, ακόμη κι αν περιοριστεί το χρονικό εύρος, το δημοσιονομικό κόστος γι’ αυτούς τους δέκα μήνες ξεπερνάει συνολικά τα 4 δισ. ευρώ για κύριες και επικουρικές συντάξεις.
Αναλυτικά, βάσει των υπολογισμών, το μηνιαίο κόστος των αναδρομικών φέρεται να φτάνει στα 175 εκατ. ευρώ, κι αυτό μόνο από τις περικοπές σε κύριες και επικουρικές. Αν προστεθούν και τα δώρα που καταργήθηκαν το 2012, τότε ο λογαριασμός ξεπερνάει τα 4 δισ. τον χρόνο.
Σύμφωνα με τα σενάρια που επεξεργάζονται στην κυβέρνηση, η επιστροφή των χρημάτων θα ξεπεράσει σε βάθος την 5ετία, ώστε να μην υπονομευθεί και να διασφαλιστεί η υλοποίηση της σχεδιαζόμενης οικονομικής πολιτικής.
Αντιθέτως, στην περίπτωση που ο νόμος Κατρούγκαλου κριθεί αντισυνταγματικός, τα αναδρομικά που θα πρέπει να επιστρέψει το Δημόσιο στους συνταξιούχους εκτινάσσονται σε δυσθεώρητα ύψη, με τις πλέον μετριοπαθείς εκτιμήσεις να κάνουν λόγο για 12 δισ. ευρώ.
Υπενθυμίζεται πως σύμφωνα με τον νόμο του 2016 όλες οι παλαιές συντάξεις αναπροσαρμόζονται, χωρίς περικοπές, με βάση το μοντέλο Εθνική + Ανταποδοτική + προσωπική διαφορά.
Ο επανυπολογισμός των κύριων συντάξεων ισχύει από τον Ιανουάριο του τρέχοντος έτους, παρ’ ότι δεν έχει δημοσιοποιηθεί μέσω των εκκαθαριστικών στους ίδιους τους ενδιαφερόμενους – συνταξιούχους.
Η συνταγματικότητα της διαδικασίας του επανυπολογισμού έχει τεθεί στην κρίση της Ολομέλειας του ΣτΕ.
Το επιχείρημα των συντακτών της επίμαχης διάταξης, της προηγούμενης ηγεσίας του υπουργείου Εργασίας, ως προς τη συνταγματικότητα του νόμου Κατρούγκαλου αλλά και τη συμμόρφωσή του με την προηγούμενη απόφαση του ΣτΕ, ήταν ότι λαμβάνονται ως σημείο αναφοράς για την πληρωμή των συντάξεων οι συνταξιοδοτικές διατάξεις όπως ίσχυαν στις 31 Δεκεμβρίου του 2014, ανατρέχοντας σε χρόνο πριν από την έκδοση της επίμαχης απόφασης «βόμβας» του ΣτΕ.
Το θέμα παρακολουθούν από κοντά και οι εκπρόσωποι των δανειστών, οι οποίοι δεν έχουν κρύψει μέχρι σήμερα τον έντονο προβληματισμό τους για τις συνέπειες που ενδέχεται να έχει στη δημοσιονομική πορεία της χώρας μια πιθανή υποχρέωση επιστροφής στους συνταξιούχους αρκετών δισεκατομμυρίων ευρώ.
Μάλιστα, είναι πολύ πιθανό κατά την έναρξη της τέταρτης μεταμνημονιακής αξιολόγησης, περί τα τέλη Σεπτεμβρίου, να έχει εκδοθεί η απόφαση του δικαστηρίου, οπότε και η κυβέρνηση οφείλει να έχει έτοιμο σχέδιο συμμόρφωσης.
Να σημειωθεί, επίσης, ότι, σύμφωνα με πληροφορίες, ήδη έχει ασκηθεί η πρώτη αίτηση αναίρεσης στο ΣτΕ από τον ΕΦΚΑ για πρόσφατη απόφαση Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, που δέχεται απόφαση του Πρωτοδικείου και καταλογίζει σε συνταξιούχο δικαστή αναδρομικά για την περίοδο από την 1η Ιουλίου 2015 έως τις 30 Ιουνίου 2017.
Η απόφαση ενοποιεί τον χρόνο πριν και μετά την ψήφιση του νόμου Κατρούγκαλου (Μάιος 2016). Το σκεπτικό είναι πως εφόσον δεν έχει ακόμη κριθεί από την Ολομέλεια η συνταγματικότητα του νόμου 4387/2016, δεν μπορεί να ενοποιείται ο χρόνος πριν και μετά τον Μάιο του 2016.