Μπλακ άουτ στην ελεγκτική προσπάθεια του υπουργείου Οικονομικών προκαλεί η συνεχιζόμενη αύξηση της χρήσης μετρητών στην οικονομία. Παρά το γεγονός ότι καταργήθηκε το τραπεζικό απόρρητο και θεσπίστηκαν κίνητρα και μέτρα για τον περιορισμό της χρήσης μετρητών, το έργο των ελεγκτών του υπουργείου Οικονομικών γίνεται όλο και πιο δύσκολο, καθώς το αδήλωτο εισόδημα κινείται πλέον σε ποσοστό που προσεγγίζει το 100% στην ανωνυμία των μετρητών.
Του Σπύρου Δημητρέλη
Παρά το γεγονός ότι καθιερώθηκε, μέσω της σύνδεσης με το αφορολόγητο όριο, η υποχρεωτική δαπάνη μέρους του εισοδήματος των μισθωτών και συνταξιούχων με πιστωτική ή χρεωστική κάρτα ή άλλο ηλεκτρονικό μέσο πληρωμής, η κυκλοφορία μετρητών στην αγορά συνεχίζει να αυξάνεται. Τι σημαίνει χρήση μετρητών; “Σημαίνει συναλλαγές, μεταξύ καταναλωτών και ελεύθερων επαγγελματιών, καθώς και επαγγελματιών και επιχειρήσεων μεταξύ τους, οι οποίες δεν καταγράφονται στο τραπεζικό σύστημα και για τις οποίες σε ένα μεγάλο ποσοστό δεν εκδίδονται τα προβλεπόμενα φορολογικά στοιχεία”, λέει στο Capital.gr αρμόδια πηγή του υπουργείου Οικονομικών. “Το πρόβλημα είναι πολύ μεγάλο στην παροχή υπηρεσιών, ενώ δημιουργούνται πλέον και σοβαρά εμπόδια στους ελέγχους για τη λεγόμενη προσαύξηση περιουσίας με τις νέες έμμεσες τεχνικές ελέγχου”.
Οι πρώτες εντολές ελέγχου με βάση τις έμμεσες τεχνικές προσδιορισμού του εισοδήματος των ελεγχόμενων εκδόθηκαν τον προηγούμενο μήνα από τις αρμόδιες ελεγκτικές υπηρεσίες του υπουργείου Οικονομικών. Η λογική αυτών των ελέγχων είναι πολύ απλή και ταυτόχρονα αποτελεσματική, εφόσον όμως καταγράφονται οι πραγματικές συναλλαγές των φορολογουμένων. Στην ουσία γίνονται οι εξής υπολογισμοί: Πρώτον, υπολογίζεται η “καθαρή” εισροή καταθέσεων στους τραπεζικούς λογαριασμούς του ελεγχομένου σε κάθε χρήση, δηλαδή η κατάθεση μετρητών και η μεταφορά ποσών στους λογαριασμούς του από τραπεζικούς λογαριασμούς τρίτων προσώπων. Από τα ποσά των καταθέσεων αφαιρούνται τα ποσά που αφορούν σε εισοδήματα που απαλλάσσονται από τη φορολογία (π.χ., εισροές από εκταμίευση δανείων, συναλλαγές που δεν αποτελούν καθαρές καταθέσεις). Στη συνέχεια υπολογίζονται όλες οι προσωπικές και οικογενειακές δαπάνες, καταναλωτικού ή επαγγελματικού χαρακτήρα, που έχει πραγματοποιήσει ο φορολογούμενος με μετρητά και παραστατικά (αποδείξεις, τιμολόγια) οι οποίες καταγράφονται υποχρεωτικά και μεταβιβάζονται στη φορολογική διοίκηση, όπως είναι οι δαπάνες για σταθερή και κινητή τηλεφωνία, ενοίκια, ασφάλιστρα, δίδακτρα, ασφαλιστικές εισφορές, εξυπηρέτηση κάθε είδους δανείων, εξυπηρέτηση πιστωτικών καρτών κ.ά. Στο ποσό των καθαρών καταθέσεων προστίθενται οι δαπάνες που έχουν πραγματοποιήσει ο φορολογούμενος με μετρητά. Τέλος, γίνεται σύγκριση του αθροίσματος καθαρής αύξησης καταθέσεων και δαπανών με μετρητά για τις οποίες έχουν εκδοθεί παραστατικά (π.χ. ασφάλιστρα κ.λπ.) με το καθαρό εισόδημα που έχει δηλώσει ο ελεγχόμενος στη φορολογική του δήλωση. Αν το άθροισμα καθαρής αύξησης καταθέσεων και δαπανών με μετρητά είναι υψηλότερο από το δηλωθέν εισόδημα τότε η διαφορά χαρακτηρίζεται προϊόν “αδικαιολόγητης προσαύξησης περιουσίας” και επιβάλλονται πρόσθετοι φόροι, πρόστιμα και προσαυξήσεις που φθάνουν ακόμη και στο 120% του ποσού που απεκρύβη.
“Από τη συγκεκριμένη τεχνική που έχει αρχίσει να χρησιμοποιείται εντατικά από τους ελεγκτικούς μηχανισμούς απουσιάζει για αντικειμενικούς λόγους ο υπολογισμός των δαπανών του ελεγχομένου με μετρητά στις οποίες δεν καταγράφονται τα στοιχεία του”, λέει έμπειρο ελεγκτικό στέλεχος του ΥΠΟΙΚ.
“Ένας ελεύθερος επαγγελματίας, όπως, για παράδειγμα, ένας γιατρός ή ένας δικηγόρος, αξιώνει και πληρώνεται με μετρητά από τους πελάτες του χωρίς να εκδίδει αποδείξεις. Δεν καταθέτει αυτά τα χρήματα στους τραπεζικούς του λογαριασμούς προκειμένου να αποφύγει την καταγραφή του σχετικού εισοδήματος στους τραπεζικούς του λογαριασμούς και στη συνέχεια δαπανά και ο ίδιος αυτά τα χρήματα σε μετρητά χωρίς να καταγράφονται τα στοιχεία του ακόμη και αν εκδίδονται αποδείξεις, όπως, για παράδειγμα, στο σούπερ μάρκετ”.
Μάλιστα, παρά το γεγονός ότι η φορολογική νομοθεσία προβλέπει εμπόδια στη χρήση μετρητών, αυτά παρακάμπτονται εύκολα. Για παράδειγμα, απαγορεύεται από τη φορολογική νομοθεσία να γίνονται πληρωμές με μετρητά για συναλλαγές αξίας άνω των 500 ευρώ, είτε μεταξύ επιχειρήσεων είτε μεταξύ επιχειρήσεων και καταναλωτών. Σε αυτές τις περιπτώσεις πρέπει οι πληρωμές να γίνονται μέσω του τραπεζικού συστήματος. “Ωστόσο, η φόρμουλα βρίσκεται εύκολα με το σπάσιμο των συναλλαγών σε μικρότερες των πεντακοσίων ευρώ που είναι και δύσκολο να εντοπισθούν”, λέει η ίδια πηγή από τις ελεγκτικές υπηρεσίες.
Στο υπουργείο Οικονομικών έχουν αρχίσει ήδη, τουλάχιστον σε υπηρεσιακό επίπεδο, να επεξεργάζονται σενάρια για τον περιορισμό των μετρητών, με μέτρα όπως είναι η αύξηση του ποσοστού του εισοδήματος μισθωτών και συνταξιούχων που πρέπει να δαπανάται με πλαστικό χρήμα προκειμένου να τους παρέχεται το αφορολόγητο όριο. Σήμερα το ποσοστό φθάνει έως και το 20% και σχεδιάζεται σταδιακή αύξησή του τα επόμενα χρόνια.
Η οικονομία των μετρητών
Η συνεχώς αυξανόμενη χρήση μετρητών στην οικονομία, ως μέσο αποφυγής της φορολόγησης και των τσουχτερών ασφαλιστικών εισφορών, αποδεικνύεται και από τα επίσημα στοιχεία της Τράπεζα της Ελλάδος για τη νομισματική κυκλοφορία, δηλαδή τα χαρτονομίσματα και τα κέρματα που κυκλοφορούν στην αγορά.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Ιουλίου 2017 που είναι και τα πιο πρόσφατα, η συνολική νομισματική κυκλοφορία ήταν στα 31,177 δισ. ευρώ. Το ποσό αυτό είναι αυξημένο σε σχέση με την αρχή του έτους κατά 449 εκατομμύρια ευρώ, ενώ σε σχέση με τον Δεκέμβριο του 2015 είναι αυξημένο κατά 1,6 δισ. ευρώ. Μάλιστα η αύξηση αυτή δεν συνδέεται με αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας, καθώς και το 2016 η οικονομία παρουσίασε οριακή ύφεση.
capital.gr