του Θάνου Τσίρου
Την νομοθετική ρύθμιση με την οποία θα «παγώσει» η επιβολή του φόρου υπεραξίας στις αγοραπωλησίες ακινήτων για τουλάχιστον δύο χρόνια –δηλαδή μέχρι το τέλος του 2018- περιμένει η κτηματαγορά για να απαλλαγεί από την άμεση «απειλή» για τους πωλητές ακινήτων.
Και αυτή θα είναι η πρώτη από σειρά αποφάσεων που θα κληθεί να λάβει η κυβέρνηση μέσα στους επόμενους μήνες για τους φόρους και τις επιβαρύνσεις στα ακίνητα. Και τι δεν περιλαμβάνει το… μενού: εξίσωση των αντικειμενικών αξιών με τις αγοραίες, αλλαγές στον τρόπο υπολογισμού του ΕΝΦΙΑ κατά το 2017, υποχρεωτική έκδοση βεβαίωσης από μηχανικό για την νομιμότητα των κτηρίων ακόμη και σε περιπτώσεις κληρονομιών. Επανεξέταση των συντελεστών φορολόγησης των μεταβιβάσεων (γονικών παροχών, αγοραπωλησιών κλπ), ηλεκτρονικό περιουσιολόγιο και επιβολή συμπληρωματικού φόρου στα αγροτεμάχια.
Η απόφαση για τον φόρο υπεραξίας ο οποίος ψηφίστηκε το 2013 αλλά «πάγωσε» για δύο χρόνια λόγω αδυναμίας υπολογισμού, θα είναι και η πρώτη που θα κληθεί να πάρει η καινούργια υφυπουργός Οικονομικών για την κτηματαγορά. Το πιθανότερο σενάριο είναι το εκ νέου πάγωμα καθώς εξακολουθεί να μην υπάρχει δυνατότητα υπολογισμού πέραν του ότι με τις τιμές των ακινήτων να έχουν υποχωρήσει κατά 40% είναι κωμικό να θέλει κάποιος να φορολογήσει το κέρδος που προκύπτει από την πώληση σε υψηλότερη τιμή από την αγορά. Για την Κατερίνα Παπανάτσιου θα ακολουθήσουν και άλλες αποφάσεις με κυριότερη, την αλλαγή των αξιών βάσει των οποίων θα φορολογούνται τα ακίνητα.
Οι νέες αξίες
Η διαδικασία τροποποίησης των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων ώστε αυτές να ταυτιστούν με τις εμπορικές, πρέπει να ολοκληρωθεί μέχρι τον Ιούνιο του 2017. Σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα:
1. Μέχρι τον προσεχή Μάρτιο θα πρέπει να γίνει επανεξέταση όλων των εμπορικών ακινήτων (σ.σ ουσιαστικά να επαναπροσδιοριστούν όχι μόνο οι τιμές ζώνης αλλά και οι συντελεστές εμπορικότητας οι οποίοι πλέον δεν έχουν καμία σχέση με τη νέα πραγματικότητα που έχει διαμορφωθεί στην αγορά.
[irp posts=”79145″ name=”Ρεκόρ στα φορολογικά βάρη για την Ελλάδα”]
2. Θα υπάρξει εκτεταμένη διαδικασία πιστοποίησης της ακρίβειας των όσων έχουν δηλωθεί στο ηλεκτρονικό περιουσιολόγιο του υπουργείου Οικονομικών. Ειδικά στον πίνακα 2 του εντύπου Ε9 έχουν γίνει πολλά λάθη τα οποία θα πρέπει να διορθωθούν ενόψει και της επιβολής του φόρου κατοχής στα αγροτεμάχια. Μέσα στο επόμενο διάστημα, θα αποφασιστεί αν η διαδικασία πιστοποποίησης θα γίνει για μια ακόμη φορά με πρόσκληση στους ιδιοκτήτες να ελέγξουν την ακρίβεια των αναγραφόμενων στο Ε9.
3. Μέχρι τον Ιούνιο του 2017, θα πρέπει να έχει επέλθει –και μάλιστα αυτή τη φορά δια νόμου και όχι με αποφάσεις του υπουργείου Οικονομικών η εξίσωση των πραγματικών τιμών με τις αντικειμενικές. Ουσιαστικά, θα δημιουργηθεί ένα νέο σύστημα αντικειμενικών αξιών το οποίο θα αντικαταστήσει το υπάρχον. Θα προβλέπει μάλιστα ρήτρες «προσαρμογής» των αξιών της εφορίας στα δεδομένα της αγοράς ώστε να μην ξαναυπάρξει «κενό» ανάμεσα στις θεωρητικές αξίες και σε αυτές που ισχύουν στην αγορά.
Είναι προφανές ότι με την αλλαγή των αξιών, θα επηρεαστεί η εισπρακτική απόδοση του ΕΝΦΙΑ, όχι για το 2017 αλλά για το 2018. Έτσι, το πιθανότερο σενάριο είναι ότι το 2017 θα γίνουν οριακές αλλαγές στον φόρο. Ο πρωθυπουργός έχει εξαγγείλει ελαφρύνσεις για τους μικροϊδιοκτήτες με το πιθανότερο σενάριο να φέρνει πλήρη απαλλαγή από τον ΕΝΦΙΑ για όσους σήμερα έχουν εισοδήματα κάτω από 9000 ευρώ με αποτέλεσμα να δικαιούνται έκπτωση της τάξεως του 50%. Το δημοσιονομικό κόστος για να αυξηθεί το ποσοστό της έκπτωσης από το 50% που ισχύει σήμερα, στο 100% αγγίζει τα 80-85 εκατ. ευρώ με τον αριθμό των ενδιαφερομένων να ξεπερνά το 1 εκατομμύριο. Κατά μέσο όρο, αναλογούν περίπου 80-85 ευρώ σε κάθε φορολογούμενο.
Το κόστος της επέκτασης της έκπτωσης, θα καλυφθεί –αυτό θεωρείται από τώρα δεδομένο καθώς οι δανειστές δεν θα δεχθούν περαιτέρω μείωση της συνολικής βεβαίωσης φόρου από τα 3,17 δισ. ευρώ που έκλεισε φέτος- με την επιβολή του συμπληρωματικού φόρου στα αγροτεμάχια. Οι ιδιοκτήτες αγροτεμαχίων είναι περίπου 3,7 εκατ. άτομα. Από αυτούς όμως, λιγότεροι από 200.000 κινδυνεύουν να ενταχθούν στον συμπληρωματικό φόρο ή να πληρώσουν περισσότερο συμπληρωματικό φόρο με το που θα συνυπολογιστούν στην περιουσία και τα αγροτεμάχια.
Το μέτρο, μπορεί να αποδώσει εισπρακτικά έως και 270 εκατ. ευρώ. Ωστόσο, το υπουργείο Οικονομικών έχει ήδη επεξεργαστεί σενάρια εφαρμογής μειωτικών συντελεστών προκειμένου να αποφύγει τις υπερβολικές φορολογήσεις μερικών δεκάδων χιλιάδων ιδιοκτητών. Υπάρχουν περιπτώσεις οι οποίοι αντί για 500-1000 ευρώ που θα πληρώσουν το 2016, θα βρεθούν αντιμέτωποι με εκκαθαριστικά της τάξεως των 15-20.000 ευρώ αν εφαρμοστεί πλήρως το μέτρο. Εξετάζεται, η αξία των αγροτεμαχίων να μην λαμβάνεται στο σύνολο της υπόψη αλλά σε ένα ποσοστό (π.χ 30%) ώστε να αποφευχθούν τα φαινόμενα υπερφορολόγησης.
Τα αιτήματα των ιδιοκτητών
Ενόψει των αλλαγών που έρχονται στη φορολόγηση των ακινήτων, η ομοσπονδία των ιδιοκτητών ακινήτων εξέδωσε χθες ανακοίνωση για τα αιτήματα των μελών τα οποία έχουν, ανά κατηγορία, ως εξής:
ΕΝΦΙΑ: Διεύρυνση της φορολογικής βάσης, μειωτικός συντελεστής για τα κενά κτίσματα, μείωση επιβάρυνσης αστικής ιδιοκτησίας.
Αντικειμενικές αξίες ακινήτων: Περαιτέρω μείωση τιμών ζώνης και συντελεστών εμπορικότητας, με προτεραιότητα στις ζώνες που παραλείφθηκαν στην προηγούμενη μείωση, σύμφωνα και με τις προβλέψεις της σχετικής απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Φόρος Υπεραξίας: Να παραταθεί η αναστολή εφαρμογής του για μια ακόμη τριετία, δεδομένου ότι δεν υπάρχουν προϋποθέσεις εφαρμογής του.
Κληρονομιά-δωρεά: Να εγκαταλειφθεί κάθε ιδέα επαύξησης της σχετικής φορολογίας, εν όψει και του κινήματος «ΔΕΝ …ΚΛΗΡΟΝΟΜΩ!».
Εκχώρηση ακινήτων έναντι φόρων ακινήτων: Να αναγνωριστεί ως μονομερές δικαίωμα των φορολογουμένων, να εκχωρούν αστικό ακίνητο πλήρους κυριότητας της επιλογής τους, για χρέη άνω των 10.000€, αντί να επιλέγει το Δημόσιο ποιό ακίνητο θα κατάσχει.
Τουριστικές μισθώσεις: Να καταργηθεί η διάταξη του άρθρου 21 παρ. 3 του ΚΦΕ περί «επιτηδευματία» κατόπιν τριών ομοειδών συναλλαγών ανά διετία. Να μην επιβληθούν ποσοτικοί ή χρονικοί περιορισμοί στην εκμίσθωση ακινήτων, ούτε υψηλή πρόσθετη φορολογία, διότι εν τέλει το δημόσιο θα χάσει έσοδα, αντί να κερδίσει.