Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα έχει πια γυρίσει σελίδα. Είναι σε θέση να κοιτάζει το μέλλον και να στρέφει τις προσπάθειές του στην ανάπτυξη και όχι πια στην επιβίωση τόνισε ο διευθύνων σύμβουλος της Eurobank, Φωκίων Καραβίας, κατά την παρέμβαση του στο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών ενώ εστίασε στα βήματα της τράπεζας για την εξυγίανση του ισολογισμού της.
Για να κοιτάξουμε το μέλλον, έπρεπε πρώτα να απαλλαγούμε από το παρελθόν. Η Eurobank πρωτοστάτησε και συνέβαλε ουσιαστικά ώστε να ανοίξει ο δρόμος για να βγάλουν οι ελληνικές τράπεζες από πάνω τους, από τους ισολογισμούς τους, το μεγάλο βάρος που μας κληροδότησε η κρίση, δηλαδή τον όγκο των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Στοχεύουμε σε μονοψήφιο δείκτη NPE ήδη από εφέτος ενώ το 2022 θα εκπληρώσουμε και την άλλη μείζονα δέσμευσή μας, αυτή για διψήφια απόδοση επί των ιδίων κεφαλαίων. Χαμηλός μονοψήφιος δείκτης ΝΡΕ και σημαντική κερδοφορία, διψήφια απόδοση κεφαλαίων αποτελούν ένα από τα στοιχεία που συνθέτουν την επόμενη ημέρα της Eurobank αλλά και του τραπεζικού συστήματος. Προϋπόθεση για ισχυρές τράπεζες που να μπορούν να χρηματοδοτήσουν την οικονομία αποτελεί η κερδοφορία τους και η δυνατότητα τους για οργανική δημιουργία κεφαλαίων.
H επόμενη ημέρα συνδέεται και από ακόμη δύο σημαντικούς στόχους: Πρώτον, την ανάγκη και τη δυνατότητά μας να χρηματοδοτήσουμε με σύνεση και ευθύνη την αναπτυξιακή πορεία. Υπογραμμίζω τις λέξεις σύνεση και ευθύνη, γιατί οφείλουμε να κατευθύνουμε τους πόρους μας σε βιώσιμα επενδυτικά σχέδια και σε βιώσιμες επιχειρήσεις. Και η βιωσιμότητα πλέον περιλαμβάνει ακόμη μια παράμετρο πέρα από την οικονομική, την περιβαλλοντική.
Το αποδεικνύουμε σε κάθε κλίμακα. Για τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα στηρίξαμε με ρευστότητα τους πελάτες μας όταν ξέσπασε η πανδημία. Από τα προγράμματα της ΕΑΤ, διοχετεύσαμε το 70% των πόρων σε ΜΜΕ (5,7 δις ευρώ). Στη Eurobank, ήδη από το 2020 πήραμε αμέσως και μια μεγάλη πρωτοβουλία για τον τουριστικό τομέα, ύψους 750εκ ευρώ. Τα μεγάλα αναπτυξιακά έργα χρηματοδοτούνται διαχρονικά από το ελληνικό τραπεζικό σύστημα: αυτοκινητόδρομοι, ενέργεια, τηλεπικοινωνίες. Το ίδιο συμβαίνει και σήμερα με τις μεγάλες υποδομές που χρειάζεται η χώρα. Για τη Eurobank αποτελούν στρατηγική και επιχειρηματική προτεραιότητα: ΑΠΕ, το έργο-ορόσημο του Ελληνικού, στο οποίο η Τράπεζά μας έχει κεντρικό ρόλο, όπως επίσης και με την αποκλειστική χρηματοδότηση μας υλοποιείται η ηλεκτρική διασύνδεσης της Κρήτη με την Αττική – όλα έργα που είναι ο ορισμός της χρηματοδότησης με κριτήρια ESG όπως είναι γνωστά.
Δεύτερος μεγάλος στόχος για τις ελληνικές τράπεζες: να μην μείνουμε πίσω από τις διεθνείς εξελίξεις του κλάδου. Κάνουμε μεγάλες επενδύσεις σε τεχνολογικές υποδομές αιχμής συμβάλλοντας στην ευρύτερη προσπάθεια της χώρας για τη ψηφιοποίηση. Αθροιστικά επενδύουμε πάνω από 300 εκ. ετησίως, σε αυτή την προσπάθεια. Παρέχουμε ψηφιακές υπηρεσίες συγκρίσιμες με κάθε ξένη τράπεζα. Και εντάσσουμε σταδιακά την τεχνητή νοημοσύνη και τις νέες μορφές ευέλικτης εργασίας στο μοντέλο της δουλειάς μας.
Εμείς όλα αυτά τα έχουμε εντάξει σε ένα ενιαίο σχεδιασμό για τη Eurobank 2030. Όχι την τράπεζα που θα έχουμε το 2030, αλλά την τράπεζα που χτίζουμε σήμερα για να είμαστε σε δέκα χρόνια από σήμερα σε ισχυρή ανταγωνιστική θέση, στην Ελλάδα και στην περιφέρεια, γιατί είμαστε παρόντες σε έξι χώρες.
Οι μεγάλες αλλαγές έρχονται από την τεχνολογία και την ενεργειακή μετάβαση. Την εποχή της βιομηχανίας και των ορυκτών καυσίμων η Ελλάδα είχε φυσικό μειονέκτημα. Στη φάση της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης και των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας έχουμε πλεονέκτημα. Πρώτον, γιατί η χώρα διαθέτει υψηλής κατάρτισης ανθρώπινο δυναμικό. Δεύτερον, γιατί οι νέες τεχνολογίες ευνοούν το μικρότερο μέγεθος, το οποίο πάντα ήταν το ανταγωνιστικό μειονέκτημα της χώρας – αυτό αφορά τη χώρα και όχι τις επιχειρήσεις όπου πρέπει να επιδιώξουμε ένα μεγαλύτερο μέσο μέγεθος για να αυξηθεί η διεθνής ανταγωνιστικότητα, οι δυνατότητες επενδύσεων και η δημιουργία ποιοτικής απασχόλησης. Μπορούμε με στρατηγικές επενδύσεις και κατάλληλες πολιτικές να φτιάξουμε καλές θέσεις εργασίας και να προσελκύσουμε πίσω στη χώρα πολλούς από του νέους που έφυγαν τα τελευταία χρόνια, δίνοντας μια πραγματικά ισχυρή ώθηση στην οικονομία και την αγορά εργασίας.
Τρίτον, στην ενέργεια, η Ελλάδα έχει αφθονία φυσικών ανανεώσιμων πηγών και ήδη προχωρούν με γρήγορους ρυθμούς επενδύσεις σε κάθε σχετικό κλάδο.
Σίγουρα, υπάρχει ένα παράθυρο ευκαιρίας. Σήμερα στις αγορές βλέπουμε υπερεπάρκεια κεφαλαίων και ταυτόχρονα ενδιαφέρον για την Ελλάδα, που ξαναμπήκε μετά από χρόνια στα ραντάρ των επενδυτών. Για τον τουρισμό, αλλά όχι πια μόνον για τον τουρισμό. Είναι ενδεικτικές οι επενδύσεις σε logistics, σε ακίνητα, όπως τα Ελληνικό ή οι οργανωμένες παραθεριστικές κατοικίες ή τα νέα κτήρια γραφείων που μπορούν πλέον να προσελκύσουν ξένα κεφάλαια, όπως και σε τομείς διεθνώς ανταγωνιστικούς – αναφέρω ενδεικτικά μόνον τα κέντρα αποθήκευσης δεδομένων, γιατί ζούμε πια στην εποχή που τα δεδομένα αποτελούν πολύτιμο περιουσιακό στοιχείο ή τη φαρμακοβιομηχανία, σημειώνοντας ότι μια ισραηλινή εταιρία που πρωτοπορεί στην έρευνα για την θεραπεία του Covid-19 επέλεξε μια ελληνική φαρμακευτική εταιρία ως πρώτο διεθνή εταίρο της για την εξέλιξη και τη δοκιμή του.
Έχουμε τους ανθρώπους, έχουμε τα διαθέσιμα κεφάλαια, συμπεριλαμβανομένου και ενός τραπεζικού συστήματος που βλέπει την επόμενη μέρα, και πιστεύω ότι με την εμπειρία της κρίσης, και των όσων μας οδήγησαν στην κρίση, έχουμε και τη γνώση πια για να μην χάσουμε την ευκαιρία.