Τεράστιο λάθος χαρακτήρισε ο πρώην υπουργός Οικονομικών και νυν διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, το γεγονός ότι δεν επετράπη στην χώρα να δημιουργήσει την δική της Bad Bank.
Η τοποθέτηση αυτή έγινε σε εκδήλωση του Οικονομικού Επιμελητηρίου. Επίσης μία τοποθέτηση που αναμφίβολα προκάλεσε αίσθηση ήταν η δήλωσή του ότι η φορολόγηση των ακινήτων ήταν ένα σωστό μέτρο.
Παράλληλα σημείωσε με έμφαση ότι τα προγράμματα διάσωσης πέτυχαν μεν αλλά με μεγαλύτερο κόστος. Σημείωσε επίσης ότι τα προγράμματα εξάλειψαν τεράστια ελλείμματα τόσο σε δημοσιονομικό επίπεδο, όσο και σε ισοζύγιο πληρωμών.
Άσκησε έντονη κριτική στους δανειστές, αλλά και στις ελληνικές κυβερνήσεις. Σημείωσε ότι τώρα μιλούμε από θέση ισχύος και με το πλεονέκτημα της «στερνής γνώσης». Επεσήμανε χαρακτηριστικά ότι υπήρχαν υπερβολικές αιρεσιμότητες για πολλά θέματα, η τρόικα προσπαθούσε να κάνει «μικροδιαχείριση», ενώ υπήρξε εμπλοκή πολλών μερών στις διαπραγματεύσεις.
Χαρακτήρισε σωστό μέτρο την φορολόγηση της ακίνητης περιουσίας, καθώς διεύρυνε την φορολογική βάση, αλλά επεσήμανε ότι οι δημοσιονομικοί πολλαπλασιαστές αποδείχθηκαν λάθος και έκαναν ζημιά. Παράλληλα τόνισε ότι η μεγάλη μείωση μισθών έφερε σημαντική πτώση φορολογικών εσόδων.
Η κριτική όμως είχε και αποδέκτες στο εσωτερικό, αφού σημείωσε ότι δεν υπήρξε ιδιοκτησία των προγραμμάτων και ότι υπήρξε μεγάλο λάθος το ότι δεν επιτράπηκε στη χώρα, όπως για παράδειγμα στην Ιρλανδία, να δημιουργήσει Βad Βank. «Αυτό το λάθος το πληρώνουμε ακόμα και σήμερα», τόνισε.
Χρειάζεται ένα δίκτυο bad banks για να καθαρίσουμε από τα κόκκινα δάνεια στην Ευρώπη, τόνισε επικαλούμενος και τα διδάγματα της πανδημίας.
Όπως ανέφερε, η εξάπλωση του κορωνοϊού σε παγκόσμιο επίπεδο και στην Ελλάδα προς το τέλος του α’ τριμήνου ανέτρεψε τις αναπτυξιακές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας για το 2020.
«Η πανδημία και τα μέτρα που έλαβε η ελληνική κυβέρνηση, όπως και οι περισσότερες χώρες παγκοσμίως, προκειμένου να περιοριστούν οι υγειονομικές επιπτώσεις οδήγησαν σε σημαντική κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας το β’ τρίμηνο του 2020. Έκτοτε η οικονομία παρουσίασε σημάδια ανάκαμψης υποβοηθούμενη από τα μέτρα στήριξης που έλαβε η κυβέρνηση» σημείωσε ο ίδιος.
Η ανάκαμψη καθυστερεί
Πρόσθεσε ωστόσο ότι η έξαρση των κρουσμάτων κορωνοϊού από τις αρχές Οκτωβρίου και έπειτα και τα νέα γενικευμένα περιοριστικά μέτρα, τα οποία τέθηκαν σε ισχύ στις 7 Νοεμβρίου, αναμένεται να οδηγήσουν σε περαιτέρω επιδείνωση της οικονομικής δραστηριότητας το δ’ τρίμηνο του 2020 και να καθυστερήσουν την ανάκαμψη.
«Σε μια οικονομία με υψηλό δημόσιο χρέος και περιορισμένο δημοσιονομικό χώρο, όπως η ελληνική, η πανδημία έχει επιφέρει σημαντικές προκλήσεις στην ακολουθούμενη οικονομική πολιτική, η οποία προσπαθεί να ισορροπήσει μεταξύ μακροοικονομικής σταθεροποίησης και βιωσιμότητας των δημοσιονομικών μεγεθών. Σκοπός της οικονομικής πολιτικής για την επόμενη περίοδο θα πρέπει να είναι η μείωση κατά το δυνατόν των κινδύνων που θα μπορούσαν να μετατρέψουν την υγειονομική κρίση σε μια νέα κρίση χρέους» υποστήριξε ο κ. Στουρνάρας.
Σύμφωνα με τον ίδιο, οι συνθήκες της πανδημίας έχουν δημιουργήσει ένα περιβάλλον υψηλής αβεβαιότητας ως προς τα οικονομικά μεγέθη, την αποτελεσματικότητα των δημοσιονομικών μέτρων και τις προβλέψεις των μακροοικονομικών μεταβλητών.
«Η επίπτωση της πανδημίας στην οικονομική δραστηριότητα και τα επακόλουθα μέτρα δημοσιονομικής επέκτασης αναμένεται να επιφέρουν μια μόνιμη ανοδική μετατόπιση τόσο της καμπύλης του χρέους-προς-ΑΕΠ, όσο και της καμπύλης των Ακαθάριστων Χρηματοδοτικών Αναγκών-προς-ΑΕΠ σε σχέση με τις προ-πανδημίας εκτιμήσεις» σημείωσε ο κεντρικός τραπεζίτης.
Πρόσθεσε όμως πως «παρά την αυξημένη αβεβαιότητα, οι κίνδυνοι για τη βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους παραμένουν περιορισμένοι μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 2030, λόγω της σύνθεσης του χρέους που αποτελείται κατά 81% από δάνεια του επίσημου τομέα, αλλά και της ευνοϊκής διάρθρωσης των αποπληρωμών, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί στο πλαίσιο των μεσοπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του χρέους».
Κατ’ επέκταση, σύμφωνα με τον διοικητή της ΤτΕ, η βραχύβια επιβάρυνση του δημόσιου χρέους και των Ακαθάριστων Χρηματοδοτικών Αναγκών δεν αναμένεται να υπονομεύσει τη μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους, υπό την προϋπόθεση όμως ότι οι δημοσιονομικές παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση της πανδημίας είναι προσωρινού χαρακτήρα και η μακροοικονομική ισορροπία θα αποκατασταθεί σύντομα.
Για αυτό το λόγο, εξήγησε, «οι ελληνικές αρχές θα πρέπει να είναι έτοιμες να ενταχθούν πλήρως στους κανόνες του ευρωπαϊκού δημοσιονομικού πλαισίου, μόλις αυτοί ενεργοποιηθούν εκ νέου. Σε μεσο-μακροπρόθεσμο ορίζοντα, οι βασικοί κίνδυνοι βιωσιμότητας του χρέους σχετίζονται κυρίως με τους όρους χρηματοδότησης από τις αγορές, τους ρυθμούς ανάπτυξης της οικονομίας, αλλά και με το ύψος των παρεχόμενων εγγυήσεων που έχουν δοθεί για την ενίσχυση της ρευστότητας των επιχειρήσεων, στα πλαίσιο των μέτρων στήριξης της οικονομίας κατά τη διάρκεια της πανδημίας».
Η μετά – κορωνοϊό εποχή
Αναφερόμενος στην περίοδο μετά την πανδημία, ο κ. Στουρνάρας είπε ότι η αποκατάσταση της μακροοικονομικής ισορροπίας με υψηλούς και βιώσιμους ρυθμούς ανάπτυξης πρέπει να είναι προτεραιότητα, επαναφέροντας παράλληλα σταδιακά τη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών.
«Ως εκ τούτου, είναι απαραίτητο να συνεχιστεί το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα προκειμένου η οικονομία να προετοιμαστεί όχι μόνο για μια ασφαλή και πλήρη επανεκκίνηση, αλλά πολύ περισσότερο για την επάνοδό της σε μια στέρεη αναπτυξιακή τροχιά επενδύοντας στην ψηφιακή και πράσινη οικονομία. Επίσης, το ταμειακό απόθεμα ασφαλείας θα πρέπει να διατηρηθεί σε υψηλά επίπεδα τα επόμενα χρόνια, καθώς συμβάλλει στη διατήρηση χαμηλού κινδύνου αναχρηματοδότησης του δημόσιου χρέους, παρέχοντας εμπιστοσύνη στους επενδυτές» υπογράμμισε ο διοικητής.
Επιπλέον, συμπλήρωσε πως «λόγω του μεγάλου επενδυτικού κενού στην ελληνική οικονομία, η δημοσιονομική στήριξη θα πρέπει να έχει ισχυρό επενδυτικό χαρακτήρα και να στηρίζεται σε φιλικές προς την ανάπτυξη δημόσιες δαπάνες, οι οποίες συμβάλλουν και στην αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων με σημαντικά και διατηρήσιμα αναπτυξιακά αποτελέσματα».
Ειδικότερα ο πολλαπλασιαστής των δημόσιων επενδύσεων για τις ανεπτυγμένες οικονομίες σε περιόδους αβεβαιότητας εκτιμάται αρκετά μεγαλύτερος της μονάδας για μια περίοδο δύο ετών. Για το σκοπό αυτό, η αποτελεσματική αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης της ΕΕ αποτελεί μεγάλη ευκαιρία και κρίνεται καθοριστική.
Ευρωπαϊκή οικονομική διακυβέρνηση
Τέλος, τόνισε ότι ο τρόπος αντίδρασης της ΕΕ στην κρίση της πανδημίας έχει επιπτώσεις και στο μελλοντικό σχεδιασμό του πλαισίου της ευρωπαϊκής οικονομικής διακυβέρνησης:
Πρώτον, η μεταρρύθμιση των δημοσιονομικών κανόνων θα πρέπει να δώσει έμφαση στην απλοποίησή τους και στην αποτελεσματική μείωση του δημόσιου χρέους.
Δεύτερον, το Ταμείο Ανάκαμψης αποτελεί ένδειξη της πολιτικής βούλησης να σχεδιαστεί ένας ενιαίος φορέας συντονισμού της δημοσιονομικής πολιτικής όταν προκύψει ανάγκη. Παρά το γεγονός ότι το Ταμείο Ανάκαμψης έχει προσωρινό χαρακτήρα, θα μπορούσε να αποτελέσει ένα σημαντικό ορόσημο για την ευρωζώνη, η οποία δεν έχει ακόμα ένα μόνιμο κεντρικό δημοσιονομικό μηχανισμό (central fiscal capacity) για τη στήριξη των κρατών-μελών στην αντιμετώπιση μακροοικονομικών διαταραχών και την ενίσχυση επενδυτικών σχεδίων που στηρίζουν του στρατηγικούς στόχους της Ένωσης.
«Εν κατακλείδι, η υγειονομική κρίση, παρά τις ιδιαίτερα αρνητικές επιπτώσεις της για την κοινωνία και την οικονομία, αποτελεί μια αξιοσημείωτη ευκαιρία για να προωθηθούν οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις ώστε η Ελλάδα να προχωρήσει προς τη νέα ψηφιακή εποχή, αντιμετωπίζοντας παράλληλα και τις προκλήσεις της κλιματικής αλλαγής. Ταυτόχρονα, η πρόσφατη κρίση (όπως και η κρίση χρέους που οδήγησε σε σημαντικές αλλαγές, για παράδειγμα στη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας και του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού) είναι μια ευκαιρία για να πραγματοποιήσει η Ευρώπη ακόμη ένα σημαντικό βήμα προς την οικονομική ολοκλήρωση» κατέληξε ο κ. Στουρνάρας
«Δεν υπάρχει πρόγραμμα-πανάκεια», τόνισε από την πλευρά του ο Χρήστος Σταϊκούρας αναφερόμενος στις ιδιαιτερότητες της κάθε επιμέρους χώρας. Είναι σημαντική η ιδιοκτησία του προγράμματος, εμείς ενώ προσφύγαμε στον μηχανισμό διάσωσης δεν συμφωνήσαμε με μεταρρυθμίσεις, τόνισε. Η δημοσιονομική πειθαρχία δεν αρκεί, πρέπει να υπάρχουν επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις, συμπλήρωσε.
Η «βασική αμαρτία» ήταν το ότι δεν έγινε η αναδιάρθρωση χρέους από την αρχή. Αυτό επηρέασε και τα τρία προγράμματα από την αρχή, σημείωσε ο Ευκλείδης Τσακαλώτος. Κάθε φορά που κάποιος Ευρωπαίος έλεγε θα δούμε το θέμα του χρέους στο τέλος του προγράμματος οι επενδυτές που θα ήθελαν να έρθουν στην Ελλάδα έλεγαν «όταν θα έρθει το τέλος του προγράμματος, τότε θα επενδύσουμε και εμείς, σημείωσε. Ξέρουμε από τις αποκαλύψεις της WSJ ότι στο ΔΝΤ κάποιες χώρες έλεγαν ότι το πρόγραμμα ήταν κυρίως για τη διάσωση των ευρωπαϊκών τραπεζών και δευτερευόντως για την Ελλάδα.
Εξήγησε ότι θα έπρεπε να υπάρχει «χρυσός κανόνας» που θα εξαιρεί τις επενδύσεις από τους δημοσιονομικούς κανόνες, καθώς αυτές είναι εν πολλοίς αυτοχρηματοδοτούμενες.
Ο Ευάγγελος Βενιζέλος, από την πλευρά του, τόνισε ότι η Ένωση απάντησε αρχικά με αμηχανία στην κρίση, πάντα αντιδρούσε συμβατικά. Αυτό άλλαξε μόλις τώρα εξαιτίας της πανδημίας. Το κόστος της επιμόρφωσης το πλήρωσε κυρίως η Ελλάδα, σημείωσε.