Στις αρχές του 2012 ο Μπάρακ Ομπάμα αποφάσισε να δημιουργήσει μια ομάδα εργασίας που θα διερευνούσε τις αθέμιτες πρακτικές των τραπεζικών κολοσσών οι οποίες οδήγησαν στη δημιουργία της φούσκας των ακινήτων και εν συνεχεία στη χρηματοοικονομική κρίση του 2008. Πολλοί ήταν εκείνοι που έσπευσαν τότε να χαρακτηρίσουν φρούδες τις ελπίδες εξέφραζαν κάποιοι ότι αυτή η προσπάθεια θα είχε κάποιο απτό αποτέλεσμα στις πρακτικές της Wall Street.
Και όμως, τέσσερα χρόνια μετά το αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνης έχει ήδη επιβάλει πρόστιμα 46 δισεκατομμυρίων δολαρίων, πλήττοντας πέντε από τις μεγαλύτερες αμερικανικές τράπεζες και έναν από τους γνωστότερους οίκους αξιολόγησης. Πρόκειται για την Bank of America, την Goldmann Sachs, την JP Morgan Chase, τη Citigroup, τη Morgan Stanley και τον οίκο S&P Global Ratings.
Από το στόχαστρο των αμερικανικών αρχών και των ενδελεχών ερευνών τους για τον τρόπο με τον οποίο μεγάλα τραπεζικά ιδρύματα χρησιμοποίησαν τοξικά χρηματοπιστωτικά προϊόντα δεν ξέφυγαν οι ευρωπαϊκές τράπεζες.
Από την Deutsche στην Barclay’s και την Credit Suisse
Η είδηση της επιβολή προστίμου 14 δισ. δολαρίων στον γερμανικό κολοσσό Deutsche Bank από το αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνης δημιούργησε σοβαρές ανησυχίες στους επενδυτές για την κεφαλαιακή της επάρκεια και, σε συνδυασμό με την πληροφορία ότι η γερμανική κυβέρνηση δεν σχεδιάζει κάποια κρατική διάσωση, οδήγησε στην καθίζηση της μετοχής του τραπεζικού κολοσσού.
Η ελαφρά ανάκαμψη που σημειώθηκε την Παρασκευή, εξαιτίας δημοσιεύματος που ανέφερε ότι η γερμανική τράπεζα και οι αμερικανικές αρχές βρίσκονταν πολύ κοντά σε έναν συμβιβασμό για μείωση του προστίμου στα 5,4 εκατομμύρια δολάρια κράτησε λίγο καθώς οι πληροφορίες δεν επιβεβαιώθηκαν. Σημειώνεται ότι από την αρχή του χρόνου η μετοχή της γερμανικής τράπεζας έχει χάσει πάνω από το 50% της αξίας της.
Όπως αναφέρει δημοσίευμα της Wall Street Journal, οι συζητήσεις της Deutsche με το αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνης για τον διακανονισμό του προστίμου βρίσκονται ακόμη σε εξέλιξη. Σύμφωνα με την αμερικανική εφημερία, η οποία επικαλείται πηγές που γνώση του θέματος, καμία τελική συμφωνία δεν έχει παρουσιαστεί ακόμη σε καμία από τις δύο πλευρές.
Ακόμη περισσότερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ωστόσο το γεγονός ότι η Deutsche Bank δεν είναι η μόνη ευρωπαϊκή τράπεζα που θα βρεθεί ενδεχομένως αντιμέτωπη με υπέρογκα πρόστιμα από τις αμερικανικές αρχές.
Οι πληροφορίες που μεταδίδουν τα μεγάλα διεθνή μέσα ενημέρωσης αναφέρουν ότι αντίστοιχα πρόστιμα αναμένεται να επιβληθούν και σε άλλες ευρωπαϊκές τράπεζες, με πρώτες την Barclay’s και την Credit Suisse.
Και αν η περίπτωση της Deutsche προκάλεσε τόσο μεγάλη ανησυχία, είναι σαφές πως ενδεχόμενα πρόστιμα ύψους δισεκατομμυρίων δολαρίων και σε άλλες ευρωπαϊκές τράπεζες θα δημιουργήσουν νέα αναστάτωση στα ευρωπαϊκά χρηματιστήριο και τις αγορές.
To πολιτικό «παιχνίδι» πριν τις αμερικανικές εκλογές
Όπως ανέφερε σχετικό ρεπορτάζ των Financial Times πριν από μερικές ημέρες, το αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνης επιδιώκει την επίτευξη μιας συμφωνίας διακανονισμού και για τις τρεις ευρωπαϊκές τράπεζες.
Εκτός από τον οικονομικό στόχο που ενδιαφέρει την Ουάσινγκτον και ισοδυναμεί με την είσπραξη δισεκατομμυρίων δολαρίων, το αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνης θέλει να στείλει και ένα σαφές πολιτικό μήνυμα ότι διακυβέρνηση Ομπάμα προχωρά στην τιμωρία των αθέμιτων τραπεζικών πρακτικών, λίγες μόλις εβδομάδες πριν τις κρίσιμες αμερικανικές εκλογές για την ανάδειξη νέου προέδρου.
Έτσι, σύμφωνα με πηγές που επικαλούνται οι Financial Times, το αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνης άφησε να εννοηθεί ότι θα προτιμούσε αφού επιτύχει στους διακανονισμούς και με τις τρεις τράπεζες και να τους παρουσιάσει σε μια και μόνη ανακοίνωση, κάτι που θα δημιουργούσε ιδιαίτερη αίσθηση στην κοινή γνώμη.
Σημειώνεται ότι η Barclay’s έχει προϋπολογίσει περί τα 2,5 δισ., ενώ η Credit Suisse 1,82 δισ. για ενδεχόμενα πρόστιμα, στο πλαίσιο της συγκεκριμένης υπόθεσης.
Είναι ωστόσο αμφίβολο εάν τα ποσά αυτά θα επαρκέσουν, καθώς τα αντίστοιχα πρόστιμα που επιβλήθηκαν στις αμερικανικές τράπεζες ήταν αρκετά υψηλότερα.
Οι ιταλικές τράπεζες προκαλούν πονοκέφαλο στον Ρέντσι
Μπορεί τις τελευταίες ημέρες η προσοχή των επενδυτών και των οικονομικών αναλυτών να είναι επικεντρωμένη στα όσα συμβαίνουν με την Deutsche Bank, ωστόσο και στη Ρώμη οι ιταλικές τράπεζες δεν αποκλείεται να μπουν σε νέες περιπέτειες την επόμενη περίοδο. Αρκεί να σημειωθεί ότι από την αρχή του χρόνου οι μετοχές των ιταλικών τραπεζών έχουν χάσει σχεδόν το μισό της αξίας τους.
Σύμφωνα με δημοσίευμα του Reuters, πριν από μερικές ημέρες, το οποίο επικαλείτο τρεις αξιωματούχους της ευρωζώνης, οι ευρωπαϊκές ρυθμιστικές αρχές αναμένουν ότι η ιταλική τράπεζα Monte dei Paschi di Siena θα αναγκαστεί αργά ή γρήγορα να στραφεί στην κυβέρνηση για στήριξη.
Δύο μήνες αφότου η τράπεζα με έδρα της Σιένα ανακοίνωσε έκτακτο σχέδιο για την άντληση κεφαλαίων 5 δισ. ευρώ, υπάρχουν έντονες ανησυχίες μεταξύ ευρωπαίων αξιωματούχων ότι οι απαιτούμενοι πόροι δεν θα βρεθούν. Σύμφωνα με το Reuters, οι αρχές της ευρωζώνης εξετάζουν κατά πόσον η τράπεζα θα χρειαστεί κρατική ενίσχυση, δεδομένων των πληροφοριών για χαμηλό ενδιαφέρον συμμετοχής στην πρόταση της τράπεζας.
«Υπάρχει σίγουρα ένα ρίσκο εφαρμογής στην άντληση κεφαλαίων» δήλωσε ένας αξιωματούχους. Ο ίδιος πρόσθεσε ότι η αξία της τράπεζας ανέρχεται περίπου στο ένα ένατο του στόχου των 5 δισ. ευρώ, λειτουργώντας αποτρεπτικά για τους επενδυτές.
«Μια προληπτική ανακεφαλαιοποίηση από το ιταλικό κράτος» θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να καλύψει οποιαδήποτε υστέρηση στην άντληση κεφαλαίων από τους ιδιώτες επενδυτές.
Εξελίξεις αναμένονται και στην μεγαλύτερη τράπεζα της Ιταλίας, την UniCredit. Σύμφωνα με τους Financial Times, η UniCredit έθεσε την13η Δεκεμβρίου ως ημερομηνία που θα ανακοινώσει τα σχέδια της για αύξηση του κεφαλαίου της.
Η ανακοίνωση θα γίνει εννέα ημέρες μετά το κρίσιμο δημοψήφισμα για τη συνταγματική μεταρρύθμιση στη χώρα, ένα δημοψήφισμα που σύμφωνα με αρκετούς αναλυτές θα κρίνει και το πολιτικό μέλλον του Ματέο Ρέντσι.
Στο τραπέζι και η εξαγορά των 4 μικρών ιταλικών τραπεζών
Tην ίδια στιγμή, πρόβλημα φαίνεται ότι θα ανακύψει και στο θέμα της εξαγοράς τεσσάρων μικρών ιταλικών τραπεζών, οι οποίες διασώθηκαν τον περασμένο Νοέμβριο με χρήματα άλλων υγιών ιδιωτικών τραπεζών.
Η τράπεζα UBI εμφανίζεται διατεθειμένη να προχωρήσει στην εξαγορά τους, δίνοντας όμως ένα συμβολικό μόνο τίμημα, σύμφωνα με πηγές που επικαλείται το Reuters.
Πρόκειται για τις τράπεζες Banca Marche, Popolare Etruria, CariFerrara και CariChieti, οι οποίες τον τελευταίο καιρό αποτέλεσαν έναν από τους κύριους πονοκεφάλους του κ. Ρέντσι, ο οποίος αναζητούσε να βρει αγοραστές.
Οι τέσσερις αυτές τράπεζες διασώθηκαν με κεφάλαια ύψους 3,5 δισεκατομμυρίων ευρώ από άλλες υγιείς τράπεζες της Ιταλίας, οι οποίες ευελπιστούν ότι θα λάβουν πίσω ένα μέρος του τιμήματος από την πώλησή τους. Σύμφωνα με πηγές που επικαλείται το Reuters, οι τέσσερις τράπεζες είναι ζημιογόνες και αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα με τα κόκκινα δάνειά που βρίσκονται στα βιβλία τους. Η UBI εμφανίζεται διατεθειμένη να προσφέρει 200 με 300 εκατομμύρια, ωστόσο η ΕΚΤ έχει ζητήσει 600 εκατομμύρια σε αύξηση κεφαλαίου, σύμφωνα με πηγή που επικαλείται το Reuters.