«Οι ελληνικές τράπεζες πρέπει να αποκαταστήσουν τις σχέσεις τους με τους πελάτες, να προσφέρουν νέες υπηρεσίες και, κυρίως, να επιμείνουν στην πιστωτική επέκταση των τελευταίων ετών, στηρίζοντας την υγιή επιχειρηματικότητα με στιβαρά επενδυτικά σχέδια»
Στις κύριες προκλήσεις που θα αντιμετωπίσουν οι ελληνικές τράπεζες τα επόμενα χρόνια, στις ευκαιρίες να επιτελέσουν το ρόλο τους στη χρηματοδότηση της οικονομίας και στην αξιοποίηση των πόρων των Ευρωπαϊκών Προγραμμάτων και του ΤΑΑ, αλλά και στον αντίκτυπο της ουκρανικής κρίσης στην οικονομική σταθερότητα της χώρας, αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Alpha Bank κ. Βασίλειος Ράπανος, από το πάνελ “Towards a financial sector in transition & growth: An update” του 7ου Delphi Economic Forum.
«Το τραπεζικό σύστημα έχει κάνει τα τελευταία χρόνια μία τεράστια προσπάθεια να μειώσει τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και παρά τις αβεβαιότητες που προκάλεσε η πανδημία, έχει να επιδείξει σημαντικά αποτελέσματα» σημείωσε ο κ. Ράπανος, υπογραμμίζοντας ότι, μέσα στο 2022, το σύνολο των συστημικών τραπεζών θα επιτύχει μονοψήφιο ποσοστό στον Δείκτη Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων, όμως το τραπεζικό σύστημα «πρέπει να εξορθολογήσει περαιτέρω τους ισολογισμούς του και να επιταχύνει την αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών για να μπορέσει να αντιμετωπίσει τον εντεινόμενο ανταγωνισμό, που προέρχεται και από τις πολλές άλλες χρηματοοικονομικές και τεχνολογικές εταιρείες».
Αναφέρθηκε δε και στο μεγάλο στοίχημα της χρηματοδότησης της οικονομίας και της συμβολής των τραπεζών στην αξιοποίηση των πόρων από τα Ευρωπαϊκά προγράμματα και κυρίως το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, επισημαίνοντας ότι οι δύο αυτές προκλήσεις συνιστούν ταυτόχρονα και ευκαιρίες, ενώ συμπλήρωσε χαρακτηριστικά:
«Μόνον εάν οι τράπεζες αποκαταστήσουν τις σχέσεις τους με τους πελάτες, προσφέρουν νέες υπηρεσίες και, κυρίως, επιμείνουν στην πιστωτική επέκταση των τελευταίων ετών, στηρίζοντας την υγιή επιχειρηματικότητα με στιβαρά επενδυτικά σχέδια, θα μπορέσουν να εκπληρώσουν την αποστολή τους έναντι της κοινωνίας και να δημιουργήσουν νέα αξία για τους μετόχους τους».
Επίσης, τόνισε την ανάγκη να κατανοήσουν όλοι – το πολιτικό σύστημα και η κοινωνία – την κουλτούρα των πληρωμών, ότι «οι τράπεζες δεν μοιράζουν χρήματα δικά τους, μοιράζουν χρήματα των καταθετών» και συμπλήρωσε ότι τα χρήματα των καταθετών πρέπει να τοποθετούνται από τις τράπεζες «σε επενδύσεις, σε χρηματοδοτήσεις που ξέρουν ότι θα τις πληρώσουν». «Θα πρέπει να γίνει κατανοητό και από την Κυβέρνηση ότι έπειτα από πολλούς αγώνες αρχίσαμε να αποκαθιστούμε την εμπιστοσύνη των πολιτών στο τραπεζικό σύστημα και να πληρώνουν τα δάνειά τους», επεσήμανε χαρακτηριστικά.
«Η έννοια του κέρδους πρέπει να επανέλθει στην κουλτούρα της επιχειρηματικής ζωής»
Σε ερώτημα του συντονιστή του πάνελ, δημοσιογράφου κ. Λεωνίδα Στεργίου σχετικά με τη μείωση των εισοδημάτων των νέων ανθρώπων βάσει έκθεσης της ΕΚΤ, ο κ. Ράπανος υπογράμμισε ότι είναι επιτακτική ανάγκη η ελληνική οικονομία να επανέλθει σε διατηρήσιμους θετικούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης, για να αυξηθούν τα εισοδήματα και να δοθούν νέες προοπτικές στους νέους. «Η χώρα δεν μπορεί να αναπτυχθεί αν δεν δώσουμε κίνητρα στους νέους ανθρώπους είτε να μείνουν εδώ, είτε να επιστρέψουν από το εξωτερικό. Χρειαζόμαστε ανθρώπινο κεφάλαιο». Παράλληλα, τόνισε την ανάγκη για επενδύσεις αλλά και για την κατανόηση της σημασίας της απόδοσης των επενδύσεων προκειμένου να προσελκύονται επενδυτές. «Και οι τράπεζες πρέπει να ανταποδώσουμε στους επενδυτές μας, έχουν επενδύσει πολλά στις τράπεζες, έχουν χάσει πολλά και πρέπει τώρα να τους δώσουμε ένα σαφές δείγμα ότι οι επενδύσεις τους θα έχουν ανταπόδοση. Άρα, η έννοια του κέρδους πρέπει να επανέλθει στην κουλτούρα της επιχειρηματικής μας ζωής. Να μην θεωρείται ενοχή το κέρδος, γιατί αλλιώς δεν θα έχουμε επενδύσεις, και αν δεν έχουμε επενδύσεις δεν θα έχουμε ανάπτυξη», συμπλήρωσε χαρακτηριστικά.
«Θωρακισμένη η ελληνική οικονομία έναντι της σημερινής κρίσης» – στόχος η διατήρηση της οικονομικής σταθερότητας
Ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Alpha Bank διατύπωσε και τις απόψεις του για τη νέα κρίση που πυροδοτεί ο συνδυασμός του υψηλού κόστους ενέργειας και ο πόλεμος στην Ουκρανία, σημειώνοντας ότι «το νέο σοκ έχει ως αποτέλεσμα την αποδυνάμωση της αναμενόμενης μεγέθυνσης του ΑΕΠ και την περαιτέρω αύξηση του πληθωρισμού στη χώρα μας», ενώ ήλθε σε μία χρονική στιγμή που τα σημάδια της οικονομικής ανάκαμψης ήταν ήδη ορατά και οι προοπτικές πολύ ευνοϊκές, παρά τις δυσκολίες που δημιούργησε η πανδημία.
«Η αύξηση των τιμών ενέργειας και τροφίμων επηρεάζει αρνητικά την αγοραστική δύναμη όλων και πλήττει ιδιαίτερα τα νοικοκυριά με χαμηλό εισόδημα. Οι εξελίξεις αυτές θέτουν σε δοκιμασία την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης, η οποία έχει να αντιμετωπίσει έναν διπλό στόχο, αφενός να ενισχύσει νοικοκυριά και επιχειρήσεις ώστε να αντιμετωπίσουν το αυξημένο κόστος ενέργειας, αφετέρου δε να μην υποσκάψει την οικονομική σταθερότητα, που με τόσους κόπους κατακτήσαμε», τόνισε για να συμπληρώσει όμως ότι «το μέγεθος της σημερινής κρίσης είναι πολύ μικρότερο από εκείνο της μεγάλης δημοσιονομικής κρίσης και η ελληνική οικονομία είναι πολύ πιο θωρακισμένη από ό,τι το 2010», ενώ «όπως και στην περίπτωση της πανδημίας, η νέα κρίση επηρεάζει το σύνολο των οικονομιών και δεν είναι μόνον ελληνικό ζήτημα». «Συνεπώς, επιτρέπει την αναζήτηση λύσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ακόμη κι αν οι ρυθμοί που κινείται η Ένωση δεν είναι αυτοί που όλοι θα επιθυμούσαμε», κατέληξε ο κ. Ράπανος.