«Η εμφάνιση του κ. Τσίπρα δεν παρέχει τα στοιχεία της αξιοπιστίας ενός αρχηγού αξιωματικής αντιπολίτευσης, που, όπως ισχυρίζεται, θέλει να κάνει μαχητική αλλά εποικοδομητική αντιπολίτευση, η οποία σημαίνει τουλάχιστον ότι θα πρέπει αυτή η αντιπολίτευση, όσο και να είναι μαχητική, να στηρίζεται σε ένα έδαφος αληθείας», δήλωσε ο βουλευτής Ηλείας της Νέας Δημοκρατίας, Κωνσταντίνος Τζαβάρας, στον ραδιοφωνικό σταθμό του Αθηναϊκού- Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων «Πρακτορείο 104,9 FM», για την παρουσία του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ στην 84η ΔΕΘ.
«Ο κ. Τσίπρας, τόσο στην ομιλία του όσο και στη συνέντευξη που έδωσε την Κυριακή έδινε απαντήσεις επί ερωτήσεων που αναφέρονται σε μια πραγματικότητα ανύπαρκτη, έδινε απαντήσεις θεωρώντας και εκτιμώντας ότι οι ερωτήσεις που του γίνονταν παρέπεμπαν σε μία πραγματικότητα που δεν ήθελε να αναγνωρίσει», εκτίμησε ο κ. Τζαβάρας.
Σε ό,τι αφορά την κριτική που άσκησε ο κ. Τσίπρας στην κυβέρνηση για το θέμα της επαναδιαπραγμάτευσης των στόχων των πρωτογενών πλεονασμάτων ο βουλευτής της ΝΔ επισήμανε: «Ο κ. Τσίπρας, εκ του ασφαλούς και χωρίς να είναι σε θέση κανένας από το πλατύ κοινό να ελέγξει αυτά που λέει, όπως βέβαια είναι ο συνηθισμένος τρόπος της πολιτικής του επικοινωνίας, δημιουργεί από ανύπαρκτα ζητήματα πολιτικές ευκαιρίες για προβολή των θέσεών του. Θεωρώ ότι αυτό δεν διευκολύνει ούτε την κρίσιμη στιγμή των εξελίξεων, στην οποία βρίσκεται η Ελλάδα, αλλά ούτε και τον ίδιο τον ωφελεί. Πρέπει σιγά- σιγά, αφού θέλει να διολισθήσει προς κεντρώες θέσεις και να γίνει επικεφαλής μιας κεντροαριστερής παράταξης, που είναι υπό διαμόρφωση κατά τη δικιά του αντίληψη και της οδηγίας των συνεργατών του, θα πρέπει να πάρει αποφάσεις που να είναι οικείες σε αυτό το πολιτικό ιδίωμα του χώρου του κέντρου. Δεν φαίνεται όμως κάτι τέτοιο. Θέλει δηλαδή να είναι κεντρώος, αλλά να παραμένει νεοσταλινικός».
Κληθείς να σχολιάσει τη θέση που διατύπωσε ο επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης κατά της εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας με πλειοψηφία 151 ψήφων ο κ. Τζαβάρας παρατήρησε: «Στις δημοκρατίες ένας είναι ο κανόνας, αυτός της πλειοψηφίας. Το μεγάλο θεσμικό, συνταγματικό, πολιτικό ζήτημα σε αυτές τις περιπτώσεις είναι οι εξουσίες να μην ασκούν τυραννικά αυτήν τη δυνατότητα που έχουν, όπως ακριβώς τυραννικά άσκησε επί τεσσεράμισι χρόνια όλες τις δυνατότητες που είχε για λήψη αποφάσεων ο κ. Τσίπρας και όσον αφορά -εκτός των άλλων- και τα θέματα της συνταγματικής αναθεώρησης […] Οι αποφάσεις, λοιπόν, τόσο στην επιτροπή που θα συσταθεί και θα συγκροτηθεί, όσο και στην Ολομέλεια, που θα αποφασίσει για τη διατύπωση και το περιεχόμενο των αναθεωρητέων διατάξεων που έχει ορίσει η προηγούμενη κυβέρνηση, [θα ληφθούν] με τον κανόνα της πλειοψηφίας».
«Άρα», συνέχισε, «υπό ποία έννοια μπορούμε να μιλάμε ότι η χρήση αυτού του δημοκρατικού κανόνα είναι κάτι το οποίο βρίσκει αντίθετη μια δημοκρατική παράταξη, τη στιγμή μάλιστα που οι Πρόεδροι της δημοκρατίας και σε άλλες χώρες έχουν αυτήν ακριβώς την ιδιότητα, να εκλέγονται εμμέσως από τη Βουλή, δηλαδή και όχι αμέσως από τον λαό, με βάση την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών του κοινοβουλίου».
Σχετικά με το πρόσωπο που θα προτείνει η Νέα Δημοκρατία για το αξίωμα του Προέδρου διευκρίνισε: «Τυχαίνει να είμαι από εκείνους που είχαν στο παρελθόν -και εξακολουθώ να έχω- πολύ καλή σχέση με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Είναι πράγματι ένας πολιτικός μετριοπαθής, θεωρώ ότι είναι ένας επιστήμονας πολύ σημαντικός, με μεγάλη προσφορά στον χώρο του δημοσίου δικαίου και είναι και ένας άνθρωπος με παιδεία, καλλιεργημένος, κανένας δεν μπορεί να πει το παραμικρό. Από εκεί και πέρα όμως το αν θα είναι και ο υποψήφιος Πρόεδρος με βάση τις αποφάσεις που θα πάρει ο πρόεδρος της ΝΔ, αυτό δεν είμαι σε θέση να το ξέρω, ούτε μπορώ να το προεξοφλήσω».
Ερωτηθείς, σχετικά με τη δικαστική εξέλιξη της υπόθεσης Novartis και το πώς προτίθεται η κυβέρνηση να κινηθεί σε σχέση με τις καταγγελίες περί σκευωρίας ο βουλευτής της ΝΔ απάντησε ότι αυτά τα οποία κατήγγειλε και κατέθεσε ο «εν ενεργεία αντιεισαγγελέας Αρείου Πάγου είναι πράγματα σοβαρά, τα οποία δεν μπορεί να μείνουν χωρίς θεσμική απάντηση και από τη δικαιοσύνη και από το κοινοβούλιο, στον βαθμό που καθένας από αυτούς τους δύο θεσμούς έχει τη σχετική αρμοδιότητα».
«Είναι πρωτοφανής αυτή η δήλωση, το να υπάρχει εν ενεργεία ανώτατος εισαγγελικός λειτουργός και να λέει ότι υπουργός της προηγούμενης κυβέρνησης ουσιαστικά έκανε ό,τι ήθελε στον τομέα και χώρο της δικαιοσύνης, στήνοντας κατηγορίες εναντίον πολιτικών του αντιπάλων και πολιτικών αντιπάλων του πρωθυπουργού. Αυτό είναι μια καταγγελία απέναντι στην οποία κανένας δεν μπορεί να μένει απαθής, αδρανής και να κάνει ότι δεν καταλαβαίνει. Είναι η πιο σοβαρή καταγγελία που έχει γίνει για τέτοιου είδους παρανομίες από συστάσεως του ελληνικού κράτους […] Είναι κάτι το οποίο δεν μπορούμε να ξεπεράσουμε, είναι κάτι πάνω στο οποίο θα πρέπει θεσμικά, το πολίτευμα, το κράτος να σκύψει και με βάση τα μέσα που διαθέτει κατά το Σύνταγμα και τη νομοθεσία να έχει εκδώσει μια συγκεκριμένη απάντηση, η οποία θα λέει ή ότι αυτά που καταγγέλλονται έχουν βάση, οπότε πρέπει να λειτουργήσουν οι κυρωτικοί μηχανισμοί της Πολιτείας, ή ότι αυτά που λέγονται δεν έχουν κάποια βάση και άρα αυτός εναντίον του οποίου έχει αφεθεί η μομφή να πλανάται είναι κάποιος που δεν πρέπει να υποστεί καμία κύρωση».