Η φετινή ΔΕΘ σφραγίζεται από το αίτημα της ανάπτυξης. Μετά από οκτώ χρόνια κρίσης, μετά από οδυνηρές εμπειρίες για την ελληνική οικονομία και κοινωνία, μετά από πολλές επίμοχθες επιτυχίες αλλά και υποτροπές, κλυδωνισμούς και κινδύνους, διαπιστώνεται μια αντικειμενική σύγκλιση, ιδιαίτερα θετική για τη χώρα και τις προοπτικές της.
Οι πρωταγωνιστικοί παράγοντες που χαράσσουν την πορεία των εξελίξεων, οι βασικές πολιτικές δυνάμεις, οι οικονομικοί και επιχειρηματικοί φορείς, οι σημαντικές κοινωνικές συσσωματώσεις, συμφωνούν πια ότι υπάρχει μια απόλυτη εθνική προτεραιότητα: η ανάπτυξη. Μόνον όσοι επιμένουν να εθελοτυφλούν –και ευτυχώς δεν είναι πια πολλοί- αρνούνται να δουν ότι σε αυτό το στόχο της ανάπτυξης πρέπει να στοιχηθούν από εδώ και πέρα όλες οι πολιτικές, όλες οι πρωτοβουλίες και όλες οι προσπάθειες, με τρόπο συντονισμένο και συνεπή, με μακρόπνοο σχεδιασμό και απαρέγκλιτη πειθαρχία στην εφαρμογή του.
Η συναίνεση γύρω από την ανάπτυξη δείχνει ότι είμαστε στο σωστό δρόμο. Ορισμένα πολύ βασικά και δύσκολα προαπαιτούμενα της αναπτυξιακής πορείας, όπως η δημοσιονομική προσαρμογή, έχουν σχεδόν ολοκληρωθεί. Γίνονται ουσιαστικά βήματα. Αλλά η αλήθεια είναι ότι στο σημείο όπου έχει υποχωρήσει η Ελλάδα μετά από μια κρίση ιστορικών διαστάσεων τα βήματα δεν φτάνουν. Χρειαζόμαστε άλματα.
Τα τελευταία δύο τρίμηνα είχαμε θετικό ρυθμό ανάπτυξης. Αυτό είναι ένα καλό νέο. Αλλά η ανάπτυξη ήταν αναιμική, με ετήσιο ρυθμό μόλις στο 0,8% με βάση τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ. Τέτοιοι ρυθμοί δεν αρκούν για να ανακτήσουμε το χαμένο έδαφος. Πρέπει να δούμε τη νέα πραγματικότητα με ειλικρίνεια και ρεαλισμό. Τέτοιοι ρυθμοί όχι απλώς δεν αρκούν, αλλά είναι πολύ μακριά από εκείνους που χρειαζόμαστε για να αρχίσει ξανά μια μακρά, σταδιακή και επίμοχθη πορεία σύγκλισης με τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους. Με ισχνή ανάπτυξη, έστω θετική, είμαστε ακόμη σε τροχιά απόκλισης από τους Ευρωπαίους εταίρους μας.
Για να πετύχουμε ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης και να τους πετύχουμε γρήγορα χρειάζεται να κινηθούμε σε πολλά μέτωπα, συντονισμένα και ταυτόχρονα. Να δημιουργήσουμε ένα θετικό περιβάλλον για τις επενδύσεις. Να πείσουμε ότι δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος υπαναχώρησης από την πορεία που έχουμε χαράξει. Να δώσουμε ένα ισχυρό σήμα στις διεθνείς αγορές ότι επιστρέφουμε για να μείνουμε. Να κινητοποιήσουμε τους Έλληνες του εξωτερικού – για να φέρουν κεφάλαια ή να επιστρέψουν και να εργαστούν στην πατρίδα μας. Πρώτα από όλα, όμως, χρειάζεται να φέρουμε στη χώρα κεφάλαια.
Η σωρευτική επιδείνωση των μεγεθών είναι (ας μην φοβόμαστε τις λέξεις) δραματική. Η παραγωγική βάση στην Ελλάδα έχει αποσαθρωθεί και θα πρέπει να την ξαναχτίσουμε, υγιή και διεθνώς ανταγωνιστική, χωρίς τα δεκανίκια μιας τεχνητής εσωτερικής κατανάλωσης. Το δυνητικό προϊόν έχει μειωθεί κατά 33,2 δισεκατομμύρια, κατά 14% από το 2008 σε σταθερές τιμές.
Μισό εκατομμύριο Έλληνες, οι πιο δυναμικές ηλικίες και από τους πιο ικανούς και καταρτισμένους, έχουν χαθεί για την εγχώρια οικονομία και πρέπει να φέρουμε πίσω όσους είναι δυνατόν. Χρειάζονται περισσότερα από 10 δισεκατομμύρια ευρώ το χρόνο επιπλέον επενδύσεις απλώς για να διατηρούμε σταθερό το απόθεμα του επενδεδυμένου κεφαλαίου – και αυτό πάλι δεν είναι αρκετό.
Τα τελευταία στατιστικά δεδομένα είναι ανησυχητικά. Ο ακαθάριστος σχηματισμός κεφαλαίου ήταν το δεύτερο τρίμηνο του έτους αρνητικός κατά 17,1% σε ετήσια βάση (από +19,6% το 1ο τρίμηνο 2017), εξέλιξη αποθαρρυντική ακόμη κι αν την αποδώσει κανείς στη συγκυριακή αβεβαιότητα καθώς καθυστερούσε η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης.
Αλλά η ανάπτυξη που θέλουμε μπορεί να έρθει μόνο με μαζικές ιδιωτικές επενδύσεις – άρα, στην πράξη, με την προσέλκυση ξένων ιδιωτικών κεφαλαίων.
[irp posts=”146904″ name=”Eurobank: Στα 40 εκατ. ευρώ τα κέρδη στο Q2″]
Η διεθνής συγκυρία είναι θετική κι αυτή είναι μια ευκαιρία που δεν ξέρουμε για πόσο θα υπάρχει. Δεν πρέπει να τη χάσουμε, κωλυσιεργώντας για τα δευτερεύοντα. Στις παγκόσμιες αγορές υπάρχει σήμερα περίσσεια κεφαλαίων που αναζητούν τρόπους και τόπους για να τοποθετηθούν, καθώς οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων και των αντίστοιχων τίτλων κινούνται σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα. Τα λιμνάζοντα κεφάλαια είναι η ευκαιρία μας. Μπορούμε να τα προσελκύσουμε τώρα, πριν αλλάξουν οι επενδυτικές συνθήκες ή κάποιο απρόβλεπτο γεγονός λειτουργήσει ανατρεπτικά και αποτρεπτικά. Και ο καταλύτης για την προσέλκυσή τους υπάρχει. Είναι το πρόγραμμα των ιδιωτικοποιήσεων. Οι αναφορές σε ένα στόχο της τάξης των 5,4 δισεκατομμυρίων ευρώ από ιδιωτικοποιήσεις έως το πέρας του τρέχοντος προγράμματος τον Αύγουστο του 2018, δηλαδή μέσα σε λιγότερο από 12 μήνες, δίνουν το μέτρο της πρόκλησης και, ταυτόχρονα, το μέτρο των προσδοκιών και των απαιτήσεων. Ο πήχυς είναι ήδη πολύ ψηλά και αυτή τη φορά πρέπει να τον περάσουμε.
Δεν είναι τυχαίο ότι το ζήτημα των επενδύσεων βρίσκεται στην κορυφή της ατζέντας και του Γάλλου προέδρου Μακρόν, που επισκέπτεται τη χώρα μας. Οι προτεραιότητες που αποτυπώνει και η σημαντική επιχειρηματική αποστολή που τον συνοδεύει επιβεβαιώνει το διεθνές ενδιαφέρον για τοποθετήσεις στην Ελλάδα.
Μια αποφασιστική επιτάχυνση στο πεδίο των ιδιωτικοποιήσεων, που θα εκπλήξει θετικά, μπορεί να γίνει ο καταλύτης ενός επενδυτικού ρεύματος. Οι αγορές κινούνται με βάση τις ευκαιρίες, το κλίμα, τις αντιλήψεις (όχι πάντα ορθολογικές), αλλά και τη μίμηση. Όταν δημιουργηθεί μια επενδυτική δυναμική, πολλοί είναι εκείνοι που θα ακολουθήσουν. Αποφασιστικές και γρήγορες αποκρατικοποιήσεις, με απόλυτη διαφάνεια και την ελάχιστη γραφειοκρατία, μαζί με ένα σχέδιο επίσπευσης των διαδικασιών για υπάρχοντα επενδυτικά σχέδια, που παραμένουν καθηλωμένα στα σκουριασμένα γρανάζια του παλιού κρατικού μηχανισμού, θα δώσουν το δυνατό και καθαρό σήμα που χρειαζόμαστε. Η μέχρι σήμερα εμπειρία προβληματίζει. Ο εφιάλτης των πολλαπλών αδειοδοτήσεων και οι χρόνοι που απαιτούνται για την υλοποίηση μιας επένδυσης, ακόμη και για σημαντικές επενδύσεις με ειδικό καθεστώς, κινούνται πολύ μακριά από τη λογική του one-stop-shop, για την οποία έχουν γίνει εξαγγελίες και προσπάθειες, χωρίς για την ώρα να έχουμε το αντίστοιχο αποτέλεσμα. Οι κρατικές υπηρεσίες αλλά και οι άλλες αρχές, συμπεριλαμβανομένης της Δικαιοσύνης, πρέπει να κινηθούν αποτελεσματικότερα και πολύ ταχύτερα. Ο κάθε επενδυτής πρέπει να γνωρίζει ότι το σχέδιό του θα περάσει από μια συγκεκριμένη, διαφανή διαδικασία, με όρους και προϋποθέσεις, αλλά και με ξεκάθαρο χρονικό ορίζοντα. Είναι αυτονόητο, αλλά δεν συμβαίνει. Τίποτα δεν λειτουργεί πιο αποτρεπτικά για τους σοβαρούς επενδυτές που έχει ανάγκη η χώρα μας από την αβεβαιότητα – σε κάθε μορφή και επίπεδο.
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, ο τραπεζικός κλάδος μπορεί να παίξει το ρόλο που του αναλογεί. Οι ελληνικές τράπεζες σήμερα έχουν τη βούληση και τη δυνατότητα να χρηματοδοτήσουν την πραγματική οικονομία και έχουν συσσωρεύσει πολύτιμη τεχνογνωσία ώστε να συμβάλουν αποφασιστικά στην υλοποίηση μεγάλων, αλλά και μικρότερων, επενδυτικών σχεδίων. Άλλωστε αυτό επιβεβαιώνεται από την παρουσία του ελληνικού τραπεζικού τομέα σε όλες τις πρόσφατες συμφωνίες για επενδυτικά σχέδια με διεθνή χαρακτήρα και σε όλους τους κλάδους. Η χρηματοδοτική συνεισφορά των ελληνικών τραπεζών ήταν ουσιαστική σε μεγάλες ιδιωτικοποιήσεις, όπως τα περιφερειακά αεροδρόμια, σε μείζονα έργα υποδομής, όπως η ολοκλήρωση των αυτοκινητοδρόμων, σε πρωτοποριακά επενδυτικά σχέδια, όπως το αιολικό πάρκο στον Καφηρέα, αλλά και σε συμφωνίες-ορόσημα στον τουριστικό κλάδο, με εμπλοκή ή όχι του Δημοσίου, όπως οι περιπτώσεις του Hilton, του Αστέρα Βουλιαγμένης, ή άλλες που βρίσκονται ακόμη σε εξέλιξη όπως στην περίπτωση της Αφάντου στη Ρόδο και του πρώην LedraMarriott στην Αθήνα.
Οι καλές συγκυρίες δεν διαρκούν για πάντα. Σήμερα υπάρχει ρευστότητα στις διεθνείς αγορές, επενδυτικό ενδιαφέρον για τη χώρα, ώριμα σχέδια προς υλοποίηση και ο τραπεζικός τομέας δηλώνει παρών. Όλοι ξέρουμε τι πρέπει να γίνει. Η ώρα είναι τώρα.
Ο κ. Φωκίων Καραβίας είναι διευθύνων σύμβουλος της Eurobank και μέλος του διοικητικού συμβουλίου