Θύελλα αντιδράσεων έχει ξεσπάσει τις τελευταίες ημέρες για ένα πλήθος θεμάτων το οποίο έχει έρθει στην επικαιρότητα και αφορά σε ζητήματα τα οποία αποτελούν βασικούς άξονες γύρω από τους οποίους κινείται η ελληνική κοινωνία -θα μπορούσε να πει κανείς- ακόμα και από τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους.
Την ώρα που η κυβέρνηση αποτυγχάνει πλήρως να προσφέρει την οικονομική ανάσα που υποσχέθηκε στους πολίτες, με τους φόρους να αυξάνονται κατακόρυφα, τις συντάξεις να μετατρέπονται σε φιλοδώρημα και την υποτιθέμενη χαλάρωση των capital controls να αποτελεί, επί της ουσίας, αύξηση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων και δέσμευση ενός επιπλέον ποσού στους τραπεζικούς λογαριασμούς, ο ΣΥΡΙΖΑ ψάχνει τον τρόπο να αποφύγει την οριστική καταστροφή του.
Γνωρίζει πολύ καλά άλλωστε ότι αν την προσεχή Κυριακή είχαμε εκλογές τα ποσοστά του δεν θα είχαν καμία σχέση με τον διπλό εκλογικό θρίαμβο τον οποίο πέτυχε το 2015. Πάνω λοιπόν στον πανικό των ανθρώπων της Κουμουνδούρου να σώσουν οτιδήποτε αν σώζεται, υποπίπτουν σε ένα τεράστιο σφάλμα το οποίο είναι πιθανό να αποτελέσει και την αρχή του οριστικού τους τέλους και της επιστροφής τους σε ποσοστά όπως αυτά του παρελθόντος, όταν ο Συνασπισμός πάλευε να μπει στη Βουλή.
Ποιο είναι αυτό το λάθος; Να κλείσει τα μάτια στους λόγους για τους οποίους τον ψήφισε ο κόσμος και να μπερδέψει την ταυτότητα των ψηφοφόρων του. Μπορεί λοιπόν για το 3 με 4 τοις 100 των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ -εκείνων που πήδαγαν τις μάντρες στο Άγιο Όρος για να σπάσουν το άβατο- θέματα όπως η επιλογή σημαιοφόρων με κλήρωση, η κατάργηση του εθνικού ύμνου και της έπαρσης της σημαίας στα σχολεία, ο γάμος – και όχι το σύμφωνο συμβίωσης- και η υιοθεσία από ομόφυλα ζευγάρια να θεωρούνται βασικές προτεραιότητες, οι ίδιοι όμως αποτελούν μία μειοψηφία – η οποία ακόμα κι αν κάποιος συμφωνεί με τις απόψεις της, είναι- ανίκανη να επηρεάσει ισορροπίες.
[irp posts=”143106″ name=”Σάλος στα σχολεία, καταργούν τον εθνικό ύμνο και την έπαρση σημαίας”]
Βάζοντας στην άκρη την προσωπική γνώμη του καθενός για τα ζητήματα αυτά, είναι αποτυπωμένο σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις των τελευταίων δεκαετιών ότι κόμματα τα οποία είχαν ατζέντα τέτοιας θεματολογίας είτε έμπαιναν οριακά στη βουλή, είτε τα ποσοστά τους ήταν από μικρά μέχρι αμελητέα.
Τον ΣΥΡΙΖΑ δεν τον ψήφισαν φανατικοί αριστεροί. Δεν τον ψήφισαν άνθρωποι που αντιμάχονται τη θρησκεία, τις παραδόσεις, την αριστεία ή τη δομή της ελληνικής οικογένειας. Ή, μάλλον, τον ψήφισαν και αυτοί, την εξουσία όμως του την έδωσαν άλλοι. Του την έδωσαν οι απογοητευμένοι ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ (κυρίως) και των άλλων κομμάτων, που πίστεψαν -ζαλισμένοι από τα απανωτά χτυπήματα των προηγούμενων κυβερνήσεων- στα μεγάλα και εύκολα λόγια περί οικονομικής ανάπτυξης, σκισίματος μνημονίων και κατάργησης φόρων.
Οι ίδιοι άνθρωποι, σήμερα, είναι σαστισμένοι μπροστά σε αυτό που ζουν. Σε συζητήσεις, δειλά, παραδέχονται την πλάνη τους, προσπαθούν να δικαιολογήσουν τις πράξεις και τις αποφάσεις τους, σε κάθε περίπτωση όμως κι εκείνοι γνωρίζουν ότι στην προσπάθειά τους να διορθώσουν τις πληγές του παρελθόντος οδήγησαν τις εξελίξεις σε ένα αποτέλεσμα που δεν ήταν το επιθυμητό για τους ίδιους και ετοιμάζονται να εγκαταλείψουν το καράβι.
Έτσι, την ώρα που ο ΣΥΡΙΖΑ γνωρίζει ότι δεν έχει χρήματα να προσφέρει στον ελληνικό λαό, ακούγοντας το ένστικτο της επιβίωσης επιλέγει την στροφή στην ανέξοδη πλευρά της αριστερής πολιτικής (και όχι εκείνης της οικονομικής στήριξης των αδυνάτων) πιστεύοντας ότι αποκτά άλλοθι προς τους ψηφοφόρους του.
Είτε λοιπόν πρόκειται για μία συνειδητή επιστροφή στην ανώδυνη αντιπολίτευση των μονοψήφιων ποσοστών, είτε σε μία εσφαλμένη σκιαγράφηση του προφίλ των ψηφοφόρων του, ο ΣΥΡΙΖΑ υπογράφει την οριστική του επιστροφή από κόμμα εξουσίας σε κόμμα μειοψηφίας.
Θα το δεχθούν αυτό όλοι στην Κουμουνδούρου ή ο Τσίπρας θα αρχίσει να βρίσκει μπροστά του νέους αντιπάλους; Μένει να φανεί στην πράξη!