*Άρθρο του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη σε ειδικό ένθετο της εφημερίδας «Κεφάλαιο»*
*Φιλελεύθερη δημοκρατία. Ανοιχτή κοινωνία με ανοιχτούς ορίζοντες*
*Πιστεύω σε μια κοινωνία που γεφυρώνεται η ατομική ελευθερία με τη συλλογική ευημερία*
Σε παλαιότερα χρόνια, ο τίτλος «Σε τι πιστεύουμε» σε ένα αφιέρωμα όπως αυτό, θα παρέπεμπε μάλλον σε άκαμπτα μανιφέστα ανελαστικών ιδεολογιών. Αντίθετα, στις μέρες μας η συστέγαση απόψεων που εκκινούν από διαφορετικές αφετηρίες, αλλά αφορούν την ίδια θεματική ζωογονεί τον δημόσιο διάλογο.
Γιατί, διασταυρώνοντας τα αντίπαλα επιχειρήματα, δοκιμάζει την αντοχή τους στην πραγματικότητα. Και, βαθαίνοντας τον κοινό προβληματισμό, αναβαθμίζει συνολικά την ποιότητα της πολιτικής και κοινωνικής ζωής ενός τόπου.
Προϋπόθεση, βέβαια, γι’ αυτό είναι να αναγνωρίζουμε όλοι αξίες και όχι αξιώματα. Με πρώτη αυτήν της συνύπαρξης. Την πεποίθηση, δηλαδή, ότι κανείς δεν κρατά το μονοπώλιο στις ιδέες, στην αλήθεια, στην κοινωνική ευαισθησία, στην ηθική και στον πατριωτισμό. Γιατί μπορεί ο δρόμος να είναι η δημιουργική αντιπαράθεση, η διαφωνία ή ακόμη και η σύγκρουση. Προορισμός, ωστόσο, πρέπει είναι πάντοτε ο συμβιβασμός και η σύνθεση. Με απόλυτο σεβασμό στη διαφορετική άποψη. Αλλά χωρίς την παραμικρή παραχώρηση στον διχαστικό και μισαλλόδοξο λόγο.
Προσωπικά πιστεύω στη δύναμη και στο βάθος της φιλελεύθερης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Μιας δημοκρατίας ανοιχτής. Με αντοχή, όμως, στις δυνάμεις που την υπονομεύουν. Γιατί, όπως αποδεικνύει και η ελληνική εμπειρία, είναι το πολίτευμα που μπορεί να υπερβαίνει οικονομικές κρίσεις και δημαγωγικές περιπέτειες. Με την ασπίδα της αλήθειας, να αποκρούει τη διαβρωτική δράση του λαϊκισμού. Με την ισχύ της λαϊκής ψήφου, να εξοστρακίζει τους υπονομευτές του. Και με τους κανόνες του Κράτους Δικαίου, να τους τιμωρεί όπως τους πρέπει.
Ένα δυναμικό πολιτικό σύστημα, πάντως, δεν καταργεί τις αγκυλώσεις που γεννούν οι περίοδοι ακμής του. Ούτε, συνεπώς, και τις αδυναμίες του που έρχονται με τους κυματισμούς της διαδρομής του. Καθώς, λοιπόν, παντού στον κόσμο, δοκιμάζεται το βασικό συστατικό της Δημοκρατίας, η αντιπροσωπευτικότητα, έχουμε χρέος να ανανεώσουμε το περιεχόμενό της. Πώς; Ενισχύοντας τη συμμετοχή των πολιτών στα κοινά. Ενσωματώνοντας τα μηνύματά τους στους θεσμούς. Αμβλύνοντας ανισότητες. Και, κυρίως, παράγοντας πειστικό αποτέλεσμα προς όφελος όλων.
Ακριβώς γι’ αυτό πιστεύω σ’ ένα κράτος ικανό να προσφέρει λύσεις: στην Άμυνα της χώρας, στην Ασφάλεια του πολίτη, στη δημόσια Υγεία και Παιδεία. Αλλά και στην προστασία του Περιβάλλοντος και της καθημερινής ζωής. Ένα κράτος το οποίο θέτει κανόνες στην οικονομική δραστηριότητα. Αλλά δεν της στερεί δυναμισμό και παραγωγικότητα. Χωρίς γραφειοκρατία και κομματισμό. Αλλά και απελευθερωμένο από συμπλεγματικά δόγματα του παρελθόντος. Γιατί είναι καιρός, νομίζω, πλέον, να αντιληφθούμε ότι το «δημόσιο» δεν ταυτίζεται με το «κρατικό».
Αυτό, άλλωστε, απέδειξαν τόσο η πανδημία και οι ταυτόχρονες κρίσεις στα εθνικά μέτωπα, όσο και η τρέχουσα πραγματικότητα. Θυμίζω ότι τις υγειονομικές ανάγκες της χώρας υπηρέτησαν από κοινού το κράτος και οι δωρεές ιδρυμάτων. Εταιρείες συμμετείχαν στον άμεσο εξοπλισμό του Λιμενικού Σώματος για την αντιμετώπιση του Μεταναστευτικού. Ενώ δημόσιος και ιδιωτικός τομέας συμπράττουν, σήμερα, σε μεγάλα έργα υποδομών σ’ ολόκληρη την επικράτεια. Με άλλα λόγια, η ίδια η ζωή διδάσκει ότι το κοινό συμφέρον επιβάλλει κοινή συστράτευση.
Πιστεύω, επίσης, σε μια ανοιχτή κοινωνία, όπου γεφυρώνεται η ατομική ελευθερία με τη συλλογική ευημερία. Με την προσωπική πρόοδο να αυξάνει παράλληλα και τον εθνικό πλούτο. Ώστε να ακολουθεί η Πολιτεία, που θα τον κατανέμει δίκαια και με ευαισθησία απέναντι στους πιο αδύναμους. Προϋπόθεση, όμως, για κάτι τέτοιο είναι η ξεχωριστή προσωπικότητα κάθε πολίτη να μη χάνεται σε γενικόλογες έννοιες, όπως «λαός». Στο επίκεντρο να βρίσκεται ο ίδιος, έχοντας ίσες ευκαιρίες με τον δίπλα του. Χωρίς διακρίσεις με βάση την καταγωγή, το φύλο ή τις επιλογές του.
Είναι ο λόγος για τον οποίο η σύγχρονη Δημοκρατία θεωρεί την Παιδεία «ιμάντα» προσωπικής ανέλιξης και «κλειδί» συνολικής προόδου. Γιατί είναι αυτή η οποία, σε σύνδεση με την αγορά εργασίας, θα εξοπλίζει τον νέο με δεξιότητες για να χτίσει ο ίδιος το δικό του μέλλον. Αλλά και εκείνη η οποία, απαντώντας στα ζητούμενα της εθνικής οικονομίας, θα επιτρέπει στη χώρα να καινοτομεί. Να προσαρμόζεται και να επιτυγχάνει σε ένα διεθνές περιβάλλον που διαρκώς μεταβάλλεται για να γίνει όλο και πιο σύνθετο, όλο και πιο ανταγωνιστικό.
Σε έναν κόσμο που αλλάζει, πάντως, μία αξία παραμένει ακλόνητη: ο πατριωτισμός. Η αγάπη για την πατρίδα και η σταθερή προσήλωση στην υπεράσπισή της. Μακριά, ωστόσο, από ρητορείες και εύκολα συνθήματα. Και με πυξίδα τον ρεαλισμό και τον συνδυασμό της ενεργητικής διπλωματίας με την αμυντική θωράκιση. Γιατί όπως, ακριβώς, νέες συνθήκες σαν το Μεταναστευτικό φωτίζουν, σήμερα, διαφορετικά τη σημασία των συνόρων, έτσι και οι διακρατικές συμμαχίες αποκτούν νέα βαρύτητα, τώρα, στις γεωστρατηγικές εξελίξεις στον παγκόσμιο χάρτη.
Οι παραπάνω σκέψεις απορρίπτουν, νομίζω, μανιχαϊστικά δίπολα ή αναχρονιστικά διλήμματα. Αντίθετα, μένουν ανοιχτές σε όλα τα ρεύματα προβληματισμού σχετικά με το αύριο της Δημοκρατίας. Δεν ξέρω αν ισχύει η θέση ότι «οι ιδεολογίες γίνονται, συχνά, εχθροί των ιδεών». Ξέρω, όμως, πως η σύγχρονη φιλελεύθερη Δημοκρατία, την οποία πρεσβεύω, δεν έχει άλλον δρόμο από την εμβάθυνσή της. Όπως και από την αναβάπτιση των αρχών της στη συγκυρία του 21ου αιώνα, που σφραγίζεται, ήδη, από την επέλαση της Τεχνολογίας και των νέων Δικαιωμάτων του Πολίτη.
Πάνω απ’ όλα, λοιπόν, πιστεύω στην ελεύθερη αντίληψη, στον μεθοδικό σχεδιασμό και στην τολμηρή πράξη. Αλλά με κοινό βηματισμό κράτους και κοινωνίας. Ο τόπος μας, άλλωστε, προόδευσε κάθε φορά που οι επιλογές της ηγεσίας συμβάδισαν με τα ώριμα αιτήματα της κοινωνίας. Είμαι περήφανος που, στα δύο πρώτα χρόνια της θητείας της, η κυβέρνησή μας, αν και κλήθηκε να διαχειριστεί αλλεπάλληλες και πολύμορφες προκλήσεις, έμεινε στο πλευρό κάθε Ελληνίδας και κάθε Έλληνα. Και έτσι θα πορευτεί. Ανοιχτή στις μεταρρυθμίσεις και με ανοιχτούς ορίζοντες.